Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που κατέχουν εποπτικές αρχές μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο σχετικών δικών
Με σημερινή του απόφαση σε δύο υποθέσεις, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι οι εθνικές χρηματοπιστωτικές εποπτικές αρχές μπορούν να παρέχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας ή ακόμη με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο αστικής ή εμπορικής δίκης.
Πρόσθετα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές και στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια να σταθμίζουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μερών.
Ιστορικό των υποθέσεων
Υπόθεση C-358/16
Το 2010, η χρηματοπιστωτική εποπτική αρχή του Λουξεμβούργου («CSSF») θεώρησε ότι ο DV δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης και ότι έπρεπε ως εκ τούτου να παραιτηθεί από τη θέση διευθύνοντος σε οντότητα επιβλεπόμενη από τη CSSF. Η CSSF αιτιολόγησε την απόφασή της, μεταξύ άλλων, με τον ρόλο που είχε ο DV στη σύσταση και τη λειτουργία της Luxalpha, εταιρίας που είχε εμπλακεί στις δόλιες ενέργειες του Bernard Madoff.
Για να μπορέσει να αμυνθεί, ο DV ζήτησε από τη CSSF να του διαβιβάσει έγγραφα τα οποία αυτή είχε συλλέξει στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκούσε στη Luxalpha και στην UBS, τράπεζα θεματοφύλακα της Luxalpha. Κατά τον DV, τα έγγραφα αυτά ήταν αναγκαία για να κατανοηθεί ο ρόλος των διαφόρων προσώπων που παρενέβησαν στη σύσταση της Luxalpha, ιδίως στο πλαίσιο της υποθέσεως Madoff. Η CSSF αρνήθηκε τη διαβίβαση των εν λόγω εγγράφων επικαλούμενη την υποχρέωσή της σεβασμού του επαγγελματικού απορρήτου υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Επιληφθέν της διαφοράς αυτής, το Cour administrative du Luxembourg (διοικητικό εφετείο του Λουξεμβούργου) διερωτάται αν η CSSF δεσμεύεται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να αρνηθεί να γνωστοποιήσει τα έγγραφα που ζητεί ο DV. Η οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ορίζει ότι το επαγγελματικό απόρρητο μπορεί να κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι το μέτρο που ελήφθη έναντι του DV είναι, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, διοικητικής φύσεως, εμπίπτει όμως στο ποινικό δίκαιο υπό ευρεία έννοια, όπως τούτο ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αν η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται επί του τρόπου με τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί ο συγκερασμός της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.
Υπόθεση C-594/16
Ο Enzo Buccioni είναι δικαιούχος τρεχούμενου λογαριασμού από το έτος 2004 σε ιταλικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, στην Banca Network Investimenti Spa («BNI»). Κατόπιν αναγκαστικής διαδικασίας εκκαθαρίσεως το 2012, στον E. Buccioni επεστράφη μέρος μόνον των καταθέσεών του από το Fondo interbancario di tutela dei depositi (διατραπεζικό ταμείο προστασίας καταθέσεων). Το 2015, επιδιώκοντας να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες προκειμένου να κρίνει αν ήταν σκόπιμο να κινηθεί δικαστικώς κατά της Banca d’Italia («BdI») και κατά της BNI για τη ζημία που υπέστη, ο E. Buccioni ζήτησε από τη BdI να του γνωστοποιήσει διάφορα έγγραφα σχετικά με την εποπτεία της BNI. Η BdI απέρριψε εν μέρει το αίτημα αυτό, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένα από τα έγγραφα των οποίων ζητείτο η δημοσιοποίηση περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου η οποία δεσμεύει την εν λόγω τράπεζα. Ο E. Buccioni προσέφυγε τότε ενώπιον των ιταλικών διοικητικών δικαστηρίων, ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.
Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία), δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα ερωτήματα. Ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία 2013/36/ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών (εν προκειμένω, τη BdI) να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες σε πρόσωπο που τις ζητεί με σκοπό να είναι σε θέση να ασκήσει αστικής ή εμπορικής φύσεως αγωγή προς προστασία οικονομικών συμφερόντων τα οποία προβάλλεται ότι εθίγησαν κατόπιν της αναγκαστικής εκκαθαρίσεως χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με την απόφασή του στην υπόθεση C-358/16 το Δικαστήριο κρίνει καταρχάς ότι η οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όταν προβλέπει ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου μπορεί, όλως εξαιρετικώς, να κάμπτεται στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, αφορά μόνον τη διαβίβαση ή τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών προς τον σκοπό ασκήσεως διώξεως, καθώς και προς επιβολή κυρώσεων προβλεπόμενων από το εθνικό ποινικό δίκαιο.
Το Δικαστήριο εξετάζει στη συνέχεια σε ποιο βαθμό η προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου περιορίζεται από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το δικαίωμα για τη δημοσιοποίηση εγγράφων που είναι κρίσιμα για την άμυνα του ενδιαφερομένου δεν είναι ούτε απεριόριστο ούτε απόλυτο και ότι η βαρύνουσα τις αρμόδιες αρχές υποχρέωση προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο πρέπει να τηρείται με τρόπο που να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια να αναζητούν μια ισορροπία μεταξύ των εν λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Επομένως, όταν μια αρμόδια αρχή επικαλείται την προβλεπόμενη από την οδηγία υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου για να αρνηθεί την ανακοίνωση πληροφοριών τις οποίες η ίδια έχει στη διάθεσή της αλλά οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο που αφορά το άτομο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί βλαπτική πράξη, εναπόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι εν λόγω πληροφορίες έχουν αντικειμενική σχέση με τις αιτιάσεις σε βάρος του ενδιαφερομένου και, σε περίπτωση που συμβαίνει κάτι τέτοιο, να σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα πριν αποφασίσει την ανακοίνωση καθεμιάς από τις ζητούμενες πληροφορίες.
Στην υπόθεση C-594/16, το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι η αποτελεσματική εφαρμογή του προληπτικού συστήματος εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων απαιτεί να βεβαιώνονται τόσο τα εποπτευόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όσο και οι αρμόδιες αρχές ότι οι παρεχόμενες εμπιστευτικές πληροφορίες θα διατηρήσουν καταρχήν τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η οδηγία 2013/36 επιβάλλει, ως γενικό κανόνα, την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου προκειμένου να προστατεύσει όχι μόνον τα ειδικά συμφέροντα των άμεσα ενδιαφερόμενων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και το γενικό συμφέρον που συνδέεται με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος εντός της Ένωσης.
Το Δικαστήριο παρατηρεί περαιτέρω ότι η οδηγία 2013/36 προβλέπει εξαιρέσεις από την ως άνω γενική αρχή. Εν προκειμένω, η οδηγία αυτή παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να γνωστοποιήσει μόνο στα απευθείας εμπλεκόμενα στην πτώχευση ή στην αναγκαστική εκκαθάριση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος άτομα εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τους τρίτους που εμπλέκονται στις προσπάθειες διασώσεως του εν λόγω ιδρύματος, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο αστικής ή εμπορικής φύσεως αγωγών.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνεται δεκτή μια στενή ερμηνεία των παρεκκλίσεων από τη γενική απαγόρευση ανακοινώσεως εμπιστευτικών πληροφοριών. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα κάμψεως του επαγγελματικού απορρήτου απαιτεί να αφορά η αίτηση δημοσιοποιήσεως πληροφορίες σχετικά με τις οποίες ο αιτών παρέχει συγκεκριμένες και συγκλίνουσες ενδείξεις που να στηρίζουν με πειστικό τρόπο το συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες αυτές είναι κρίσιμες για τις ανάγκες μιας ασκηθείσας ή επικείμενης αγωγής αστικής ή εμπορικής φύσεως, το αντικείμενο της οποίας ο αιτών πρέπει να προσδιορίζει συγκεκριμένα και εκτός του πλαισίου της οποίας οι ως άνω πληροφορίες δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια να σταθμίσουν, αφενός, το συμφέρον του αιτούντος να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες και, αφετέρου, τα συμφέροντα που συνδέονται με την τήρηση της εμπιστευτικότητας των ίδιων πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, πριν προχωρήσουν στη δημοσιοποίηση καθεμιάς από τις ζητούμενες εμπιστευτικές πληροφορίες.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο των αποφάσεων (C-358/16 και C-594/16) είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA