Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Απόφαση 524 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία, που θεωρείται έγκυρη εάν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση.
Σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση αυτής ο παραλήπτης-εργαζόμενος κατά το άρθρο 167 Α.Κ.
Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης.
Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ’ αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας ( ΑΠ 65/2012 ).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σχέσης.
Η προθεσμία αυτή είναι αποσβεστική, διότι, όταν παρέλθει άπρακτη, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής από τον μισθωτό της καταγγελίας για ακυρότητα (άρθρο 279 ΑΚ), λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 280 ΑΚ) και αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτών, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008).
Η μη κοινοποίηση της αγωγής για την ακυρότητα της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτήν ουσιαστικές αξιώσεις, όπως την αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας ή απασχόλησης του μισθωτού.
Επομένως, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη και η σχετική από την ακυρότητα αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη, ο δε εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 1387/2015, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006).
Αφετηρία της ως άνω προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος λύσης της εργασιακής σύμβασης, που επέρχεται με την καταγγελία. Δηλαδή, αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και περιήλθε αυτή στον μισθωτό ( άρθρο 241 του ΑΚ ) και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, αν δε αυτή είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), με την παρέλευση ολόκληρης της επόμενης εργάσιμης ημέρας, σύμφωνα με τα άρθρα 242 και 243 εδ. β του ΑΚ (ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 1387/2015, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008, 1938/2007).
Αν δε η καταγγελία έγινε μετά προειδοποίηση, η λύση της εργασιακής σύμβασης επέρχεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο της προθεσμίας προειδοποίησης ( ΑΠ 65/2012 ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 59,281, 288, 648, 652, 914, 932 του ΑΚ, προκύπτει, ότι αν η μονομερής βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της υπαλληλικής σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 7 εδάφιο α’ του ν.2112/1920, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο εργοδότη, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την βλαπτική αυτή μεταβολή και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση (ΑΠ 746/2010).
Από τον συνδυασμό των άρθρων 349, 350 και 656 Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργοδότης, αν καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και υποχρεούται να καταβάλει στον τελευταίο τις αποδοχές υπερημερίας εωσότου άρει την υπερημερία το. Στην περίπτωση αυτή , ο μισθωτός δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικαστεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον. Επομένως, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας και για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα και έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή της (ΑΠ 752/2007 και ΑΠ 597/2006).
ΑΠ 524/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Κωνσταντίνο Πιτταρά – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” που εδρεύει στον …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σταυρούλη, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Κ. του Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αθανασιάδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16551/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1218/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 13/6/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 13.06.10.2017 αίτηση προσβάλλεται η 1218/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την προσβαλλομένη συνεκδικάστηκαν αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 16551/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, έγινε δεκτή η έφεση της εναγομένης και τώρα αναιρεσείουσας, εξαφανίστηκε η ως άνω πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, έγινε εν μέρει δεκτή η αναφερόμενη κατωτέρω αγωγή της αναιρεσίβλητης με αντικείμενο αξιώσεις από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Η αίτηση στρέφεται κατ’ απόφασης δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της οποίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβάλλεται, επίδοση (άρθρα 552, 553 παρ. 1, 556 παρ. 1 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ ). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι λόγοι που περιέχονται σ’ αυτήν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους ( άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του ν. 3198/1955συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία, που θεωρείται έγκυρη εάν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση αυτής ο παραλήπτης-εργαζόμενος κατά το άρθρο 167 Α.Κ. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ’ αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας ( ΑΠ 65/2012 ). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σχέσης. Η προθεσμία αυτή είναι αποσβεστική, διότι, όταν παρέλθει άπρακτη, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής από τον μισθωτό της καταγγελίας για ακυρότητα (άρθρο 279 ΑΚ), λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 280 ΑΚ) και αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτών, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008).
Η μη κοινοποίηση της αγωγής για την ακυρότητα της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτήν ουσιαστικές αξιώσεις, όπως την αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας ή απασχόλησης του μισθωτού.
Επομένως, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη και η σχετική από την ακυρότητα αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη, ο δε εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 1387/2015, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Αφετηρία της ως άνω προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος λύσης της εργασιακής σύμβασης, που επέρχεται με την καταγγελία. Δηλαδή, αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και περιήλθε αυτή στον μισθωτό ( άρθρο 241 του ΑΚ ) και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, αν δε αυτή είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), με την παρέλευση ολόκληρης της επόμενης εργάσιμης ημέρας, σύμφωνα με τα άρθρα 242 και 243 εδ. β του ΑΚ (ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 1387/2015, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008, 1938/2007).
Αν δε η καταγγελία έγινε μετά προειδοποίηση, η λύση της εργασιακής σύμβασης επέρχεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο της προθεσμίας προειδοποίησης ( ΑΠ 65/2012 ).
Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης (ΑΠ 217/2005). Ο λόγος αυτός αναφέρεται αποκλειστικά σε εκπτώσεις, ακυρότητες και δικαιώματα από το δικονομικό, αποκλειστικά, δίκαιο (Ολ. ΑΠ 2/01, ΑΠ 12/2000, ΑΠ 2001/2009). Δικονομικές ακυρότητες είναι όσες αποτελούν νόμιμες κυρώσεις, που απαγγέλλονται για παράβαση διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 373/2004), δηλαδή οι ακυρότητες κατά την έννοια των άρθρων 159-161 ΚΠολΔ (ΑΠ 17/2000). Μέσω του ως άνω λόγου ελέγχεται, πλην άλλων, η ποσοτική αοριστία της αγωγής, της ένστασης ή της αντέντασης (ΑΠ 443/2011, ΑΠ 480/2010, βλ. και Ολ. ΑΠ 112/2008, ΑΠ 20/2005, ΑΠ 18/1998). Eξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς.
Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, μολονότι συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού ( Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ίδιου δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 §3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 2102/2014).
Ως αιτιολογίες στην ανωτέρω διάταξη νοούνται μόνον οι ουσιαστικές παραδοχές στα αποδεικνυόμενα ή μη πραγματικά γεγονότα, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του ουσιαστικού νόμου και όχι αυτές που αφορούν ανεπάρκεια ή αντίφαση ως προς την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων (ΑΠ 120/2016 , 1711/2014, 1680/2008, 493/2007). Επομένως, ο ανωτέρω λόγος προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και τη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ή τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, αόριστο ή μη νόμιμο ή για άλλον τυπικό λόγο ( Ολ.ΑΠ 3/1997, Ολομ.ΑΠ 44/1990, ΑΠ 1371/2005 ). Δεν υπάρχει πάντως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 1/1999, ΑΠ 11/2104). Οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι, αν υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους, πλήττεται η μη ελεγχόμενη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/1995 και Α.Π. 384/2017 , ΑΠ 600/2016 ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης μέμφεται το Εφετείο ότι, παρά τον νόμο, απέρριψε την ένστασή της περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω ασκήσεως αυτής μετά την παρέλευση της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, ένσταση την οποία είχε προβάλει πρωτοδίκως και είχε επαναφέρει στον δεύτερο βαθμό με σχετικό λόγο έφεσης , υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ. Η αιτίαση ωστόσο αυτή είναι απαράδεκτη, διότι ο ανωτέρω από το άρθρο 559 αριθμ.14 λόγος ιδρύεται για απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, η μη κοινοποίηση στον εργοδότη της αγωγής για την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μέσα στην οριζόμενη από τον νόμο τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται συναφώς α) με τον δεύτερο λόγο την ένδικης αίτησης, ότι το Εφετείο, ενώ διαπίστωσε εμμέσως ασάφεια στην μονομερή απευθυντέα δήλωσή της προς την ενάγουσα, με την οποία κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, ως προς το αν πρόκειται για καταγγελία με προθεσμία ή χωρίς προθεσμία, παρέλειψε να προσφύγει για την ερμηνεία της στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ και β) με τον ένατο λόγο , ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε επί της ουσίας την πιο πάνω περί απαραδέκτου της αγωγής ένστασή της , αφού, όπως περαιτέρω ισχυρίζεται, η ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεσή της να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας εκδηλώθηκε στις 28.5.2013 και έγινε γνωστή στην αναιρεσίβλητη στις 31.5.2013, ημερομηνία που ( κατ’ αυτήν ) αποτελεί αφετηρία για την έναρξη της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, και έτσι υπέπεσε και στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, απέρριψε ως αβάσιμη την προαναφερόμενη ένσταση, αφού δέχθηκε τα ακόλουθα: ” … η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασής της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, για μισθούς υπερημερίας από την επομένη της άκυρης καταγγελίας, ήτοι από 3-6-2013….. Η εναγομένη επέδωσε στην ενάγουσα στις 31-5-2013 εξώδικη δήλωση … με τη οποία την καλούσε να μεταβεί στις 3-6-2013 στο γραφείο του πληρεξουσίου της Δικηγόρου, προκειμένου να υπογράψει την από 3-6-2013 καταγγελία της σύμβασής της και να της καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης, της δήλωνε, δηλαδή, με σαφήνεια την πρόθεσή της να καταγγείλει στις 3-6-2013 την σύμβαση εργασίας της. Η επίδοση συντελέστηκε με την θυροκόλλησή της δήλωσης στις 31-5-2013, κατά τις επιταγές των άρθρων 128 παρ. 4 και 136 παρ. 2 ΚΠολΔ .
Συνεπώς η, εκ μέρους της εναγομένης, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, που τη συνέδεε με την ενάγουσα, η οποία έγινε με την επίδοση του από 31-5-2013 εγγράφου, με προειδοποίηση, για λύση του υφιστάμενου συμβατικού δεσμού την 3-6-2013, επέφερε τη διαπλαστική της ενέργεια, αμέσως μόλις παρήλθε η εν λόγω ημερομηνία (βλ. σχετ. και ΑΠ 397/2017 σε ΤρΝομΠλ Νόμος) .Πριν από την ημερομηνία αυτή δεν υπήρξε κάποιο περιστατικό, από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί μεταβολή της βουλήσεως της εναγομένης. Αντίθετα, η τελευταία εκδήλωσε επιμονή, ως προς την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, με το να ζητήσει από την ενάγουσα, την 3-6-2013, να προσέλθει στο δικηγορικό γραφείο του πληρεξούσιου δικηγόρου της, αφενός για να της επιδοθεί η καταγγελία και αφετέρου να της καταβληθεί προσηκόντως η αποζημίωση απόλυσης. Η εν λόγω προθεσμία συμπληρώθηκε στις 4-9-2013, (άρθρα 242, 243 παρ. 2 ΑΚ), ενώ η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε την 4-9-2013, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη … …/4-9-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Η. Σ.. Επομένως, η αγωγή επιδόθηκε την τελευταία ημέρα συμπλήρωσης της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας . Κρίνοντας έτσι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε τις καθιερώνουσες ουσιαστικό απαράδεκτο διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, τις σχετικές με τις προθεσμίες, διότι σύμφωνα ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 243 εδ. β’ ΑΚ, η προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες, όπως στην προκειμένη περίπτωση, λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα, που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, δηλαδή, εν προκειμένω την 4-6- 2013 “. Έτσι που έκρινε το Εφετείο σχετικά με την προαναφερόμενη ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις εφαρμοστέες εδώ ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του ν. 2112/ 1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του ν. 3198/1955 και ιδίως εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, αφού, κατά τις μη ελεγχόμενες αναιρετικά ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, η επίδικη σύμβαση εργασίας λύθηκε στις 3.6.2013, οπότε παρήλθε η προθεσμία προειδοποίησης που είχε θέσει η αναιρεσείουσα με την προαναφερόμενη από 31.5.2013 εξώδικη δήλωσή της και άρχισε η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 , η δε κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις 4.9.2013, την τελευταία δηλαδή ημέρα της προθεσμίας αυτής . Διέλαβε δε το Δικαστήριο της ουσίας στην ως άνω απόφασή του ως προς το αβάσιμο της παραπάνω ένστασης σαφείς , πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες εφήρμοσε, και τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση της δίκης. Δεν διαφαίνεται δε στο σκεπτικό της απόφασης ότι διαπίστωσε το Εφετείο έμμεσα κάποια αμφιβολία ή κενό όσον αφορά την έννοια της από 31-5-2013 εξώδικης δήλωσης της αναιρεσείουσας, με την οποία, κατά τις μη ελεγχόμενες επίσης αναιρετικά παραδοχές της, η αναιρεσείουσα καλούσε την αναιρεσίβλητη-ενάγουσα να μεταβεί στις 3-6-2013 στο γραφείο του πληρεξουσίου της Δικηγόρου, προκειμένου να υπογράψει την από 3-6-2013 καταγγελία της σύμβασής της και να της καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης και με την οποία , κατά τις ίδιες παραδοχές, της δήλωνε με σαφήνεια την πρόθεσή της να καταγγείλει στις 3-6-2013 την σύμβαση εργασίας της, ώστε να ανακύπτει ανάγκη εφαρμογής των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. Ενόψει τούτων, οι ανωτέρω από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 λόγοι αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους, πλήττουν την μη ελεγχόμενη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας ως προς το προαναφερόμενο ζήτημα, είναι απορριπτέοι σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Η νοµική αοριστία της αγωγής συνδέεται µε τη νοµική εκτίµηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί δε παράβαση που ελέγχεται µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από τον νόµο προς θεµελίωση του ασκούμενου δικαιώµατος για να κρίνει νόµιµη την αγωγή ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, όµως, του δικογράφου της αγωγής µπορεί να µην είναι νοµική αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο δεν αναφέρονται µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτηµα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόµου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεµελιώνουν την εφαρµογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση ελέγχεται µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 1561/2011 ). Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα , που δεν εκτίθενται σε αυτήν, ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 86/2016). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισµένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117- 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεµελιώνουν σύµφωνα µε τον νόµο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγοµένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς και γ) ορισµένο αίτηµα. Ειδικότερα, στοιχεία της αγωγής του απασχολούμενου µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου µισθωτού, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από μέρους του εργοδότη της εργασίας, την οποία πραγματικά και με τον προσήκοντα τρόπο του προσέφερε ο μισθωτός ( ΑΠ 606/2017 ), ενώ για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών, που οφείλονται από έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, είναι ο χρόνος της κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι της συγκεκριμένης παροχής και ο χρόνος, για τον οποίο αυτή οφείλεται (ΑΠ 2016/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση , για τον έλεγχο της βασιμότητας του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ), του δικογράφου της ένδικης από 30.8.2013 αγωγής, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη με την αγωγή αυτή , αφού επικαλέστηκε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την οποία συνήψε με την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα στις 6.10.2004 και με βάση την οποία προσέφερε έκτοτε στην επιχείρηση της τελευταίας τις υπηρεσίες της ως επιθεωρήτρια πωλήσεων, αμειβόμενη με βάση την αναφερόμενη ΣΣΕ, ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι στις 30.3.2008 εκλέχθηκε μέλος της διοίκησης του σωματείου με την επωνυμία ” Ένωση Περιοδευόντων Πωλητών Βορείου Ελλάδος” , ότι μετά απ’ αυτά η εναγομένη επιχείρησε κατ’ επανάληψη να λύσει τη σύμβαση με καταγγελία αλλά οι προσπάθειές της δεν τελεσφόρησαν, για τον λόγο δε αυτόν στις 31.1.2009 μετέβαλε μονομερώς τους όρους της εργασιακής σχέσης, υποβιβάζοντας αυτήν από επιθεωρήτρια καταστημάτων Α’ διανομής σε Επιθεωρήτρια σε μικρά συνοικιακά καταστήματα και έπαυσε να της καταβάλλει τις περιγραφόμενες πρόσθετες παροχές , ότι η ίδια απέκρουσε τη μεταβολή αυτή, εμμένοντας στους αρχικούς όρους της σύμβασης , ότι η εναγομένη στις 3.6.2013 , επειδή στο μεταξύ έληξε η προστασία της ως συνδικαλίστριας, κατήγγειλε τη σύμβαση και την απέλυσε και ότι η καταγγελία είναι άκυρη, διότι έγινε από λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπό της και ένεκα των μεταξύ τους διενέξεων.
Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως εκτέθηκε συνοπτικά, η ενάγουσα ζήτησε – μεταξύ των άλλων – να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω καταγγελίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη να την απασχολήσει ξανά στη θέση που εργαζόταν πριν από την βλαπτική μεταβολή. Επίσης ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει, εκτός των άλλων : α) τους μισθούς υπερημερίας των μηνών από την καταγγελία μέχρι την άσκηση της αγωγής ( Ιουνίου , Ιουλίου και Αυγούστου 2013 ) και όλους τους μελλοντικούς μισθούς για όσο διάστημα η εργασιακή της σχέση θα παρέμενε ενεργής και ισχυρή, β)τις δαπάνες ( για μίσθωση και συντήρηση αυτοκινήτου (βενζίνη , διόδια κλπ ), συνολικού ποσού ( σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή είκοσι αναλυτικά εξοδολόγια) 3.051,57 ευρώ , στις οποίες υποβλήθηκε στα πλαίσια της απασχόλησής της από 20.9.2008 έως 31.3.2009 και τις οποίες είχε συμφωνηθεί να καλύπτει η εναγομένη ύστερα από την κατάθεση σ’ αυτήν των σχετικών τιμολογίων-αποδείξεων (εξοδολογίων) και γ) το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την περιγραφόμενη προσβλητική και απαξιωτική για το πρόσωπό της συμπεριφορά της εναγομένης. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο, η αγωγή διαλαμβάνει τα κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, δηλαδή τα γεγονότα που απαιτούνται για τη θεμελίωση , μεταξύ άλλων , και της διωκόμενης ως άνω αξίωσης απόδοσης των δαπανών , στις οποίες φέρεται ότι υποβλήθηκε η ενάγουσα κατά το επίδικο διάστημα, τον χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, τον μισθό της ενάγουσας, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, την ειδικότερη συμφωνία για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών της ενάγουσας από την εναγομένη , το ύψος των δαπανών αυτών και το χρονικό διάστημα για το οποίο αυτές οφείλονται. Επομένως , ορθά το Εφετείο έκρινε ότι το ως άνω αγωγικό κονδύλιο ήταν ορισμένο και νόμιμο και το ερεύνησε περαιτέρω στην ουσία, απορρίπτοντας σιωπηρά τον περί αοριστίας αυτού ισχυρισμό της εναγομένης, τον οποία η τελευταία είχε προβάλει στον πρώτο βαθμό και είχε επαναφέρει στο Εφετείο με λόγο έφεσης, και συνακόλουθα δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ , ο περί του αντιθέτου δε τρίτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙV. Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη την αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, διότι, όπως ισχυρίζεται , με αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε ότι η αγωγή κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας και τώρα αναιρεσίβλητης, είναι ορισμένη , ενώ αντίθετα ως προς το αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της είναι αόριστη , καθιστώντας έτσι αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός ( ανεξαρτήτως του ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για αντιφατικές αιτιολογίες, αφού πρόκειται για την κρισιολόγηση διαφορετικών αυτοτελών αξιώσεων, στηριζόμενων σε διαφορετικά περιστατικά ) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος , διότι , όπως ήδη εκτέθηκε στην πιο πάνω με στοιχ. ΙΙ σκέψη της παρούσας , ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και τη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ή τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο , αόριστο ή μη νόμιμο ή για άλλον τυπικό λόγο, ως αιτιολογίες δε κατά την εν λόγω διάταξη νοούνται μόνον οι ουσιαστικές παραδοχές στα αποδεικνυόμενα ή μη πραγματικά γεγονότα, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του ουσιαστικού νόμου.
V. Κατά το άρθρο 671 παρ.1 ΚΠολΔ, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής και της έφεσης, το δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο, αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται κλήση των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι μαρτυρίες τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες. Μαρτυρία που δόθηκε με άλλον τρόπο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις, έστω και αν τηρήθηκε γι` αυτές ο τύπος του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Ολ ΑΠ 8/1987). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, όπως είναι και οι βεβαιώσεις τρίτων μαρτύρων που έγιναν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (σχετ. ΑΠ 145/2014, 394/2012,1076/2010, 667/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.11 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο , παρά τον νόμο , έλαβε υπόψη τις από 22.10.2008 υπεύθυνες δηλώσεις ( άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ) των Κ. Ρ. και Α. Β. , χωρίς να διευκρινίζεται σ’ αυτήν και να αιτιολογείται, αν οι δηλώσεις αυτές έγιναν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στην συγκεκριμένη δίκη. Στην προσβαλλόμενη απόφαση , που – όπως προαναφέρθηκε – εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αναφέρεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη μία άλλη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ( από 18.5.2015 της Μ. Π. ) καθόσον κατά την κρίση του Εφετείου, έγινε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην ορισμένη μεταξύ διαδίκων πολιτική δίκη, ενώ για τις ως άνω δύο υπεύθυνες δηλώσεις δεν γίνεται τέτοια αναφορά. Επομένως, αφού από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης δεν προκύπτει ότι οι ανωτέρω δύο υπεύθυνες δηλώσεις περιέχουν βεβαιώσεις τρίτων που συντάχθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη ως αποδεικτικά μέσα, οι δηλώσεις αυτές, ως άκυρα απλώς αποδεικτικά μέσα (μαρτυρίες) όχι δε και ανυπόστατα (ΑΠ 394/2012), δεν ήταν ανεπίτρεπτο να χρησιμοποιηθούν στη δίκη ενώπιον του Εφετείου και συνεπώς ο ως άνω αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 59,281, 288, 648, 652, 914, 932 του ΑΚ, προκύπτει, ότι αν η μονομερής βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της υπαλληλικής σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 7 εδάφιο α’ του ν.2112/1920, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο εργοδότη, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την βλαπτική αυτή μεταβολή και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση (ΑΠ 746/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου του σχετικού αναιρετικού λόγου ( άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ ), ως προς την ουσία της υπόθεσης, κατά το μέρος που αφορά την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας λόγω ηθικής βλάβης, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα : ” Η εναγομένη είναι εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εμπορία, εισαγωγή και εξαγωγή καλλυντικών προϊόντων, τα οποία διαθέτει και στην ελληνική αγορά, δραστηριοποιούμενη με δυνατή παρουσία κυρίως με τα εμπορικά σήματα – μεγάλου ποσοστού αναγνωρισιμότητας -“…”, “…”, “…”, “…”, όπως και άλλα, απασχολεί δε, για το σκοπό αυτό, προσωπικό άνω των 500 ατόμων. Η εταιρία διαθέτει δική της μονάδα παραγωγής στο … Αττικής και ένα εκτεταμένο δίκτυο πώλησης των προϊόντων της σε συγκεκριμένα σημεία – πολυκαταστήματα, που διαθέτουν στο κοινό, μία ευρεία, στην Ελλάδα, ποικιλία επώνυμων ειδών, αλλά και σε μικρότερα συνοικιακά καταστήματα καλλυντικών και σε κομμωτήρια. Την 6-10-2004, η εναγομένη προσέλαβε την ενάγουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους (οκτάωρης) απασχολήσεως, για να παρέχει τις υπηρεσίες της, ως επιθεωρήτρια πωλήσεων, με συμβατικές αποδοχές, καθοριζόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ περιοδευόντων πωλητών. Τα κύρια καθήκοντα της ενάγουσας συνίσταντο στην περιοδική επίβλεψη των αισθητικών – υπαλλήλων της εναγομένης εταιρίας, για την ορθή παρουσίαση της φιλοσοφίας και των αξιών των πωλούμενων προϊόντων, με τα εμπορικά σήματα “…”, “…”, “…” και την προβολή και προώθηση του concept των εταιρειών αυτών στην αγορά και στα σημεία πώλησής των. Πιο συγκεκριμένα της ανατέθηκε η εργασία να ελέγχει την παρουσία των αισθητικών των ως άνω εταιριών, την ευπρόσωπη εμφάνισή τους και απόδοσή τους, να ρυθμίζει τα ζητήματα των ρεπό και των αδειών τους (δεδομένου, ότι επρόκειτο για υπαλλήλους τοποθετημένες σε καταστήματα τρίτων, εκτός του ελέγχου της εναγόμενης εταιρίας, η οποία όμως τις εκπαίδευε, τις απασχολούσε και υποχρεούνταν να τις αμείβει), να εποπτεύει και να παρακολουθεί τις διαδικασίες παραγγελιών και πωλήσεων των εν λόγω καταστημάτων, καθώς και να διαχειρίζεται παράπονα πελατών και παρέχει σχετικές αναφορές στην εταιρία, με παρατηρήσεις της, για τυχόν προβλήματα ή προτάσεις για βελτιώσεις. Σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχήμα δικτύωσης και διαχείρισης της εταιρείας, στις υπηρεσίες του επιθεωρητή υπήρχε κατηγοριοποίηση των παρεχομένων υπηρεσιών και στόχων παραγωγικότητας, με ανάλογη προσφορά χρηματικών δώρων (bonus) και χρήση στο εκτελεστικό μέρος (κινητής τηλεφωνίας και εταιρικού αυτοκινήτου). Ειδικότερα το πρώτο εξάμηνο της εργασίας της επιθεωρούσε τα επιλεγμένα καταστήματα υψηλής ζήτησης – Α’ Διανομής στην Βόρεια Ελλάδα, ήτοι μεγάλα καταστήματα – πολυκαταστήματα με διευρυμένο marketing καλλυντικών, στα οποία η προβολή και πώληση των προϊόντων γίνεται από τους πωλητές και αισθητικούς της εναγομένης, δηλαδή με λειτουργικό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και σταθερή ζήτηση και διείσδυση των ως άνω εταιρικών προϊόντων και τα καταστήματα μικρότερης δυναμικής – Β’ Διανομής, ήτοι μικρά συνοικιακά καταστήματα και μικρές επιχειρήσεις, όπου δεν υπήρχαν αισθητικοί και πωλητές προβολής και πώλησης καλλυντικών προϊόντων της εταιρίας. Μετά το πρώτο εξάμηνο της απασχόλησης της, η εργοδότριά της, της ανέθεσε την επιθεώρηση αποκλειστικά και μόνο των καταστημάτων της Α’ Διανομής, που βρίσκονται σε γνωστές, γεωγραφικά διεσπαρμένες, θέσεις της Βορείου Ελλάδος, στο επιχειρησιακό μοντέλο της εναγόμενης, τούτο δε οφείλονταν στην υψηλή απόδοσή της. Το πρόγραμμα των επισκέψεών της, από τη θέση της Επιθεωρήτριας είχε, βασικά, ως ακολούθως: κάθε Δευτέρα μετέβαινε στα τρία … της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας (με αυτή τη σειρά), κάθε Τρίτη στα καταστήματα … της Καστοριάς, της Φλώρινας και της Πτολεμαΐδας, στο … των Γρεβενών και στο … Κοζάνης, κάθε Τετάρτη στα … της Θεσσαλονίκης (…, …, …, …), κάθε Πέμπτη στα … της Κέρκυρας και των Ιωαννίνων, κάθε Παρασκευή στα … της Αάρισας, της Καρδίτσας, των Τρικάλων, του Βόλου και της Κατερίνης (με αυτή τη σειρά) και ενδιάμεσα και το … Τρικάλων. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα περί το 2006, εγγράφηκε ως μέλος στο σωματείο με την επωνυμία “Ένωση Περιοδευόντων Πωλητών Βορείου Ελλάδος”, αναπτύσσοντας και συνδικαλιστική δράση. Ακολούθως, έλαβε μέρος στις αρχαιρεσίες του ως άνω σωματείου, για την εκλογή οργάνων, που έλαβαν χώρα στις 30-3-2008 και εξελέγη στη Διοίκηση του σωματείου, κατά τη συγκρότηση δε του Διοικητικού Συμβουλίου σε σώμα εκλέχθηκε στη θέση της Αντιπροέδρου, καθήκοντα τα οποία ανέλαβε στις 3-4-2008. Την ως άνω ιδιότητά της γνωστοποίησε στην εναγομένη αμέσως μετά την εκλογή της. Στις 18-9-2008 η εναγομένη επιχείρησε να καταγγείλει προφορικά τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, η οποία στις 19-9-2008 προσέφυγε στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας Νέας Ιωνίας της Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Αθηνών, επί της οποίας συντάχθηκε το υπ’ αριθ. … δελτίο εργατικής διαφοράς της 9-10-2008, όπου κρίθηκε, ότι δεν υπήρχε πλέον αντικείμενο, λόγω της απόσυρσης της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, εκ μέρους της εναγομένης, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982. Η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι τούτη η καταγγελία έγινε λόγω της συνδικαλιστικής της ιδιότητας, η δε εναγομένη επειδή η ενάγουσα εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντά της, ζήτημα που ερευνάται κατωτέρω. Στο μεταξύ, η ενάγουσα προσέφυγε στη “Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος”, της οποίας μέλος είναι η “Ένωση Περιοδευόντων Πωλητών Βορείου Ελλάδος”, ζητώντας την άμεση παρέμβαση αυτής, η οποία, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/22-9-2008 έγγραφο της, προκάλεσε τριμερή σύσκεψη, βάσει του άρθρου 13 του ν.1876/1990, στις 6-10-2008 στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Σχετικά, συντάχθηκε το από 6-10-2008 πρωτόκολλο συμφιλίωσης, όπου το Υπουργείο, αφού άκουσε τα επιχειρήματα από τις εκατέρωθεν πλευρές, συνέστησε τη συνέχιση της εργασιακής της σχέσης, ως εργαζόμενης στην εναγόμενη εταιρία. Στις 8-10- 2008, δηλαδή μετά την ως άνω σύσκεψη στο Υπουργείο, η εναγομένη συνέταξε αίτηση ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών του Πρωτοδικείου Αθηνών κατ’ άρθρου 15 του ν. 1264/1982 (την οποία κατέθεσε την επόμενη ημέρα με αριθ. κατάθ. …/9-10-2008 και ώρα 09:00 και κοινοποίησε στην ενάγουσα στις 13-10-2008), ζητώντας από την Επιτροπή να αναγνωριστεί η ύπαρξη λόγου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Την ίδια ημέρα με την ως άνω αίτησή της στο Πρωτοδικείο (δηλαδή την 8-10-2008 και ώρα 14:30) η εναγομένη της κοινοποίησε την από 22-9-2008 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία ανέστειλε όλες τις εργασιακές της δραστηριότητες, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982. Επ’ αυτής η ενάγουσα απάντησε με την από 10-10-2008 εξώδικη δήλωσή της, η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα προς αυτήν στις 24-10-2008, αναφέροντας μεταξύ άλλων, πως εξακολουθούσε να προσφέρει προσηκόντως τις υπηρεσίες της και κάθε προσπάθεια διακοπής αυτών, θα καθιστούσε την εναγομένη υπερήμερη. Τελικά, με την υπ’ αριθ. …/8-12-2008 απόφασή της, η Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 (του Πρωτοδικείου Αθηνών) απέρριψε την αίτηση της εναγομένης, δεχόμενη, ότι η ενάγουσα εκτελούσε με επιμέλεια τα καθήκοντά της, κρίση, που ενισχυόταν από το γεγονός, ότι η εναγομένη ουδέποτε προέβη εγγράφως σε παρατηρήσεις και συστάσεις προς την ενάγουσα, σχετικά με την εργασία της, ενώ συνέχισε να της καταβάλλει το επίδομα παραγωγικότητας (bonus), δεδομένου μάλιστα, ότι στα καταστήματα που επόπτευε αυτή παρουσιάστηκε αύξηση στις πωλήσεις. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη δεν άσκησε έφεση, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτή τελεσίδικη και αμετάκλητη. Στην συνέχεια, τον Δεκέμβριο 2008, η εναγομένη ενημέρωσε όλες τις αισθητικούς υπαλλήλους της σε όλα τα καταστήματα – πελάτες της, ότι η ενάγουσα δεν είναι πλέον επιθεωρήτρια και ότι δεν την εκπροσωπεί, τους γνωστοποιούσε, ότι έχει αντικατασταθεί από άλλη επιθεωρήτρια και τους απαγόρευε να έχουν οποιαδήποτε επαφή και συνεργασία μαζί της. Η ενάγουσα εξέφρασε την αντίθεσή της, για τη ενέργεια αυτή, εγγράφως, με την από 30-12-2008 εξώδικη επιστολή διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5-1-2009 και συνέχισε να επιθεωρεί τα καταστήματα αποδοτικών διαδρομών και τις υπαλλήλους της, όπως και πριν, ωστόσο άλλα από αυτά είχαν ενημερωθεί, για την αφαίρεση των αρμοδιοτήτων της ενάγουσας και της απαγόρευαν την είσοδο, ενώ και οι αισθητικοί υπάλληλοι αρνούνταν να συνεργαστούν μαζί της και άλλα δεν είχαν τέτοια ενημέρωση και μπορούσε να εκτελέσει την εργασία της, όπως και πριν. Η εναγόμενη δεν της απέδωσε τις πιο πάνω αναφερόμενες αρμοδιότητές της, αλλά αντίθετα με το από 26-1-2009 εξώδικο της, που κοινοποίησε στην ενάγουσα στις 30-1-2009, της περιόρισε και ρητά πλέον τις αρμοδιότητές της, ορίζοντάς την να επισκέπτεται από την 1η Φεβρουάριου του ίδιου έτους μόνο 20 μικρά καταστήματα εντός του Νομού Θεσσαλονίκης. Με την ενέργειά της αυτή η εναγομένη προέβη σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Πιο συγκεκριμένα, όλα τα καταστήματα, που της όρισε να επισκέπτεται με το από 26-1-2009 εξώδικο της, ήταν Β’ Διανομής (δηλαδή μικρά συνοικιακά καταστήματα) ή Γ’ Διανομής (δηλαδή κομμωτήρια), με άλλα λόγια μικρές επιχειρήσεις, χωρίς αισθητικούς – υπαλλήλους της εταιρίας, για να επιθεωρεί, υποβιβάζοντάς την από επιθεωρήτρια Αισθητικών και Πωλήσεων σε απλή θέση πωλήτριας, διότι, αφού στα οριζόμενα αυτά καταστήματα (Β1 και Γ’ Διανομής) δεν υπάρχει ιδιαίτερος χώρος, για τα προϊόντα που διακινεί η εναγομένη, ούτε υπάρχουν αισθητικοί – υπάλληλοί της, για την προώθηση των προϊόντων της, αλλά μόνο οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων και κάποιος πωλητής του καταστήματος, θα έπρεπε η ίδια να πωλεί σε αυτούς τα προϊόντα της εναγομένης. Περιορίστηκε έτσι, από άποψη περιεχομένου και ευρύτητας, το αντικείμενο της εργασίας της, ενώ επιπλέον και για τις δρομολογήσεις της, που είναι ένα εργαλείο προγραμματισμού λειτουργιών και ανάπτυξης του περιοδεύοντος πωλητή – επιθεωρητή με πολλαπλά σημεία προορισμού, έστω και με την μικρή ως άνω τοπολογική – χαρτογραφική διαμόρφωση (εντός του νομού Θεσσαλονίκης) η εναγομένη της αφαίρεσε και το ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής Peugeot τύπου 307, χρώματος γκρι, με αριθμό κυκλοφορίας …, που είχε θέσει στη διάθεσή της, για τις ανάγκες της εργασίας της, δημιουργώντας Traveling Salesman Problem. Ενδεικτική, για την ποιότητα της εργοδοτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, είναι η ασκηθείσα, από αυτήν σε βάρος της ενάγουσας, έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, για το αδίκημα της υπεξαίρεσης του ως άνω αυτοκίνητου, πράξη, για την οποία κηρύχθηκε αθώα με την 18112/2013 απόφαση του Γ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Να σημειωθεί επίσης, ότι την 2-4-2009 της κοινοποίησε αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 1968/2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, για αφαίρεση του αυτοκινήτου, που της παρείχε, το οποίο η ενάγουσα παρέδωσε την 11-4-2009. Επίσης υπέβαλε έγκληση σε βάρος της ενάγουσας, για παράβαση του άρθρου 169 ΠΚ (απείθεια), για την οποία στην συνέχεια, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κρίνοντας, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθου 4 του ν. 4198/2013, προέβη σε πράξη αρχειοθέτησή της. Τη μονομερή αυτή βλαπτική μεταβολή η ενάγουσα απέκρουσε, με την από 5-2-2009 εξώδικη απάντηση και διαμαρτυρία της, καθώς και με την από 20-2-2009 επιστολή της, εμμένοντας στη σύμβαση και στην τήρηση των συμβατικών όρων και προσφέροντας την εργασία της, με τους, προ της μεταβολής, όρους, καθιστώντας έτσι την εναγομένη υπερήμερη, ως προς την αποδοχή της εργασίας της, με τους, προ της δυσμενούς μεταβολής, όρους. Από τα ανωτέρω συνάγεται: α) ότι η εναγόμενη, χωρίς δικαίωμα από τη σύμβαση ή από το νόμο, μετέβαλε μονομερώς τους όρους της, αορίστου χρόνου, σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αναθέτοντάς της, από τα μέσα Δεκεμβρίου 2008 και εφεξής καθήκοντα υποδεέστερα όσων ασκούσε, β) ότι η ενάγουσα δεν αποδέχτηκε την παραπάνω βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της …Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι στις 17-3-2009, η εναγομένη είχε καταθέσει ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών κατ’ άρθρο 15 του ν. 1264/1982 (του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αυτή την φορά) την υπ’ αριθ. …/2009 αίτησή της την οποία κοινοποίησε στην ενάγουσα στις 24-4-2009. Με την αίτησή της η εναγομένη προσπάθησε και πάλι να επιτύχει την καταγγελία της σύμβασης, για τον λόγο, ότι η ενάγουσα αρνήθηκε να εκτελέσει τις εντολές της. Και η αίτηση- αυτή απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 3/21-9-2009 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, καθώς κρίθηκε, ότι η υπηρεσιακή υποβάθμιση της ενάγουσας δεν οφειλόταν σε υπηρεσιακή ανεπάρκειά της, ούτε συνδεόταν με οργανωτικές αλλαγές της εναγομένης ή με αυξημένες λειτουργικές ανάγκες της, αλλά έγινε, λόγω της συνδικαλιστικής δράσης της ενάγουσας και επομένως, η άρνησή της να εκτελέσει τα νέα καθήκοντα, που της ανατέθηκαν, δεν ήταν αδικαιολόγητη. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγομένη άσκησε έφεση, εκδόθηκε, δε, σχετικά η υπ’ αριθ. 1/31-3-2010 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατ’ άρθρο 15 του ν. 1264/1982, η οποία απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, επιδόθηκε δε στην εναγομένη στις 6-5- 2010, η οποία δεν την προσέβαλε περαιτέρω. Ακολούθως, στις 26-5-2010 η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγομένη την από 14-5-2010 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία την καλούσε να της ορίσει το πρόγραμμα εργασίας της, ώστε να παρέχει την εργασία της, κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας της, προ της βλαπτικής μεταβολής και να αποδεχθεί την εργασία της. Η εναγομένη αρνήθηκε και πάλι να την απασχολήσει με τους, προ της βλαπτικής μεταβολής, όρους, έκτοτε δε η ενάγουσα ουδόλως παρείχε τις υπηρεσίες της. Εν τέλει, δεδομένου ότι η ενάγουσα, στις αρχαιρεσίες του σωματείου “Ένωση Περιοδευόντων Πωλητών Βορείου Ελλάδος” που πραγματοποιήθηκαν στις 20- 5-2012 δεν εξελέγη ως μέλος του ΔΣ αυτού, έπαυσε δε η προστασία της, μετά την πάροδο έτους, κατ’ αρ. 14 §10 του ν. 1264/1982, στις 31-5-2013 η εναγομένη της επέδωσε εξώδικη δήλωση, με την οποία την καλούσε να μεταβεί στις 3-6- 2013 στο γραφείο του πληρεξουσίου της Δικηγόρου, προκειμένου να της εγχειρίσει την από 3-6-2013 έγγραφη καταγγελία και να της καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, την οποία προσδιόρισε στο ποσό των 7.875 ευρώ. Ως λόγο, δε, προέβαλε, την, επί διετία, μη συμμόρφωση της ενάγουσας προς τις υποδείξεις της και την άρνηση της να εκτελέσει τα καθήκοντα, που της είχαν ανατεθεί, ως επίσης και την εμμονή της να προβαίνει σε ενέργειες μη εξουσιοδοτημένες και αντίθετες προς τις εντολές και τις οδηγίες της. Ακολούθως, στις 12-6-2012 της κοινοποίησε την υπ’ αριθ. …/11-6-2013 πράξη κατάθεσης γραμματίου παρακαταθήκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Κ., αφού προηγουμένως εξέδωσε στο όνομα της ενάγουσας το υπ’ αριθ. …/11-6-2013 γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 7.875,00 €, με την αιτιολογία “λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας”. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η επίδικη καταγγελία είναι άκυρη, ως καταχρηστική, καθόσον έγινε από λόγους εμπάθειας στο πρόσωπο της, λόγω της ενεργοποιήσεως της ενάγουσας, για τη διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων της, για να απαλλαχτεί η εκκαλούσα από τη συνδικαλιστική δράση της, που ενισχύθηκε από τις αποτυχημένες προσπάθειες της εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της, γεγονός που οδήγησε σε πληθώρα δικαστικών διενέξεων και ανταλλαγή εξωδίκων και υπερβαίνει αυτή (καταγγελία) προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Εξάλλου, αναφορικά με τη ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών από την ενάγουσα δεν αποδείχθηκε, ότι αυτή ασκούσε πλημμελώς τα καθήκοντά της, αλλά υπαγορεύθηκε αποκλειστικά από εμπάθεια και εκδίκηση προς το πρόσωπο της, λόγω της προηγηθείσας δικαστικής και εξώδικης διεκδίκησης των εργασιακών της αξιώσεων. Η άρνηση της ενάγουσας να εκτελέσει την εργασία, που η εναγομένη της ανέθεσε, δεν οφειλόταν σε ανεπάρκεια, οκνηρία ή δυστροπία, αλλά στην άσκηση δικαιώματος, που της παρείχε ο νόμος, προς απόκρουση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της, που κατέστησε υπερήμερη την εναγομένη στην αποδοχή των υπηρεσιών της και παρείχε στην ενάγουσα το δικαίωμα να αρνηθεί να εκτελέσει τα νέα καθήκοντα, που της ανέθεσε η εναγομένη, προσχηματικώς δε αυτή επικαλείται, ότι προέβη στην καταγγελία, λόγω πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων της ενάγουσας, συμπέρασμα που ενισχύεται και από το γεγονός, ότι δεν υφίσταντο οικονομικοτεχνικοί λόγοι, που εντάσσονταν στα πλαίσια αναδιάρθρωσης του προσωπικού της εναγομένης, ώστε να επιβάλλουν την απόλυση της, δεδομένου, ότι η εναγόμενη είναι μία από τις πλέον “εύρωστες” – σε υπάρχουσα οικονομική κρίση – εταιρίες του κλάδου της. Συνακόλουθα, η εκκαλούσα από την 4-6-2013, περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, δικαιούμενης της τελευταίας μισθών υπερημερίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του, έστω και με ενίοτε διαφορετική, ενίοτε δε ελλιπή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, έκρινε ομοίως και αναγνώρισε την ακυρότητα της γενόμενης από την εκκαλούσα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της εφεσιβλήτου και ότι η εκκαλούσα οφείλει στην εφεσίβλητο μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 4-6-2013 έως και Μάιο 2015, το ύψος του οποίου, κατά τον Μάιο 2013 ανερχόταν σε 1.350,00 € και συνολικά δικαιούται το ποσό των 24.525,00 (32.400,00 – 7.875,00) ευρώ (μετά την αφαίρεση της καταβληθείσας αποζημιώσεως απολύσεως), δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα…. Εξάλλου αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα, για την σωστή εκτέλεση των καθηκόντων της, υποβαλλόταν σε έξοδα, των οποίων την κάλυψη συμφωνήθηκε να αναλαμβάνει η εναγομένη, μετά την κατάθεση των εκάστοτε τιμολογίων -αποδείξεων (εξοδολόγια), ενώ της είχε χορηγηθεί και κινητό τηλέφωνο (εταιρικό), με το οποίο εκτελούσε όλες της τις εργασίες με όριο 200,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο περνούσε μέσα στα εξοδολόγια. Η κάλυψη των ανωτέρω εξόδων, εκ μέρους της εναγομένης γινόταν παγίως και αφορούσε όλους τους επιθεωρητές πωλήσεων, ώστε είχε καταστεί επιχειρησιακή συνήθεια. Ωστόσο, η ενάγουσα αιτείται την καταβολή εξόδων, που πραγματοποίησε έως και τις 31-3-2009. Από αυτά, η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει μόνο όσα πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 31-1-2009, καθώς έκτοτε η εναγομένη της απαγόρευσε να επιθεωρεί καταστήματα εκτός της πόλης της Θεσσαλονίκης και για όσα έξοδα πραγματοποιήθηκαν, κατά παράβαση των εντολών της, η εναγομένη δεν ενέχεται σε καταβολή τους. Η ενάγουσα υποβλήθηκε, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στα ακόλουθα έξοδα…Τέλος, συνεπεία της προαναφερόμενης καταχρηστικής, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, όπως τα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται παραπάνω, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, αφού προσβλήθηκε η προσωπικότητα αυτής, λόγω της προσωπικής και επαγγελματικής μείωσής της στο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον, για την αποκατάσταση της οποίας, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή τελέστηκε, το βαθμό πταίσματος των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης, την κοινωνική θέση της ενάγουσας και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, οφείλει η πρώτη στην τελευταία το εύλογο ποσό των 2000 ευρώ”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του για τα ουσιώδη ζητήματα της καταχρηστικής ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας και της ηθικής βλάβης που υπέστη η αναιρεσίβλητη εξαιτίας της προαναφερόμενης συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 του ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε, και τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση της δίκης, αφού με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ότι, υπό τα ανωτέρω περιστατικά, η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της ένδικης σύμβασης και η προπεριγραφόμενη γενικά συμπεριφορά της αναιρεσείουσας που επακολούθησε είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και αποτελεί καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας, διότι από την εν λόγω μεταβολή υπέστη και ηθική βλάβη λόγω της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς της από τον περιγραφόμενο ανωτέρω υποβιβασμό και την επαγγελματική της μείωση. Επομένως, ο έκτος, από το άρθρο 559 αριθμός 19, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει το αντίθετο , είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της διάταξης αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, υπό την προϋπόθεση νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικά το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του εφεσίβλητου. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε, ρητά ή σιωπηρά , για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003), γεγονός που συντρέχει στην τελευταία περίπτωση και όταν το δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που επικαλείται ο αναιρεσείων ( Ολομ.ΑΠ 12/1991, ΑΠ 980/2017 και 543/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο αναιρετικό λόγο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι, όπως η αναιρεσείουσα διατείνεται, το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προέβαλε νόμιμα ενώπιόν του ως λόγο έφεσης, ότι δηλαδή είχε υποβάλει κατά της αναιρεσίβλητης-ενάγουσας την από 26.5.2009 μήνυση για απείθεια και παράβαση του άρθρου 232 ΠΚ , πράξεις για τις οποίες έπαυσε μεν υφ’ όρον ( άρθρο 4 ν. 4043/2012 ) η ασκηθείσα κατ’ αυτής ποινική δίωξη , όφειλε όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να εξετάσει τη βασιμότητα της κατηγορίας παρεμπιπτόντως και να κρίνει ότι είναι έγκυρη η καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας. Ο λόγος ωστόσο αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής , αφού, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές της προσβαλλομένης, η επίδικη καταγγελία δεν ασκήθηκε κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 ν. 3198/1955 ( λόγω υποβολής μήνυσης ), και ανεξαρτήτως τούτου, ως αβάσιμος, διότι , όπως σημειώθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, ο ανωτέρω ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλομένη, δεδομένου ότι γίνεται σ’ αυτήν ρητή αναφορά στην παραπάνω ποινική δίκη , και απορρίφθηκε σιωπηρά, όπως τούτο άλλωστε ρητά ομολογείται από την αναιρεσείουσα με τον ερευνώμενο λόγο αναίρεσης ( σελ. 127, στίχος 12 από το τέλος, της αίτησης αναίρεσης ).
VΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των άρθρων 349, 350 και 656 Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργοδότης, αν καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και υποχρεούται να καταβάλει στον τελευταίο τις αποδοχές υπερημερίας εωσότου άρει την υπερημερία το. Στην περίπτωση αυτή , ο μισθωτός δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικαστεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον. Επομένως, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας και για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα και έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή της (ΑΠ 752/2007 και ΑΠ 597/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών της δίκης εγγράφων προκύπτει, ότι, όπως σημειώθηκε ήδη πιο πάνω, η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της ζήτησε , μεταξύ των άλλων , να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης και ότι αναιρεσείουσα- εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει, εκτός των άλλων , τους μισθούς υπερημερίας των μηνών από την καταγγελία μέχρι την άσκηση της αγωγής ( Ιουνίου , Ιουλίου και Αυγούστου 2013 ) και όλους τους μελλοντικούς μισθούς για όσο διάστημα η εργασιακή της σχέση θα παρέμενε ενεργής και ισχυρή. Όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω στην με στοιχείο VΙ σκέψη της παρούσας, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη εδώ απόφασή του , έκρινε ότι, με βάση τις αναφερόμενες στην ανωτέρω σκέψη παραδοχές, η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας είναι άκυρη ως καταχρηστική και ότι , συνακόλουθα, η εναγομένη από την 4-6-2013 περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας , υποχρεούμενη να καταβάλει στην τελευταία για το χρονικό διάστημα από 4-6-2013 έως και τον Μάιο 2015 ( οπότε συζητήθηκε η υπόθεση στο Πρωτοδικείο ) μισθούς υπερημερίας, συνολικού ποσού ( μετά την αφαίρεση της καταβληθείσας αποζημιώσεως απολύσεως), 24.525,00 (32.400,00 – 7.875,00) ευρώ, όπως είχε γίνει δεκτό και από την πρωτόδικη απόφαση. Γι’ αυτό, το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας-εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο το Πρωτοδικείο εσφαλμένα επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη- ενάγουσα και τους μισθούς υπερημερίας των μηνών Σεπτεμβρίου 2013 έως Μαϊου 2015, μολονότι – όπως η αναιρεσείουσα-εναγομένη διατείνεται – δεν είχαν ζητηθεί με την αγωγή. ‘Ετσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην ως άνω απόφασή του ως προς το αίτημα επιδίκασης στην ενάγουσα μισθών υπερημερίας συνοπτικές αλλά σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες εφήρμοσε, και τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση της δίκης, ενόψει και του ότι , όπως εκτέθηκε στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη της παρούσας , σε περίπτωση άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας και για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα και έως την άρση της υπερημερίας . Επομένως, ο όγδοος από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο απέρριψε τον παραπάνω λόγο της έφεσής της με ανεπαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο για τη νομιμότητα ή μη της επιδίκασης στην αναιρεσίβλητη-ενάγουσα των μισθών υπερημερίας του εν λόγω διαστήματος , είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν πρόκειται για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στην κρινόμενη υπόθεση μπορούσαν να ζητηθούν και ζητήθηκαν από την αναιρεσίβλητη-ενάγουσα οι προαναφερόμενοι, μελλοντικοί κατά την άσκηση της αγωγής, μισθοί υπερημερίας, με βάση δε τις μη ελεγχόμενες αναιρετικά παραδοχές της προσβαλλομένης, ορθά επιδικάστηκαν οι μισθοί αυτοί.
Μετά τις ανωτέρω σκέψεις και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναίρεσης ,πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στα οριζόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητης , η οποία κατέθεσε προτάσεις ( άρθρα 106, 176 , 183 , 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κρινόμενη από 13.06.2017 αίτηση της εταιρείας υπό την επωνυμία “…” για αναίρεση της 1218/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης , τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια ( 1.800 ) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 13η Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ