Δύο σημαντικές αποφάσεις που αφορούν και στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο εξέδωσε εχθές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Στη συνέχεια, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταβλήθηκε σημαντικά, σε βάρος των δανειοληπτών, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό το ποσό των μηνιαίων δόσεών τους. Τον Μάιο 2013, η Teréz Ilyés και ο Emil Kiss προσέφυγαν στην ουγγρική δικαιοσύνη κατά των OTP Bank και OTP Factoring, δύο εταιριών στις οποίες είχαν εκχωρηθεί οι απαιτήσεις από τη σύμβαση δανείου. Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής, τέθηκε το ζήτημα του κατά πόσον η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου είχε συνταχθεί από την τράπεζα κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και αν, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική υπό την έννοια της οδηγίας περί καταχρηστικών ρητρών1.
Στο μεταξύ, το 2014, η Ουγγαρία θέσπισε ρύθμιση σχετικά με την απαλοιφή ορισμένων καταχρηστικών ρητρών από τις συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα, τη μετατροπή σε HUF όλων των οφειλών που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές και την εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που καθορίζει η εθνική τράπεζα της Ουγγαρίας. Σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν, επίσης, και η εκτέλεση απόφασης του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία), το οποίο είχε κρίνει ότι ορισμένες ρήτρες σε συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα δεν ήταν σύμφωνες με την οδηγία2 (η απόφαση αυτή εκδόθηκε έπειτα από απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kásler και Káslerné Rábai3). Παρά ταύτα, αυτή η νέα ρύθμιση δεν μετέβαλε το γεγονός ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι του ελβετικού φράγκου.
Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις.
Τούτο συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της.
Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών πρέπει να εκτιμάται, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης, μολονότι ορισμένες από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο.
Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αντί του καταναλωτή υπό την ιδιότητα του ενάγοντος, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών διάφορων από τη ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
2 Απόφαση αριθ. 2/2014 PJE (Magyar Közlöny 2014/91, σ. 10975).
3 Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C-26/13, βλ. επίσης ΑΤ αριθ. 66/14)..
Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, σε συνδυασμό με την αρχή της ισοδυναμίας, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία δεν παρέχει σε ένωση προστασίας καταναλωτών τη δυνατότητα να παρέμβει υπέρ του καταναλωτή σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής εις βάρος ιδιώτη καταναλωτή και να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής σε περίπτωση που την έχει προσβάλει ο ίδιος ο καταναλωτής, εφόσον διαπιστώνεται ότι η εν λόγω νομοθεσία εξαρτά πράγματι την παρέμβαση των ενώσεων προστασίας καταναλωτών στις ένδικες διαφορές οι οποίες άπτονται του δικαίου της Ένωσης από προϋποθέσεις λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με τις ισχύουσες για τις ένδικες διαφορές που διέπονται αποκλειστικώς από το εσωτερικό δίκαιο, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.
Η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, μολονότι προβλέπει, κατά το στάδιο της έκδοσης διαταγής πληρωμής εις βάρος καταναλωτή, τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης που έχει συνάψει ο καταναλωτής με επαγγελματία, εντούτοις, αφενός, αναθέτει σε διοικητικό υπάλληλο δικαστηρίου, ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του δικαστή, την αρμοδιότητα να εκδώσει τη διαταγή πληρωμής και, αφετέρου, τάσσει δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση ανακοπής, απαιτώντας παράλληλα να είναι αυτή εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όταν ένας τέτοιος αυτεπάγγελτος έλεγχος δεν προβλέπεται στο στάδιο της εκτέλεσης της διαταγής, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.
Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που σύμβαση καταναλωτικής πίστης, αφενός, δεν αναγράφει το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, αλλά περιέχει απλώς και μόνο μια μαθηματική εξίσωση για τον υπολογισμό του, χωρίς τα απαραίτητα στοιχεία για την πραγματοποίηση του εν λόγω υπολογισμού και, αφετέρου, δεν μνημονεύει το επιτόκιο, το γεγονός αυτό είναι αποφασιστικό στοιχείο στο πλαίσιο της ανάλυσης την οποία καλείται να διενεργήσει το αντίστοιχο εθνικό δικαστήριο ως προς το ζήτημα αν η σχετική με το κόστος της πίστωσης ρήτρα της ως άνω σύμβασης είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, υπό την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης.