Παρά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, η κρίση φαίνεται να βαθαίνει στις τσέπες των πολιτών, με ανησυχητικά μηνύματα για την ικανότητά τους να συνεχίζουν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους.
Μετά τα στοιχεία της ΑΑΔΕ που έδειξαν ότι τον Ιούλιο οι οφειλέτες του Δημοσίου αυξήθηκαν κατά 206.212 άτομα, περίπου 300 εκατ. ευρώ φόροι από τους φόρους εισοδήματος, ύψους 993,46 εκατ. ευρώ που έπρεπε να πληρωθούν, δεν πληρώθηκαν, και οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο από τις αρχές του έτους αυξήθηκαν στα 5,569 δισ. ευρώ (παλαιές και νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν τον Ιούλιο ανήλθαν στα 101,7 δισ. ευρώ από 97,35 δισ. ένα χρόνο πριν), ο δεύτερος “συναγερμός” έρχεται από τις τράπεζες.
Σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων (ένα χρόνο και κάτι από την λήξη της στοχοθεσίας τους για τη μείωση των NPEs/NPLs και ενώ αναμένεται ανοδική αναθεώρηση των στόχων), οι τράπεζες καταγράφουν αύξηση των προβληματικών δανείων που δεν μπορούν να γιατρευτούν και σθεναρή αντίσταση στην αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων.
Για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, ο δείκτης αθέτησης πληρωμών κινείται ανοδικά, αντιστρέφοντας την τάση που είχε φανεί τον Δεκέμβριο του 2017, δημιουργώντας τότε αισιοδοξία στις τράπεζες ότι οι ρυθμίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων θα έπιαναν τόπο, εξυγιαίνοντας προβληματικά δάνεια και εξομαλύνοντας την τακτική αποπληρωμή τους.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΤτΕ για την πρόοδο των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, δείχνουν ότι (ασχέτως της γενικότερης μείωσης που είναι αποτέλεσμα κυρίως πωλήσεων και διαγραφών), ο δείκτης αθέτησης πληρωμών, όχι μόνο παραμένει υψηλότερος από τον δείκτη αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων, αλλά και κινείται αυξητικά.
Ειδικότερα, ο τριμηνιαίος ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) παρέμεινε σταθερός, στο 1,8%, με τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, ενώ ο δείκτης αθέτησης (default rate) αυξήθηκε για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, φτάνοντας στο 2,1% και επιβεβαιώνοντας την αρνητική τάση που παρατηρήθηκε από το α΄ τρίμηνο 2018 (1,9%).
Κατόπιν αυτού και ενσωματώνοντας στα μοντέλα τους χειρότερες μακροοικονομικές υποθέσεις για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και το διαθέσιμο εισόδημα, οι τράπεζες αύξησαν κατά 1,2 δισ. ευρώ τις προβλέψεις τους για την εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019 και μείωσαν κατά 2,5 δισ. ευρώ τις προβλέψεις τους για την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων.
Εξίσου ανησυχητικά μηνύματα έρχονται και από τα κρίσιμα, κοινωνικά, χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων. Ενώ σε ετήσια βάση από τον Ιούνιο 2017, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο αγγίζει το 15,7% και στο καταναλωτικό το 24,6%, στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο η μείωση είναι μόλις 1,1%. Μάλιστα, το 30% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων, δηλαδή δάνεια 8 – 9 δισ. ευρώ έχουν ενταχθεί στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου Κατσέλη.
Σημειώνεται ότι από το σύνολο των στεγαστικών δανείων, ύψους 63,5 δισ. ευρώ, ποσοστό 44,3% δεν εξυπηρετείται, δηλαδή στο “κόκκινο” βρίσκονται δάνεια 28,13 δισ. ευρώ.
Στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, ύψους 23,5 δισ. ευρώ των τραπεζών, δεν εξυπηρετείται το 56,9%, δηλαδή δάνεια 13,37 δισ. ευρώ.
Για δε το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων, ύψους 135,1 δισ. ευρώ, δεν εξυπηρετείται το 48%, δηλαδή δάνεια 64,84 δισ. ευρώ.
Το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων παρουσιάζουν τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις (68,8%). Πράγμα που σημαίνει ότι επί συνόλου 23,1 δισ. ευρώ της κατηγορίας αυτής, δεν εξυπηρετούνται δάνεια 15,89 δισ. ευρώ.
Ο δείκτης μη εξυπηρέτησης δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις κινείται στο 62,3%. Επί συνόλου 43,5 δισ. ευρώ δανείων της κατηγορίας αυτής, δεν εξυπηρετούνται δάνεια 27,1 δισ. ευρώ.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέρχεται σε 28,3%. Επί συνόλου δανείων 60,8 δις. ευρώ δεν εξυπηρετούνται δάνεια 17,2 δις. ευρώ.