Με απόφαση, που εξέδωσε χθες το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, έπαυσε η δίωξη εις βάρος μιας κατοίκου Ρόδου, λόγω παραγραφής, για υπεξαίρεση από την υπεραγορά ηλεκτρικών ειδών «Κωτσόβολος».
Στην κατηγορούμενη είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή κάθειρξης 5 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα. Είχε κριθεί ένοχη, χωρίς ελαφρυντικά, για υπεξαίρεση με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απεφάνθη ότι το αδίκημα που τέλεσε διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος και έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή.
Η κατηγορούμενη προσλήφθηκε από την εταιρεία το Νοέμβριο του 2006 και εργάσθηκε ως ταμίας.
Την 7η Ιανουαρίου 2010 στο κατάστημα στη Ρόδο, άλλη ταμίας, κατά το χρόνο του κλεισίματος του ταμείου, διαπίστωσε ότι υπήρχε χρηματικό έλλειμμα ύψους 4.863 ευρώ. Το απόγευμα της επομένης ημέρας, και ενόσω ακόμα το προσωπικό του καταστήματος προσπαθούσε να εξιχνιάσει με κάθε τρόπο και να δικαιολογήσει το έλλειμμα, η κατηγορούμενη επικοινώνησε με την ταμία σε προσωπικό της τηλέφωνο και συνομίλησε μαζί της, ομολογώντας ότι αυτή είχε αφαιρέσει τα χρήματα και δεσμεύθηκε ότι θα έβρισκε τρόπο για να τα καλύψει.
Την επομένη ημέρα, 9η Ιανουαρίου 2010, την ίδια δήλωση και ομολογία έκανε τηλεφωνικά η κατηγορούμενη και στον αναπληρωτή διευθυντή του καταστήματος.
Στο διάστημα που προηγήθηκε της διαπίστωσης της αφαίρεσης του ως άνω ποσού από το ταμείο του καταστήματος, η κατηγορούμενη, παρότι είχε κανονική άδεια, επισκεπτόταν καθημερινά το κατάστημα, προφασιζόμενη υποχρεώσεις σε σχέση με την εργασία της, με πρόθεση προφανώς να έχει πρόσβαση στα ταμεία του καταστήματος και να προβεί με τον τρόπο αυτό στην παράνομη αφαίρεση του ως άνω ποσού.
Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ήδη από την εβδομάδα 28 Δεκεμβρίου 2009 έως 31 Δεκεμβρίου 2009 είχε επιδοθεί στην αποστολή εικονικών χρηματικών ενταλμάτων από το ταμείο της στα άλλα ταμεία του καταστήματος.
Αυτό το έκανε με σκοπό να μην εμφανίζονται στο ταμείο της μεγάλα ποσά χρημάτων, τα οποία όφειλε με βάση τις πολιτικές του καταστήματός να αποστέλλει με τις τακτικές ημερήσιες χρηματαποστολές στην τράπεζα. Το ίδιο φέρεται να έκανε και την Δευτέρα, 4 Ιανουαρίου 2010, αφού ενόσω είχε κανονική άδεια, επισκέφθηκε το κατάστημα και κάνοντας χρήση του κωδικού εισόδου τρίτης ταμία (αφού η ίδια ήταν σε άδεια) έστειλε και πάλι εικονικά εντάλματα.
Την ημέρα αυτή, τρεις ταμίες του καταστήματος , βρήκαν σημείωμα της κατηγορούμενης στο συρτάρι του ταμείου με το οποίο τις ενημέρωνε ότι κατά το κλείσιμο του ταμείου θα εντόπιζαν έλλειμμα 6.000 ευρώ, το οποίο όμως οφειλόταν τάχα σε λογιστικό λάθος, οπότε θα έπρεπε να συνυπολογίσουν και το ποσό αυτό που εμφανιζόταν ως έλλειμμα.
Η κατηγορούμενη ομολόγησε και αποδέχθηκε ρητά ότι από τον μήνα Νοέμβριο 2009 εντόπιζε παραγγελίες πελατών, οι οποίες είχαν εξοφληθεί και οι πελάτες είχαν επίσης παραλάβει τα είδη. Στις παραγγελίες αυτές, η κατηγορούμενη προέβαινε σε παράνομη έκδοση εικονικού πιστωτικού παραστατικού, το οποίο έδειχνε ότι ο πελάτης τάχα είχε ακυρώσει την παραγγελία του και είχε λάβει πίσω τα χρήματα που είχε καταβάλει, με την έκδοση του πιστωτικού δελτίου. Αμέσως μετά η κατηγορούμενη προέβαινε σε έκδοση νέας εικονικής παραγγελίας για τα ίδια είδη, τα οποία παρουσίαζε ως «οφειλόμενο τίμημα», δηλαδή δήλωνε στα εκδιδόμενα νέα παραστατικά ότι τα είδη παραδόθηκαν μεν στον πελάτη συνήθως κατά το μεγαλύτερο μέρος τους και ότι ο πελάτης εντός των ημερών θα εξοφλούσε το τίμημα αυτό.
Τα δελτία «με οφειλόμενο τίμημα», πιο συγκεκριμένα για την εμπορική πρακτική της εταιρείας, δεν εξομοιώνονται με την πίστωση του τιμήματος, που αφορά συνήθως μεγαλύτερα διαστήματα, αλλά αφορούν μία, κατά βάση, διευκόλυνση προς τον πελάτη για μικρό διάστημα, λίγων ημερών.
Με τον τρόπο αυτό η κατηγορούμενη φέρεται να κατάφερνε να λαμβάνει στην κατοχή της και να ιδιοποιείται το ποσό που εμφάνιζε εικονικά ότι τάχα το ελάμβανε ο πελάτης μετά την πίστωση της κάθε αγοράς, αφού ουδέποτε προσήλθε οποιοσδήποτε από τους πελάτες αυτούς για να πιστώσουν τις αγορές τους και να πάρουν πίσω χρήματα.
Tην εταιρεία εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ Φ. Κωστόπουλος και την κατηγορούμενη ο δικηγόρος κ. Στέλιος Κιουρτζής.