Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Απόφαση 232 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Τόσο η παροχή ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, όσο και η παροχή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης αμείβεται κατά την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2874/2000 από της πρώτης ώρας με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, εφόσον το σύνολο των ως άνω ωρών υπερωριακής απασχόλησης δεν υπερβαίνει τις 120 ώρες ετησίως. Για τις πέραν των 120 ωρών ιδιόρρυθμης ή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976. Τέτοια διάταξη είναι εκείνη του εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 435/1976 που προβλέπει αμοιβή των πέραν των 120 ωρών νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης προσαυξημένη κατά 75%. Αντιθέτως στην περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου (δηλαδή το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο με προσαύξηση 150% επ’ αυτού) κατά την παρ.5 του ιδίου άρθρου 4 του ν. 2874/2000 (ΑΠ 671/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 101/2008). Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία για τις περιπτώσεις παράνομης υπερωριακής απασχόλησης ορίζει το ύψος της αποζημίωσης στο εν λόγω ποσοστό επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου, χωρίς πλέον να συνδέεται η ως άνω απαίτηση με αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως όριζε προηγουμένως η διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 435/1976, προκύπτει ότι μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 2874/2000 (από 1.4.2001), ο μισθωτός δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις σε περίπτωση παράνομης υπερωριακής του απασχόλησης, αλλά μόνο μία αξίωση αποζημίωσης, για τη θεμελίωση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 671/2016, ΑΠ 206/2009, ΑΠ 196/2008). [Σημειώνεται ότι τα ως άνω ποσοστά των προσαυξήσεων για την επαναφερθείσα υπερεργασία και την παράνομη υπερωριακή απασχόληση μειώθηκαν αρχικά με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 σε 25% και 100% αντίστοιχα και με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 σε 20% και 80% αντίστοιχα].
Αριθμός 232/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “… ΑΕ” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Πάσχο, που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Α. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/7/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/ΕΡ-ΔΙ/2005 μη οριστική και 19/ΕΡ-ΔΙ/2011οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 996/2016 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 7/2/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, όπως τα Σάββατα, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25 %), αν η συνολική απασχόληση του κατά τις ημέρες αυτές υπερβαίνει το συμβατικό όριο των 40 ωρών,
β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Με τον πρώτο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες και ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι τα μακρινά δρομολόγια που πραγματοποιούσε ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος από το έτος 2001 ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε δύο (2) εβδομαδιαίως, στη συνέχεια αντιφατικά και αυθαίρετα προσδιορίζει τον (συνολικό) αριθμό των ωρών απασχόλησης του αναιρεσίβλητου κατά μέσο όρο σε δέκα (10) ώρες ημερησίως επί καθημερινής βάσης και σε πενήντα (50) ώρες εβδομαδιαίως, ενώ με βάση τις ως άνω παραδοχές έπρεπε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η υπέρβαση του ωραρίου λάμβανε χώρα τις ημέρες που αυτός πραγματοποιούσε μακρινά δρομολόγια, ήτοι δύο φορές την εβδομάδα και όχι σε καθημερινή βάση. Περαιτέρω, με τον τρίτο, από τον αριθμό 19 (και όχι από τον αριθμό 13 που αφορά την κατανομή του βάρους απόδειξης) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, διότι ανεπιτρέπτως προσδιορίζει την υπέρβαση της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του αναιρεσίβλητου κατά μέσο όρο, ενώ λόγω της διαφορετικής φύσης της υπερωρίας (που κρίνεται από την υπέρβαση του νόμιμου ημερησίου ωραρίου) και της υπερεργασίας (που κρίνεται από την υπέρβαση του συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου), ο σχετικός προσδιορισμός έπρεπε να προσδιορισθεί επακριβώς ανά ημέρα και ανά εβδομάδα. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα ο πρώτος λόγος είναι αβάσιμος, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος πραγματοποιούσε υπέρβαση του ωραρίου του μόνο τις ημέρες που πραγματοποιούσε μακρινά δρομολόγια και ότι μόνο τις ημέρες αυτές η απασχόληση του διαρκούσε δύο ώρες πέραν του οκταώρου, ούτε ότι η πραγματοποίηση των μακρινών δρομολογίων (μετάβαση – επιστροφή) ολοκληρωνόταν σε μία εργάσιμη ημέρα, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα στον ως άνω αναιρετικό λόγο. Αντιθέτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη φύση της εργασίας του αναιρεσίβλητου οδηγού σε σχέση με τις ανάγκες και το αντικείμενο εμπορίας της αναιρεσείουσας, τους τόπους όπου μετέβαινε και τις αποστάσεις που διήνυε, δέχθηκε ότι από τις αρχές του 2001 (οπότε αρχίζει και η πυκνότητα των μακρινών δρομολογίων) ο αναιρεσίβλητος απασχολείτο τις εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο συνολικά δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα (50) ώρες εβδομαδιαίως και με βάση τις παραδοχές αυτές προέβη στον υπολογισμό της αμοιβής του για το διάστημα από 1.1.2001 έως 18.5.2004 για παρασχεθείσα υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωρία και παράνομη υπερωρία, οι δε παραδοχές του αυτές της προσβαλλομένης απόφασης είναι πλήρεις και σαφείς και στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της. Εξ άλλου είναι καθόλα επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών υπερεργασίας, ιδιόρρυθμης υπερωρίας και παράνομης υπερωρίας κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή τον μήνα, τόσο για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, όσο και για την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος που πλήττουν την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς την υπέρβαση του εβδομαδιαίου συμβατικού και του νομίμου ημερησίου ωραρίου απασχόλησης του αναιρεσίβλητου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ ορίζεται ότι με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απορρίψει την αγωγή εν όλω ή εν μέρει, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, τη δε απόφαση αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιο αυτής μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο, αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή ή το οικείο μέρος αυτής, όσο και ως προς την ένσταση. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ (ΑΠ 684/2014, ΑΠ 1710/2012, ΑΠ 979/2003). Πολλώ δε μάλλον ο ενάγων που, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττει την απορριπτική απόφασή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στο σύνολό της, δεν υποχρεούται να διαλάβει ειδικό παράπονο για την (μερική) παραδοχή της ένστασης, που άλλωστε συνιστά ισχυρισμό του εναγομένου καταλυτικό της ασκουμένης με την αγωγή αξίωσης. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 338 παρ. 1, 339, 240, 524 παρ. 1 και 529 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την επανεκτίμηση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εγγράφων που είχαν προσκομισθεί με επίκληση στην πρωτοβάθμια δίκη και είχαν εκτιμηθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απαιτείται να επαναπροσκομισθούν αυτά με επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη. Η βεβαίωση στην προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι αυτά είχαν προσκομισθεί και ληφθεί υπόψη από αυτό δεν αρκεί, ενώ από καμία διάταξη νόμου δεν θεωρείται ότι το έγγραφο που προσκομίσθηκε με επίκληση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο με το περιεχόμενο που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι είχε (ΑΠ 581/1975). Τέλος ανέλεγκτη αναιρετικά είναι η εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης για συμπλήρωση των αποδείξεων ή παροχή επεξηγήσεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 του ΚΠολΔ (ΑΠ 104/2012, ΑΠ 1612/2006, ΑΠ 714/1986).
Με τον δεύτερο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση εξόφλησης που αυτή προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με το αιτιολογικό ότι αυτή δεν αποδείχθηκε, ενήργησε στην προκειμένη περίπτωση εκτός των πλαισίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Και τούτο διότι, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την οριστική απόφασή του ότι δεν αποδείχθηκαν οι πραγματικές ώρες απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου για την επικαλουμένη από αυτόν υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωρία από τα προσκομισθέντα έγγραφα (ταχογράφους σε συνδυασμό με τα πορίσματα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης) και τις καταθέσεις των μαρτύρων και ότι για τις (τυχόν) επί πλέον ώρες απασχόλησης γινόταν ανά εβδομάδα υπολογισμός της οφειλομένης αμοιβής και καταβολή αυτής, όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες και αναγραφόμενες σε αυτήν από 28.2.2003, 31.1.2003, 31.3.2003, 30.4.2003, 30.6.2003, 30.5.2003, 29.8.2003, 31.7.2003, 31.10.2003, 30.9.2003, 30.11.2003, 30.12.2003, 30.1.2004, 28.2.2004, 31.3.2004 και 30.4.2004 αποδείξεις πληρωμής [16 τον αριθμό], με την ένδειξη “ώρες”, με τους λόγους της έφεσης ο εκκαλών – ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος δεν προσέβαλε ειδικά την κρίση της εκκαλουμένης απόφασης ως προς την πληρωμή των ωρών της πέραν του ωραρίου απασχόλησής του, με συνέπεια, ακυρώνοντας με την προσβαλλομένη απόφασή του τις πιο πάνω παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να ενεργήσει πέραν του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Επί πλέον δε και παρά το γεγονός ότι πράγματι οι αποδείξεις αυτές δεν προσκομίσθηκαν από την εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε σε αναιρετική πλημμέλεια, μη λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι στην εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχε βεβαιωθεί η προσκομιδή των ανωτέρω εξοφλητικών αποδείξεων και το γεγονός της εξ αυτών προκύπτουσας εξόφλησης, σε κάθε δε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διερευνηθεί το ύψος των πληρωμών προς τον εκκαλούντα – ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης που επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας του αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ο ενάγων – εκκαλών και ήδη αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος με τον δεύτερο λόγο έφεσης κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τόσο ως προς την κρίση του περί μη διενέργειας επί πλέον του ωραρίου του εργασίας, όσο και ως προς την κρίση του περί πληρωμής των όσων επί πλέον ωρών εργασίας αυτός απασχολήθηκε (βλ. σελ 4 υπό στοιχείο 1 εφετηρίου), παραπονέθηκε (μεταξύ άλλων) για την απόρριψη της αγωγής του κατά το κεφάλαιο καταβολής αμοιβής για την παρασχεθείσα από αυτόν πέραν του ωραρίου του απασχόληση και ζήτησε με την έφεση την παραδοχή της αγωγής στο σύνολό της. Επομένως με τον ανωτέρω λόγο έφεσης μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο, ως ενιαίο και αδιαίρετο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό, όσο και η κατ` αυτής ένσταση εξόφλησης, αφού μάλιστα ρητώς ο εκκαλών παραπονέθηκε για την κρίση της εκκαλουμένης απόφασης περί πληρωμής των πιο πάνω υπερωριών. Έτσι, το Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του την ένσταση αυτή, που νομότυπα μεταβιβάστηκε σε αυτό με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και αποτέλεσε μέρος του αντικειμένου της ενώπιόν του αχθείσας δίκης, για το οποίο, όπως είχε υποχρέωση, αποφάνθηκε, απορρίπτοντας αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν ενήργησε πέραν του πλαισίου του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης κατά το εν λόγω σκέλος του είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο αληθώς από τον αριθμό 11 εδ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης κατά το έτερο σκέλος του, για εσφαλμένη μη λήψη υπόψη των εξοφλητικών αυτών αποδείξεων με το περιεχόμενο που είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι κατά τα προεκτεθέντα αβάσιμος, εφόσον αυτές δεν προσκομίσθηκαν στη δευτεροβάθμια δίκη. Ο ίδιος λόγος, εάν εκτιμηθεί ότι περιέχει και αιτίαση περί της παρά το νόμο παράλειψης της προσβαλλομένης απόφασης να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθούν αυτές ή και νέες αποδείξεις για τη βασιμότητα των ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτος. Τέλος ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που πλήττει την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς την υπέρβαση του εβδομαδιαίου συμβατικού και του νομίμου ημερησίου ωραρίου απασχόλησης του αναιρεσίβλητου και ως προς την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης “ή δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά” με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι’ αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 273/1011, ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007). Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 338 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να επέλθει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με την περί αποδείξεως απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση με το Ν. 2915/2001 της παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεως απόφασης, με συνέπεια ο από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, που αφορά την εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης (άρθ. 338 παρ.1 του ΚΠολΔ) να μην ιδρύεται, όταν δεν έχει εκδοθεί παρεμπίπτουσα (προδικαστική) περί αποδείξεως απόφαση, γιατί η κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης γίνεται με την προδικαστική απόφαση (ΑΠ 699/2012). Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Επομένως η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων για τη γέννηση της επίδικης έννομης συνέπειας, ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 13 του άρθρο 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 791/2017, ΑΠ 493/2015, ΑΠ 606/2015, ΑΠ 122/2014, ΑΠ 1254/2010). Ο αναιρετικός δηλαδή αυτός λόγος προϋποθέτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει, οπότε ελέγχεται αναιρετικά η τυχόν εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή αν ο αμφίβολος ισχυρισμός ορθά κρίθηκε ως βάσιμος ή αβάσιμος (ΑΠ 1596/2014). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα), να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Ειδικότερα οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009). Δεν επηρεάζει όμως τη λήψη αυτών το γεγονός της τυχόν εσφαλμένης αναγραφής του ονόματος του μάρτυρος που κατέθεσε ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, εφόσον από την απόφαση προκύπτει η λήψη υπ’ όψη της συγκεκριμένης ένορκης βεβαίωσης. Τέλος ο από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης περί παραβίασης από το δικαστήριο της ουσίας των διατάξεων σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας στο πλαίσιο της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθ. 340 του ΚΠολΔ) κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του εκτίμησε ως περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστα ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 593/2014, ΑΠ 479/2010). Κατά συνέπεια από την ως άνω διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων του άρθρου 110 του ΚΠολΔ. Ούτε το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να εκθέσει στην απόφαση τους λόγους της διαφορετικής του εκτίμησής (ΑΠ 865/2017), διότι τότε υπό την επίφαση της συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) και κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος. Τέλος το προβλεπόμενο με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Β.Δ/τος της 28.1/4.2.1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος 93/1986 (ΦΕΚ Α 33) βιβλίο δρομολογίων, με το οποίο είναι υποχρεωμένοι οι ιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων να εφοδιάσουν τους οδηγούς των και το οποίο οι τελευταίοι οφείλουν να συμπληρώνουν πριν από κάθε εκκίνηση από την αφετηρία ή μετάβαση στο τόπο προορισμού ή επιστροφής με τα αναγραφόμενα στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ως άνω Β. Δ/τος στοιχεία (ώρα εκκίνησης, άφιξης, είδος φορτίου, τόπος προορισμού), εξομοιώνεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 444 εδ. 1 του ΚΠολΔ, με ιδιωτικό έγγραφο και αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 448 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, πλήρη απόδειξη για όσα γεγονότα και πράγματα αναγράφει, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη κατά της αλήθειας των σχετικών εγγραφών (σχετ. ΑΠ 405/2007 ΑΠ 1122/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες: α) ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων δέχθηκε (εν μέρει) τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου περί υπέρβασης του ωραρίου εργασίας του και συνακόλουθα οφειλής αμοιβής, οι οποίοι δεν αποδείχθηκαν, αφού στηρίχθηκε αποκλειστικά στις προσκομισθείσες από αυτόν ένορκες βεβαιώσεις και δεν έλαβε υπόψη τις προσκομισθείσες από αυτήν περί του αντιθέτου ένορκες βεβαιώσεις, ως και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως τα δελτία δρομολογίων, από τα οποία προέκυπτε το αντίθετο, διαλαμβάνοντας στον αναιρετικό λόγο τις απόψεις της επί συγκεκριμένων περιπτώσεων, με συνέπεια να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, β) δέχθηκε ως αληθή την κατάθεση του μάρτυρα Κ. Κ. με βάση την αρχική με αριθ. …/13.10.2005 ένορκη βεβαίωση αυτού, όπου μάλιστα στην προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται ως Γ. Α. (το ονοματεπώνυμο του αναιρεσίβλητου), της οποίας το περιεχόμενο αναίρεσε αυτός ουσιαστικά κατά ένα μέρος με μεταγενέστερη ένορκή του βεβαίωση, σε κάθε δε περίπτωση από την κατάθεσή του αυτή δεν προέκυπτε η βασιμότητα των ισχυρισμών του αναιρεσίβλητου, αφού το περιεχόμενό της για τη διενέργεια μακρινών δρομολογίων από τον αναιρεσίβλητο αντικρούεται από το περιεχόμενο των ταχογράφων και των ημερήσιων δελτίων δρομολογίων, με συνέπεια να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ. 10 και 11, γ) παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 445 και 448 του ΚΠολΔ σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ιδίως των επαγγελματικών βιβλίων όπως είναι οι εγγραφές στο προβλεπόμενο από το νόμο βιβλίο δρομολογίων, ενώ δεν αιτιολογεί γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη οι αντίθετες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, με συνέπεια να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ. 1, 11 και 13 του ΚΠολΔ και δ) δέχθηκε τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, που αφορούσαν την από αυτόν παροχή υπερεργασίας, παράνομης υπερωρίας κλπ, χωρίς να προσκομισθούν προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, ενώ επιχειρηματολογεί στον λόγο αυτό ως προς τις ενδεικτικά αναγραφόμενες σε αυτόν συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες με βάση τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας αποδεικνύεται η μη παροχή εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου του αναιρεσίβλητου, με συνέπεια αυτή να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 10, 12 και 13 του ΚΠολΔ. Με βάση τα προεκτεθέντα και τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν ιδρύονται λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 10 και 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι: α) ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος προϋποθέτει παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και δεν ιδρύεται επί παραβίασης κανόνα του δικονομικού δικαίου, ως οι επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 445 και 448 του ΚΠολΔ, β) εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη του κατά την προσβαλλομένη απόφαση τα αναγραφόμενα σε αυτήν αποδεικτικά μέσα (τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων, την με αριθ. …/2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τις με αριθ. … και …/2005 ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε με επίκληση ο ενάγων, που λήφθηκαν μετά προηγουμένη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, τις με αριθ. …, … και …/2005 ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε με επίκληση η εναγομένη, που λήφθηκαν μετά προηγουμένη νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν, ακόμη και όσα δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου) δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης και γ) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν δέχθηκε ότι, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει ως προς την απασχόληση του ενάγοντος πέραν του ωραρίου του και παρά ταύτα δέχθηκε την αγωγή αυτού ως ουσιαστικά βάσιμη, οπότε και μόνο θα ελεγχόταν αναιρετικά στο πλαίσιο του αριθμού 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή ότι ο ως άνω αμφίβολος ισχυρισμός εσφαλμένα κρίθηκε ως βάσιμος κατ’ ουσία. Περαιτέρω κατά το μέρος μεν που με τον ανωτέρω από τον αριθμό 11 περ, γ του ΚΠολΔ λόγο προβάλλεται η αιτίαση της μη λήψης υπ’ όψη αποδεικτικών μέσων που με επίκληση προσκομίσθηκαν προς ανταπόδειξη είτε από την αναιρεσείουσα, είτε από τον αναιρεσίβλητο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, με βάση τις ως άνω (υπό στοιχείο α) παραδοχές της προσβαλλομένης, όλα τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπ’ όψη. Κατά το μέρος δε που επίσης με αυτόν πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση της αξιοπιστίας ισοδυνάμων κατά νόμο αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο της ουσίας, ο ανωτέρω λόγος είναι απαράδεκτος. Σημειώνεται ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την κατά τα άνω διαφορετική του εκτίμηση. Ούτε επηρεάζει το γεγονός ότι από προφανή παραδρομή στην προσβαλλομένη απόφαση αναγράφηκαν εσφαλμένως τα στοιχεία του μάρτυρα που έδωσε την με αριθμό …/2005 ένορκη βεβαίωση, αφού η συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση είναι εκείνη που λήφθηκε υπ’ όψη από το δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου, κατά το μέρος που με τον λόγο αυτόν προβάλλεται η από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτίαση της παράβασης των ορισμών του νόμου σχετικά με την δύναμη των εγγραφών στο βιβλίο δρομολογίων που τηρούσε ο αναιρεσίβλητος οδηγός, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται οι σχετικές εγγραφές. Τέλος, ο ίδιος λόγος, κατά το τελευταίο σκέλος του, με τον οποίο πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης ως κατ’ ουσία εσφαλμένη, για τους διαλαμβανόμενους λόγους και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που ενδεικτικά αναφέρονται στον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης. Ζήτημα καταδίκης της αναιρεσείουσας στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας της, δεν γεννάται στην προκειμένη περίπτωση, διότι ο αναιρεσίβλητος λόγω της απουσίας του στην αναιρετική δίκη δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7.2.2017 και με αριθ. κατάθ. …/2017 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 996/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ