Απόφαση 172 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν` ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα.
Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη.
Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008).
Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζομένη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη.
Κατά τα προαναφερθέντα, αφετηρία της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος της λύσης της σύμβασης με την καταγγελία της από τον εργοδότη, την ανακοίνωση δηλ. εκ μέρους αυτού της βούλησής του για την λύση της, και όπως η βούληση αυτή εκφράζεται και εξειδικεύεται με την (έγγραφη) καταγγελία, η οποία, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρούμενη έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι` αυτήν νόμιμη αποζημίωση) και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τότε που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 1619/2006), γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν) καταγγελία.
Εξάλλου, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών, που επέρχεται είτε με τη σύσταση νέας εταιρίας, είτε με απορρόφηση, είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 π.δ. 498/1987, ότι “1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση….τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή….γ) οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν….2. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ` αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της.”
Η έννοια της, κατά τα άνω συγχώνευσης είναι, ότι με αυτή, η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες (πρβλ. Ολ. ΑΠ 12/1999). Τα ίδια, όπως ως άνω το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, ορίζει και το άρθρο 55 παρ. 2 και 4 του ν. 3190/1955, ως προς τη συγχώνευση εταιριών περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.). Οι διατάξεις αυτές είναι δεκτικές ανάλογης εφαρμογής και στην περίπτωση συγχώνευσης άλλων μορφών εταιριών.
Αριθμός 172/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά. Ρ. του Μ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Σαρακενίδη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ταρπινίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/3/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 141/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 503/2011 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/1/2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζανάκης ανέγνωσε την από 17/3/2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22.01.2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 503/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης ,που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της ενάγουσας κατά της 141/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 §1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).
Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν` ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 2234/2013,ΑΠ 705/2013).
Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006).
Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008).
Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζομένη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008, ΑΠ 1938/2007).
Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 65/2012).
Κατά τα προαναφερθέντα, αφετηρία της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος της λύσης της σύμβασης με την καταγγελία της από τον εργοδότη, την ανακοίνωση δηλ. εκ μέρους αυτού της βούλησής του για την λύση της, και όπως η βούληση αυτή εκφράζεται και εξειδικεύεται με την (έγγραφη) καταγγελία, η οποία, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρούμενη έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι` αυτήν νόμιμη αποζημίωση) και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τότε που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 1619/2006), γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν) καταγγελία (ΑΠ 2234/2013, AΠ 1387/2015).
Εξάλλου, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών, που επέρχεται είτε με τη σύσταση νέας εταιρίας, είτε με απορρόφηση, είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 π.δ. 498/1987, ότι “1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση….τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή….γ) οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν….2. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ` αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της.”
Η έννοια της, κατά τα άνω συγχώνευσης είναι, ότι με αυτή, η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες (πρβλ. Ολ. ΑΠ 12/1999). Τα ίδια, όπως ως άνω το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, ορίζει και το άρθρο 55 παρ. 2 και 4 του ν. 3190/1955, ως προς τη συγχώνευση εταιριών περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.). Οι διατάξεις αυτές είναι δεκτικές ανάλογης εφαρμογής και στην περίπτωση συγχώνευσης άλλων μορφών εταιριών (βλ. ΑΠ 433/2005 AΠ 1737/2013 ).
Κατά το άρθρο 261 Α.Κ., την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Επίσης, κατά το άρθρο 263 Α.Κ., κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται με σαφήνεια ότι η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής επέρχεται υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της διαγνωστέας οφειλής τόσο όταν την αγωγή ασκεί ο πραγματικός δικαιούχος της αξιώσεως, όσο και όταν ασκεί αυτή μη δικαιούχος διάδικος, ο οποίος νομιμοποιείται στην άσκηση αυτής. Στην περίπτωση που η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή, ακόμη και στις αξιώσεις του άρθρου 250 Α.Κ., αρχίζει από την άσκηση αυτής, διακοπτόμενη δε μετά από κάθε νέα διαδικαστική πράξη, αρχίζει εκ νέου απ` αυτή. Η αναγνωριστική αγωγή, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της έννομης σχέσεως, διακόπτει την παραγραφή της αξιώσεως μόνο όταν η διαγνωστέα έννομη σχέση ταυτίζεται με την πραγματική βάση της αξιώσεως, που αποτελεί το αντικείμενο της μη ασκηθείσης καταψηφιστικής αγωγής. Εξάλλου, ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, επαναλαμβάνοντας διάταξη του προϊσχύοντος δικαίου, ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή. Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαιτήσεως. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (βλ. ΑΠ 190/2008 ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, ο ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013). Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η ενάγουσα με την από 8-4-2008 και με αριθμό εκθέσεως …/2008 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, ισχυρίσθηκε ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσέφερε στην εναγομένη τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος υποδοχής πελατών από την 1-11-2000 μέχρι τις 8-1-2008, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε καταχρηστικά τη σύμβαση εργασίας της, για τον αναφερόμενο στην αγωγή λόγο εκδίκησης και χωρίς να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τις συλλογικές συμβάσεις πειθαρχική διαδικασία. Ενόψει αυτών, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της κατά τους μέχρι την καταγγελία όρους, με την απειλή εναντίον της χρηματικής ποινής, και να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 141/2009 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της ενάγουσας, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση. Το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα ακόλουθα: ” Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η υπό κρίση από 4-4-2008 και με αριθμό εκθέσεως …/8-4-2008 αγωγή, που άσκησε η ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία, όπως προελέχθη, ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 7-1-2008 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην επαναπρόσληψή της στη θέση, που κατείχε πριν από την απόλυσή της, επιδόθηκε στην τελευταία (εναγόμενη) στις 23-4-2008 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ξάνθης Β. Β. επί του σώματος του προσκομισθέντος από την εναγόμενη αντιγράφου της υπό κρίση αγωγής που επιδόθηκε σ’ αυτήν). Όμως, δοθέντος ότι η έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας από την εναγόμενη έλαβε χώρα στις 7-1-2008 (βλ. με επίκληση προσκομιζόμενη από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρία υπ’ αρ. …/77-1-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ξάνθης Β. Β.) και άρα η αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από την επομένη αυτής ημέρα δηλ. την 8-1-2008 και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του τελευταίου μηνάς δηλ. την 8-4-2008 (ΑΚ 243), προκύπτει ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά την παρέλευση της – κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας – τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας. Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθεί ότι η ενάγουσα, μολονότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της, όπως προελέχθη, έγινε από την εναγομένη εταιρεία, άσκησε πριν από την ένδικη αγωγή, τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/4-4-2008 όμοια, η οποία στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, όχι κατά της εναγομένης, αλλά κατά της εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, με την οποία η ενάγουσα είχε συνάψει αρχικώς την επίδικη σύμβαση εργασίας, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 8-4-2008 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ξάνθης Β. Β. επί του σώματος του προσκομισθέντος από την εναγομένη αντιγράφου της εν λόγω αγωγής), δηλαδή εντός της προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 6 § 1 εδ. α’ του ν. 3198/1955 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας. Όμως, ήδη από τις 23/4/2007 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας … το από 5-4-2007 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας, με το οποίο εγκρίθηκε η συγχώνευση της εταιρίας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.” και αριθμό μητρώου … δι’ απορροφήσεως από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” και αριθμό μητρώου … (βλ. προσκομιζόμενο από την εναγόμενη εταιρία υπ’ αρ. …-5-2007 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), οπότε – σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας – έπαψε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο η ως άνω εταιρία με το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.”, και συνεπώς δεν ηδύνατο να είναι η συγχωνευθείσα εταιρεία υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και να εναχθεί (ΑΠ 1043/2006 οπ.π.). Το γεγονός αυτό το γνώριζε η ενάγουσα καθόσον, όπως προελέχθη, στη σχετική καταγγελία, η οποία της κοινοποιήθηκε περίπου ένα έτος από τότε που έπαψε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο η “…ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”, αναγράφονταν η καταγγελία της σύμβασής της από τη νέα εταιρεία (δηλ. η εναγομένη) και όχι τη παλαιά (βλ. σχετική έγγραφη καταγγελία σύμβασης εργασίας). Επομένως, η ενάγουσα γνώριζε τον εργοδότη της, κατά του οποίου έπρεπε να στραφεί ευθύς εξ αρχής και εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των τριών μηνών. Η ενάγουσα, βέβαια, με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής παραιτήθηκε από την ως άνω προηγούμενη ασκηθείσα αγωγή. Εφόσον, όμως, κατά τα παραπάνω, η άνω ΑΕ με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”, έπαυσε υπάρχουσα από τις 23-4-2007, η άνω από 31-3- 2008 και με αριθμό …/4-4-2008 αγωγή υπήρξε ανυπόστατη, λόγω της έλλειψης διαδίκου, του ετέρου δηλαδή των υποκειμένων της δικονομικής έννομης σχέσης αφού στρεφόταν κατά ανυπάρκτου προσώπου ….. και ως εκ τούτου η ανωτέρω επίδοση της ανυπόστατης αγωγής δεν είναι νόμιμη και δεν δύναται να διακόψει το χρόνο παραγραφής. Περαιτέρω, εφόσον, η ένδικη αγωγή, δεν στρέφεται κατά του ίδιου εναγόμενου νομικού προσώπου, κατά του οποίου είχε ασκηθεί η προηγούμενη αγωγή, δεν μπορεί να θεωρηθεί……. ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 261,263 και 279 ΑΚ, η άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία διακόπηκε με την έγερση της προαναφερόμενης πρώτης αγωγής και ως εμπρόθεσμη την επανέγερση της αγωγής εντός εξαμήνου από την παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής…. διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων. Ωσαύτως, δεν μπορεί βάσιμα να γίνει λόγος για “ανάληψη και συνέχιση εκκρεμούς δίκης” από την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”,……. η οποία υπεισήλθε μεν στη θέση της εταιρίας με το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε”, όσον αφορά τη σύμβαση εργασίας με την ενάγουσα, ως οιονεί καθολική διάδοχός της, καθόσον η εν λόγω οιονεί καθολική διαδοχή, έλαβε χώρα πολύ πριν από την έγερση της πρώτης αγωγής (περίπου ένα έτος) και την κάταρξη της όλης δίκης. Επομένως, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, αφού δεν κοινοποιήθηκε εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας της ενάγουσας (άρθρο 6 παρ.1 του Ν.3198/1955) και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθά εφαρμόζοντας το νόμο, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που πρέπει μόνο να συμπληρωθεί. Επομένως, τα αντίστοιχα παράπονα της εκκαλούσας με τον μοναδικό λόγο εφέσεως που αναφέρεται στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα”. Ενόψει αυτών, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε: α) ότι με την καταχώριση στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών της εγκριτικής πράξης για την συγχώνευση, η απορροφούμενη εταιρεία παύει να υφίσταται ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και επομένως δεν νομιμοποιείται για την συνέχιση των δικών, διότι δεν έχει πλέον την ικανότητα του να είναι διάδικος, β) ότι αφού η άνω ΑΕ με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”, έπαυσε υπάρχουσα από τις 23-4-2007, η άνω από 31-3- 2008 και με αριθμό …/4-4-2008 αγωγή υπήρξε ανυπόστατη, λόγω της έλλειψης διαδίκου, του ετέρου δηλαδή των υποκειμένων της δικονομικής έννομης σχέσης αφού στρεφόταν κατά ανυπάρκτου προσώπου και ότι ως εκ τούτου η ανωτέρω επίδοση της ανυπόστατης αγωγής δεν μπορούσε να διακόψει το χρόνο παραγραφής, γ) ότι αφού η ένδικη αγωγή, δεν στρεφόταν κατά του ίδιου εναγόμενου νομικού προσώπου, κατά του οποίου είχε ασκηθεί η προηγούμενη αγωγή, η άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία δεν διακόπηκε και δ) ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, αφού δεν κοινοποιήθηκε εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας της ενάγουσας και συνεπώς ήταν ως απαράδεκτη, ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 6 § 1 ν. 3198/1955, 240, 241, 242 και 243, 261,263, 279 ΑΚ, άρθρο 75 του ν. 2190/1920, και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, ( και όχι από το άρθρο 559 αριθμό 13 ΚΠολΔ), όπως ορθά εκτιμάται, είναι αβάσιμος. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008,14/2005, 42/2002), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλματα που έγιναν κατά την έρευνα της αλήθειας ή όχι των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή τα σφάλματα αυτά αναφέρονται σε αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία καταστρώνεται η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν μπορεί να δημιουργηθεί όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών( Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1809/2008). Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη του δικαστικές αποφάσεις που επιλύουν νομικά ζητήματα, δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ (ΑΠ 1469/1988). Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 11 γ του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε ειδικότερα την δημοσιευμένη στο διαδίκτυο ετήσια οικονομική έκθεση της χρήσης 2008/2009 της αναιρεσίβλητης. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης ελέγχεται ως απαράδεκτος, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή και δεν προέβη σε έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, ώστε να στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 179 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22.01.2014 αίτηση περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 503/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης , διαδικασίας εργατικών διαφορών, Και
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ