Δεν αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (Κονταλέξης κατά Ελλάδος, Νούμερο 2)
Με απόφασή του στην υπόθεση Κονταλέξης κατά Ελλάδος (Νούμερο 2), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η άρνηση των ελληνικών δικαστηρίων να επιτρέψουν την επανάληψη ποινικής διαδικασίας, έπειτα από την έκδοση απόφασης από το ΕΔΔΑ, δεν συνιστά παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η υπόθεση έφτασε στο ΕΔΔΑ έπειτα από την ανεπιτυχή προσπάθεια του ενός Έλληνα πολίτη να επαναληθφεί η διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, έπειτα από την δικαίωσή του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα, το 2008 ο αιτών προσέφυγε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της πρόσβασής του σε δικαστήριο που προβλέπεται από τον νόμο, καθώς ένας από τους δικαστές που όφειλαν να δικάσουν την υπόθεσή του κατά την ημέρα της δημόσιας συνεδρίασης της υπόθεσης αντικαταστάθηκε χωρίς καμία αιτιολογία.
Με απόφασή του τον Μάιο 2011 το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στην υπόθεση εκείνη υπήρξε παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) της ΕΣΔΑ.
Διαβάστε επίσης: Σημαντικά βήματα για τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Λίγους μήνες μετά, ο προσφεύγων υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 525 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών, με αναστολή, υπογραμμίαζοντας ότι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έλλειψη αναλυτικών στοιχείων (λεπτομερών ενδείξεων) σχετικά με τον λόγο που εμπόδισε τον φυσικό δικαστή να δικάσει την υπόθεση αρκεί για να δημιουργήσει αμφιβολίες περί της διαφάνειας της διαδικασίας αντικατάστασης και τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή (την αντικατάσταση).
Αυτή η έλλειψη καθιστούσε μη νόμιμη τη σύνθεση του δικαστηρίου και επιτάσσει την εξέταση της υπόθεσης από ένα δικαστήριο που να προβλέπεται από τον νόμο αυτή τη φορά.
Με βούλευμά του τον Μάιο του 2012, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε βλάβη του, η οποία να οφείλεται στην παραβίαση που διαπιστώθηκε από το ΕΔΔΑ.
Τον Ιούνιο του 2012 ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναιρέσεως εναντίον του βουλεύματος, με τον Άρειο Πάγο να την απορρίπτει, κρίνοντας ότι η παραβίαση που διαπιστώθηκε από το ΕΔΔΑ ήταν τυπική και δεν αφορούσε στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της Σύμβασης, δηλαδή το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί από ένα δικαστήριο ανεξάρτητο και αμερόληπτο και από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η άρνηση της επανάληψης της διαδικασίας δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, οι λόγοι που εκτέθηκαν από τον Άρειο Πάγο, συνιστούν, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ερμηνεία του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε ο ΑΠ στο προαναφερθέν άρθρο 525, οι διαδικαστικές πλημμέλειες, όπως αυτές που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω, δεν συνεπάγονται αυτοδικαίως την επανάληψη της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτή η ερμηνεία του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των περιπτώσεων επαναλήψεως των ποινικών διαδικασιών που έχουν αμετακλήτως κριθεί ή τουλάχιστον τις εξαρτούν από κριτήρια που επαφίενται στην εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων δεν φαίνεται αυθαίρετη.
Σημειώνει ότι η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα επανάληψης της δίκης ή άλλων μέσων έννομης προστασίας για την ακύρωση ή την αναθεώρηση των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων και από την έλλειψη ομοιόμορφης προσέγγισης μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά στη λειτουργία των υφιστάμενων μηχανισμών επανεξέτασης (προαναφερθείσα απόφαση MoreiraFerreira (αριθ. 2), §§ 90-91).
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο ΑΠ έκρινε ότι η απόφαση του 2011 δεν αμφισβήτησε την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του σχηματισμού του δικαστηρίου που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης απόφασης, ούτε το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας στο σύνολό της.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν οι εθνικές αρχές κατά την ερμηνεία των αποφάσεων του Δικαστηρίου, υπό το φως των αρχών που διέπουν την εκτέλεση, θεωρεί ότι δεν είναι απαραίτητο να αποφανθεί σχετικά με το κύρος (την ισχύ) της ερμηνείας που έδωσε ο ΑΠ στην απόφασή του της 18ης Ιανουαρίου 2013.
Πράγματι, αρκεί ότι βεβαιώνεται στην απόφαση αυτή ότι δεν πάσχει από αυθαιρεσία, διότι θα υπήρχε στρέβλωση ή αλλοίωση από τους δικαστές του ΑΠ της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο ((Bochan (no 2), précité, §§ 63-65, et MoreiraFerreira (no 2), précité, § 96).
Αν και δεν συμμερίζεται απαραίτητα όλα τα στοιχεία της ανάλυσης της απόφασης της 18ης Ιανουαρίου 2013, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανάγνωση της απόφασης του Δικαστηρίου από τον Άρειο Πάγο, ήταν, στο σύνολό της, αποτέλεσμα πρόδηλης πλάνης περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά που οδηγεί σε «αρνησιδικία», κι ως εκ τούτου, σε εκτίμηση που πάσχει από αυθαιρεσία.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στη μη παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης.
Το ιστορικό της υπόθεσης και τα κυριότερα σημεία της απόφασης είναι διαθέσιμα στο ddikastes.gr
Ολόκληρη η απόφαση είναι διαθέσιμη στη γαλλική γλώσσα, εδώ.