Η Λευκωσία κάνει λόγο για «σκόπιμη πολιτική» με στόχο να θιγούν τα δικαιώματα των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών ως προς την αποκατάσταση της περιουσίας τους
Η παράνομη ανάπτυξη ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα συνεχίζεται ανεξέλεγκτα, καταγγέλλει η Λευκωσία στο Συμβούλιο της Ευρώπης και κάνει λόγο για «σκόπιμη πολιτική» με στόχο να θιγούν τα δικαιώματα των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών ως προς την αποκατάσταση της περιουσίας τους.
Σύμφωνα με κυβερνητικό υπόμνημα προς την Επιτροπή Υπουργών, το 2001 η παράνομη ανάπτυξη περιουσιών στα κατεχόμενα κάλυπτε μια έκταση περίπου 107 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία επεκτάθηκε το 2007 σε 207 τ. χλμ και το 2014 σε 279 τ.χλμ. Η Λευκωσία λέει επίσης ότι υπάρχουν αποδείξεις για σημαντική ανάπτυξη στις περιοχές της Μόρφου και της Καρπασίας «σε μια κλίμακα που δεν παρατηρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια».
Στο υπόμνημα που εστάλη ενόψει της συζήτησης για τα δικαιώματα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων, μεταξύ 18 και 20 Σεπτεμβρίου στο Στρασβούργο, η Κύπρος εκφράζει την έντονη ανησυχία της για το γεγονός ότι συνεχίζεται η «συνενοχή της Τουρκίας στην παράνομη πώληση ή εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών κατοικιών και περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου».
Η Λευκωσία καλεί παράλληλα την Επιτροπή Υπουργών να αναγνωρίσει τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει ότι θα υλοποιηθούν πλήρως οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ από την Τουρκία.
Παραθέτει εξάλλου νέο κατάλογο με αποσπάσματα δημοσιευμάτων στον τουρκοκυπριακό Τύπο από το 2017 και 2018, που, όπως λέει, αποδεικνύουν την ενεργό συμμετοχή ή ενθάρρυνση των κατοχικών αρχών στη συνεχιζόμενη παράνομη εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό υπόμνημα, η σκόπιμη διανομή περιουσιών ως εργαλείο που «ισοδυναμεί με εθνοκάθαρση» αναδεικνύεται μέσα από δηλώσεις του προέδρου της επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Diyalog, στις 24 Μαρτίου 2018, ο οποίος είπε ότι «…όσο περισσότερη γη τουρκοποιείται, το δικαίωμα της ελληνοκυπριακής πλευράς να απαιτεί γη στο βορρά – όπως χαρακτήρισε τα κατεχόμενα – θα καταργείται», ενώ λέει ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην «τουρκοποίηση» της Μόρφου, ώστε να φύγει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Μαζί παρατίθεται και μέρος παλαιότερου καταλόγου που είχε αποσταλεί στο ΕΔΑΔ, με τουρκοκυπριακά δημοσιεύματα από το 2004 μέχρι το 2011 που «απεικονίζουν όχι μόνο την εκτεταμένης κλίμακας διανομή των ελληνοκυπριακών περιουσιών, αλλά και το ότι οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε σχέση με τις περιουσίες συχνά αποσκοπούσαν στο να θιγούν τα δικαιώματα των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών ως προς την αποκατάσταση της περιουσίας τους».
Μεταξύ άλλων, υπενθυμίζεται ότι κατά την τελευταία συνεδρίαση στο Στρασβούργο, τον περασμένο Ιούνιο, η Άγκυρα απείλησε ότι θα σταματήσει να συνεργάζεται με την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και δεν θα συμμετάσχει σε συζητήσεις αναφορικά με την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου που σχετίζονται με το Κυπριακό.
Ενόψει την συνεδρίασης στο Στρασβούργο, η Λευκωσία ζητά από την Επιτροπή Υπουργών να επαναβεβαιώσει ότι η μεταβίβαση ή ανοικοδόμηση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα χωρίς την συναίνεση των νόμιμων ιδιοκτητών αποτελεί μια συνεχιζόμενη παραβίαση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων.
Ζητά παράλληλα τη λήψη άμεσων μέτρων για να παρεμποδιστούν οι μεταβιβάσεις ή η ανοικοδόμηση επί των περιουσιών, αλλά και να μπει ένα τέλος στην ενθάρρυνση ή προώθηση της πώλησης και χρήσης ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα χωρίς τη συναίνεση των ιδιοκτητών.
Τέλος, η Λευκωσία επαναλαμβάνει το αίτημα για άμεση καταβολή των αποζημιώσεων που επιδίκασε το ΕΔΑΔ τον Μάιο του 2014.
Με δεύτερο υπόμνημα προς το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Λευκωσία κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου, σημειώνοντας ότι η επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας δεν μπορεί να αποτελέσει ένα «αποτελεσματικό πλαίσιο προσφυγής». Ζητά παράλληλα από την Επιτροπή Υπουργών να συνεχίσει την επίβλεψη της συμμόρφωσης της Τουρκίας, στη βάση της απόφασης του Δικαστηρίου για αποζημίωση.
Εκφράζει ακόμη ανησυχία για το γεγονός ότι έχει παραμεληθεί για πολλά χρόνια η καταβολή των αποζημιώσεων στις υποθέσεις «Ξενίδη-Αρέστη» και «Βαρνάβα», παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Επιτροπής Υπουργών προς την Άγκυρα, με τη Λευκωσία να ζητά άμεση πληρωμή.
Σε επιστολή του προς την Επιτροπή Υπουργών, ο δικηγόρος της Τιτίνας Λοϊζίδου, Αχιλλέας Δημητριάδης, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι 30 χρόνια σχεδόν μετά την υποβολή της αίτησης, η κ. Λοϊζίδου ακόμη προσπαθεί να βρει δικαίωση σε σχέση με την εφαρμογή των ατομικών της μέτρων. Συμπληρώνει ότι η Επιτροπή Υπουργών είναι η μόνη αρμόδια να επιφέρει την εκτέλεση της απόφασης ενώ λέει ότι δεν θα είχε ένσταση στην παραπομπή της υπόθεσης εκ νέου στο ΕΔΑΔ, στη βάση του άρθρου 46.