Eχετε σίγουρα ακούσει πολλά τις τελευταίες εβδομάδες για τον ιό του Δυτικού Νείλου και πώς η φετινή έξαρση των σχετικών λοιμώξεων στη χώρα μας επηρεάστηκε από τον καιρό: οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες την άνοιξη, οι έντονες βροχοπτώσεις στην αρχή του καλοκαιριού και οι καύσωνες που ακολούθησαν δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για να γιγαντωθούν οι πληθυσμοί των κουνουπιών του γένους Culex, μέσω των οποίων μεταδίδεται ο ιός, σε πολλές περιοχές. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Ούτε μόνο τη φετινή χρονιά.
Αν παρατηρήσετε τον χάρτη που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), θα δείτε πώς τα τελευταία χρόνια, λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, ο ιός άρχισε να δημιουργεί ολοένα και πιο σοβαρά προβλήματα στην Ευρώπη, σε χώρες που θεωρούνταν άτρωτες μέχρι σήμερα, κινούμενος με ραγδαίους ρυθμούς από την Αφρική και τη λεκάνη της Μεσογείου προς τα βόρεια: Σερβία, Τσεχία, Ουγγαρία, Αυστρία, Ρουμανία, Πολωνία, ακόμα και Ουκρανία και Ρωσία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου, μολυσμένα κουνούπια βρέθηκαν πριν από λίγες ημέρες στο Εσεξ της Ανατολικής Αγγλίας.
Και δεν είναι μόνο ο ιός του Δυτικού Νείλου. Κάθε χρόνο, περίπου 700 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως –ένας στους δέκα!– νοσούν από ασθένειες που μεταδίδονται μέσω μολυσμένων κουνουπιών: ελονοσία, κίτρινος πυρετός, δάγκειος, Ζίκα. Οι θάνατοι αγγίζουν τις 500.000· οι περισσότεροι είναι παιδιών κάτω των πέντε ετών. Η ακτίνα μετάδοσής τους διαρκώς μεγαλώνει.
Τους επιστήμονες ανησυχεί ιδιαίτερα και ο ιός Tσικουνγκούνια, που προκαλεί πολύ έντονους πόνους στις αρθρώσεις (μέχρι τώρα εντοπιζόταν στις τροπικές χώρες αλλά πλησιάζει απειλητικά την Ευρώπη), καθώς και η διάδοση της ελονοσίας, την οποία ο ανεπτυγμένος κόσμος είχε σχεδόν ξεχάσει επί δεκαετίες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, είχε εξαλειφθεί πλήρως από τη δεκαετία του ’50. Σήμερα, τα περιστατικά εκεί πλησιάζουν τα 2.000 ετησίως και έχουν συνεχώς αυξητική τάση. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Ευρώπη. Μόνο μέσα σε μία δεκαετία, από το 1990 μέχρι το 2000, το ποσοστό των νοσούντων αυξήθηκε από 31 σε 71 ανά χίλιους ανθρώπους στον γενικό πληθυσμό. Γιατί μας… θυμήθηκε η ελονοσία;
Προφανώς λόγω της αλλαγής των κλιματικών αλλαγών, που κάνει τη Γηραιά Hπειρο περιβάλλον πιο φιλικό για τα κουνούπια. Προβλέπεται μάλιστα ότι εξαιτίας της σταδιακής αύξησης της θερμοκρασίας, ο Aedes albopictus (το ασιατικό κουνούπι τίγρης, υπεύθυνο για τη μετάδοση του Ζίκα και του δάγκειου πυρετού, μεταξύ άλλων) και ο Anopheles (το κουνούπι-φορέας της ελονοσίας) σε λίγα χρόνια είναι πιθανό να ενδημούν ακόμα και στη Βόρεια Ευρώπη.
Η εξάπλωση του ιού του Δυτικού Νείλου και της ελονοσίας είναι, πράγματι, πολύ σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας. Αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν συμπτώματα μιας απείρως σοβαρότερης ασθένειας, αυτής του πλανήτη, λόγω της υπερθέρμανσης. Είναι δέντρα –μέσα στο δάσος της κλιματικής αλλαγής και των ανθρωπογενών καταστροφών του περιβάλλοντος– που κάνουν ανυπολόγιστο κακό (και) στην υγεία μας.
Με ποιον τρόπο; Οι όλο και συχνότεροι καύσωνες επιβαρύνουν όσους πάσχουν από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα και προκαλούν θανάτους. Η μολυσμένη ατμόσφαιρα ευθύνεται επίσης για θανατηφόρες παθήσεις, η επιμήκυνση της περιόδου της γύρης στα φυτά πυροδοτεί αλλεργίες και άσθμα. Υπάρχουν κι άλλες ψηφίδες σ’ αυτή τη ζοφερή εικόνα. Θάνατοι από ακραία φαινόμενα (όπως πλημμύρες), ξηρασία, μείωση αποθεμάτων πόσιμου νερού, μετάδοση ασθενειών μέσω ακάθαρτου νερού και μολυσμένων τροφίμων, πτώση της παραγωγικότητας σε αγροτικές περιοχές, συρρίκνωση της βιοποικιλότητας, αλλαγές στις καλλιέργειες.
Oλα αυτά είναι κρίκοι στην ίδια αλυσίδα. Είναι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Κάποιες άμεσες και προφανείς. Και κάποιες άλλες έμμεσες, μακροπρόθεσμες και πιο… ύπουλες. Είναι ενδεικτικό αυτό που επεσήμανε διεθνής επιστημονική μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Science Advances: η ρύπανση της ατμόσφαιρας από το διοξείδιο του άνθρακα κάνει το ρύζι λιγότερο θρεπτικό κι αυτό θα μπορούσε να γίνει τροχοπέδη στην ανάπτυξη εκατομμυρίων παιδιών στην Ασία και την Αφρική και να θέσει σε κίνδυνο την υγεία δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε χώρες όπου το ρύζι είναι πυλώνας της διατροφής τους.
Μετράμε αντίστροφα
Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε πριν από λίγους μήνες και η έγκυρη βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet. Eκθεσή της, που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή ειδικών από όλο τον κόσμο –από 24 πανεπιστήμια–, τονίζει ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια απειλή για την παγκόσμια υγεία. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει. Η κλιματική αλλαγή όχι μόνο επιβραδύνει, αλλά δεν αποκλείεται και να «σβήσει» –αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα– την πρόοδο που έχει σημειώσει η ιατρική επιστήμη τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συμφωνεί: προβλέπει ότι, ανάμεσα στο 2030 και το 2050, η κλιματική αλλαγή θα προκαλεί 250.000 επιπλέον θανάτους κάθε χρόνο – οφειλόμενους κυρίως σε ελονοσία, υποσιτισμό, διάρροια και θερμικό στρες. Aπό αυτούς, οι 15.000 θα οφείλονται σε καύσωνες και θα αφορούν, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, τις χώρες της Μεσογείου και της Ανατολικής Ευρώπης. Tη γειτονιά της Ελλάδας, δηλαδή…
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΚΕΝΤΡΟΦΣΚΙ*
Τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας πρέπει να προετοιμαστούν
H κλιματική αλλαγή ευθύνεται ήδη, ως επιβαρυντικός παράγων, για 1,4 εκατ. πρόωρους θανάτους στην Ευρώπη (σε 53 χώρες με περίπου 900 εκατομμύρια κατοίκους). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, είναι πολύ πιθανό τα 2/3 των Ευρωπαίων να εκτίθενται κάθε χρόνο σε καταστροφές που οφείλονται στις καιρικές συνθήκες· το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 5% κατά την περίοδο 1981-2010. Η αλλαγή του κλίματος είναι ο κύριος «ένοχος» γι’ αυτό.
Οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν. Ο αριθμός των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας που θα χάνουν τη ζωή τους από τους καύσωνες θα ανεβαίνει συνεχώς. Η λειψυδρία θα απασχολεί ολοένα και περισσότερες περιοχές: το 35% της Ευρώπης θα ταλανίζεται από έλλειψη νερού το 2070, ενώ ο πληθυσμός θα έχει αυξηθεί κατά 16-44 εκατομμύρια. Οι δασικές πυρκαγιές δεν θα αφανίζουν εκτάσεις μόνο της Νότιας Ευρώπης αλλά και της Βόρειας – είδατε τι συνέβη φέτος στη Σουηδία. Οι κλιματικές αλλαγές θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και στην ήδη παρατηρούμενη έξαρση λοιμωδών ασθενειών που μεταδίδονται με τσίμπημα κουνουπιών.
Η μεγάλη πρόκληση –και στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας– είναι να προετοιμαστούν τα συστήματα υγείας των ευρωπαϊκών χωρών ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις νέες απειλές. Να εντοπίζουν εγκαίρως τα τρωτά σημεία σε τοπικό/εθνικό επίπεδο και να αναπτύσσουν στρατηγικές πρόβλεψης/διαχείρισης κρίσεων. Τα κύματα καύσωνα, οι σφοδρές βροχοπτώσεις, οι καταστροφικές πλημμύρες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι επιδημίες μολυσματικών ασθενειών δεν θα αποτελούν εξαίρεση – αλλά, δυστυχώς, τον κανόνα. Kαι ας μην ξεχνάμε ότι η υγεία και η ευζωία των ανθρώπων δεν εξαρτώνται μόνο από τις μεταβολές στο μοτίβο του καιρού αλλά και από τις κοινωνικές προεκτάσεις τους: το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον οι Ευρωπαίοι θα μπορούν και στο μέλλον να απολαμβάνουν επάρκεια σε τρόφιμα και πόσιμο νερό, να αναπνέουν όσο το δυνατόν πιο καθαρό αέρα και να διαθέτουν ασφαλή στέγη.
* Ο κ. Βλαντιμίρ Κεντρόφσκι είναι προϊ-στάμενος στο Ευρωπαϊκό Τμήμα Κλιματικής Αλλαγής και Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO).
ΖΑΝ ΣΕΜΕΝΤΖΑ*
Η Ευρώπη μετατρέπεται σε hotspot μεταδοτικών νόσων
Αναμφίβολα, η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας – άρα αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας, έχουμε δει την εξάπλωση «παραδοσιακά» τροπικών ασθενειών σε περιοχές της Ευρώπης που μέχρι τώρα δεν είχαν σχεδόν ποτέ βιώσει τέτοια απειλή: λοιμώξεις από τον ιό Τσικουνγκούνια στην Ιταλία και στη Γαλλία (2007) και τον ιό του Δυτικού Νείλου στην Ελλάδα και τη Ρουμανία (2010), καθώς και την πρώτη εγχώρια μετάδοση του δάγκειου πυρετού στη Γαλλία και στην Κροατία (2010). Oμως, ειδικά σε ό,τι αφορά τον ιό του Δυτικού Νείλου, φέτος καταρρίφθηκαν όλα τα ρεκόρ: μέχρι τις 23 Αυγούστου τα περιστατικά στις ευρωπαϊκές χώρες ήταν 410, ενώ μέχρι το τέλος του 2017 είχαν καταγραφεί συνολικά 204 – και η περίοδος μετάδοσης δεν έχει ακόμη τελειώσει. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η Ευρώπη δεν αποκλείεται να γίνει hot spot για αναδυόμενες ή επανεμφανιζόμενες μεταδοτικές νόσους.
Τι μας ανησυχεί περισσότερο; Ο ιός του Δυτικού Νείλου, ο Τσικουνγκούνια και η λεϊσμανίαση δείχνουν τάσεις εξάπλωσης σε νέες περιοχές. Από την άλλη, δεν θεωρούμε πιθανή μια επιδημία ελονοσίας, γιατί η διάδοσή της είναι πολυπαραγοντική· εξαρτάται και από κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Ακόμα και ιοί που δεν είναι θανατηφόροι ενδέχεται να έχουν σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες: σκεφτείτε τους κλυδωνισμούς που θα προκαλέσουν στα εθνικά συστήματα υγείας και τα προβλήματα που συνεπάγονται για τουριστικές χώρες, όπως η Ελλάδα. Αποστολή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) είναι να παρέχει επιστημονικές συμβουλές στις κυβερνήσεις και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Eνωσης, ώστε να συνειδητοποιήσουν τις δραματικές αλλαγές που συμβαίνουν στον πλανήτη και να αναπτύξουν τους αναγκαίους μηχανισμούς· όχι μόνο αντιμετώπισης αλλά και πρόληψης: πιστεύουμε ότι η πρόληψη είναι πιο αποτελεσματική –και σίγουρα στοιχίζει λιγότερο– από την αντιμετώπιση μιας κρίσης όταν έχει ήδη πάρει μεγάλες διαστάσεις.
* Ο κ. Ζαν Σεμέντζα είναι επικεφαλής του Τμήματος Επιστημονικής Αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΡΗΣ*
Μεγάλη πρόκληση για τους επιστήμονες
Το πώς οι μεταβολές στο μοντέλο του καιρού της Ευρώπης, λόγω της υπερθέρμανσης, επηρεάζουν την εξάπλωση νοσημάτων που μεταδίδονται με διαβιβαστές (συνήθως έντομα), το είδαμε με τη φετινή «συμπεριφορά» του ιού του Δυτικού Νείλου. Οι εκτός νόρμας υψηλές θερμοκρασίες την άνοιξη, οι παρατεταμένες βροχές στην αρχή του καλοκαιριού και τα κύματα ζέστης που ακολούθησαν, διαμόρφωσαν ιδανικές συνθήκες όχι μόνο για τη δημιουργία νέων εστιών πολλαπλασιασμού των κουνουπιών, αλλά και για τον πολλαπλασιασμό του ίδιου του ιού μέσα στα κουνούπια.
Υπάρχουν, όμως, και άλλες παράμετροι του πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη δημόσια υγεία. Οπως το ότι απειλεί την ασφάλεια της τροφής μας με προφανείς αλλά και με λιγότερο αυτονόητους τρόπους. Οι έντονες βροχοπτώσεις ενισχύουν την ανάπτυξη βακτηριακών και μυκητιακών παθογόνων στα φυτά – κάποια προσβάλλουν και τον άνθρωπο. Η άνοδος της θερμοκρασίας είναι πιθανό να προκαλέσει την έξαρση τροφιμογενών νοσημάτων, όπως οι λοιμώξεις από καμπυλοβακτηρίδιο και σαλμονέλα. Ειδικά για τη σαλμονέλα, είναι ξεκάθαρο ότι ο πολλαπλασιασμός της στο περιβάλλον και στα τρόφιμα επιταχύνεται δραματικά από μια αύξηση της θερμοκρασίας ακόμα και της τάξης τoυ 1° C. Επίσης, μια ενδεχόμενη μολυσματική επιδημία θα επηρεάσει την ασφάλεια του αίματος και θα κλονίσει τα ευρωπαϊκά συστήματα αιμοδοσίας: ήδη, λόγω του ιού του Δυτικού Νείλου, οι ελληνικές μονάδες αιμοδοσίας έχουν επιφορτιστεί με επιπρόσθετους μοριακούς ελέγχους, ώστε να αποκλειστεί η μετάδοση μέσω του αίματος. Κι όλα αυτά αποκτούν άλλη διάσταση μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο: τον πληθυσμό που γερνάει, την οικονομική κρίση που οδηγεί σε υποβάθμιση των παροχών υγείας, τις μετακινήσεις πληθυσμών (τουρισμός, μετανάστευση) – τα βακτήρια και οι ιοί δεν γνωρίζουν από σύνορα. Η αποκωδικοποίηση των πολύπλοκων αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των παθογόνων μικροβίων και της κλιματικής αλλαγής είναι μία από τις μεγάλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως επιστήμονες στις επόμενες δεκαετίες.
* Ο κ. Αθανάσιος Τσακρής είναι καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.