Τα δικαστήρια μπορούν να ελέγχουν αν η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου είναι κατανοητή από τον δανειολήπτη
Με μία σημαντική απόφαση για ένα ζήτημα που απασχολεί χιλιάδες δανειολήπτες στην Ελλάδα (δάνεια σε ελβετικό φράγκο), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μη σαφούς συμβατικής ρήτρας βάσει της οποίας ο δανειολήπτης φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και η οποία δεν απηχεί νομοθετικές διατάξεις μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.
Υπενθυμίζεται ότι την άποψη πως ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικών ρητρών λόγω έλλειψης σαφήνειας μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς είχε διατυπώσει και ο Εισαγγελέας του ΔΕΕ στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Το Δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις.
Αυτό συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της.
Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών πρέπει να εκτιμάται, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης, μολονότι ορισμένες από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο.
Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αντί του καταναλωτή υπό την ιδιότητα του ενάγοντος, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών διάφορων από τη ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
Ιστορικό
Τον Φεβρουάριο 2008, η Teréz Ilyés και ο Emil Kiss συνήψαν με ουγγρική τράπεζα πιστωτική σύμβαση για τη χορήγηση δανείου συνομολογηθέντος σε ελβετικά φράγκα (CHF). Η σύμβαση προέβλεπε ότι οι μηνιαίες δόσεις έπρεπε να καταβάλλονται σε ουγγρικά φιορίνια (HUF), ενώ το ποσό αυτών των μηνιαίων δόσεων υπολογιζόταν με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ουγγρικού φιορινιού και του ελβετικού φράγκου. Επιπλέον, η σύμβαση μνημονεύει τον συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση πιθανών διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο αυτών νομισμάτων.
Στη συνέχεια, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταβλήθηκε σημαντικά, σε βάρος των δανειοληπτών, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό το ποσό των μηνιαίων δόσεών τους. Τον Μάιο 2013, η Teréz Ilyés και ο Emil Kiss προσέφυγαν στην ουγγρική δικαιοσύνη κατά των OTP Bank και OTP Factoring, δύο εταιριών στις οποίες είχαν εκχωρηθεί οι απαιτήσεις από τη σύμβαση δανείου. Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής, τέθηκε το ζήτημα του κατά πόσον η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου είχε συνταχθεί από την τράπεζα κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και αν, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική υπό την έννοια της οδηγίας περί καταχρηστικών ρητρών.
Στο μεταξύ, το 2014, η Ουγγαρία θέσπισε ρύθμιση σχετικά με την απαλοιφή ορισμένων καταχρηστικών ρητρών από τις συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα, τη μετατροπή σε HUF όλων των οφειλών που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές και την εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που καθορίζει η εθνική τράπεζα της Ουγγαρίας. Σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν, επίσης, και η εκτέλεση απόφασης του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία), το οποίο είχε κρίνει ότι ορισμένες ρήτρες σε συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα δεν ήταν σύμφωνες με την οδηγία (η απόφαση αυτή εκδόθηκε έπειτα από απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kásler και Káslerné Rábai). Παρά ταύτα, αυτή η νέα ρύθμιση δεν μετέβαλε το γεγονός ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι του ελβετικού φράγκου.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την οδηγία, οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, το Fővárosi Ítélőtábla (εφετείο Βουδαπέστης, Ουγγαρία), το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης των Teréz Ilyés και Emil Kiss, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν μπορεί να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, παρότι ο Ούγγρος νομοθέτης, μην επεμβαίνοντας επί του ζητήματος αυτού, δέχθηκε ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος εξακολουθεί να βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι το οικείου ξένου νομίσματος.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανόνας που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δικαιολογείται επειδή, κατ’ αρχήν, εύλογα μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών στη σύμβαση. Παρά ταύτα, τούτο δεν σημαίνει ότι μια άλλη συμβατική ρήτρα η οποία δεν προβλέπεται από νομοθετικές διατάξεις, όπως εν προκειμένω η σχετική με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, επίσης δεν εμπίπτει, στο σύνολό της, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής μπορεί, επομένως, να εξεταστεί από τον εθνικό δικαστή στον βαθμό που εκτιμά, κατόπιν κατά περίπτωση εξέτασης, ότι η ρήτρα δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.
Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Τούτο συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της. Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών πρέπει να εκτιμάται, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης, μολονότι ορισμένες από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο.
Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αντί του καταναλωτή υπό την ιδιότητα του ενάγοντος, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών διάφορων από τη ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA