Ακύρωση ταμειακών βεβαιώσεων χρεών από εκχώρηση μισθωμάτων στο Δημόσιο – Ανακοπή κατά ΚΕΔΕ αρμοδιότητας πολιτικών δικαστηρίων – αοριστία ταμειακών βεβαιώσεων, ατομικών ειδοποιήσεων και λοιπών εγγράφων αναγκαστικής εκτέλεσης – αποτυχία άρσης της αοριστίας από το Δημόσιο – πρόκληση δικονομικής βλάβης στις ανακόπτουσες
ΜΠρΑθ 9283/2018 (1η δημοσίευση justina.gr)
Απόσπασμα:
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής εκτίθεται ότι στις προσβαλλόμενες ταμειακές βεβαιώσεις δεν αναφέρονται με σαφήνεια η αιτία της οφειλής, το οικονομικό έτος στο οποίο αφορά, οι προσαυξήσεις και το συνολικά οφειλόμενο κεφάλαιο, αλλά γίνεται μνεία μόνον ότι αναφέρονται σε «φόρους ειδικών κατηγοριών» και στις συναφείς ατομικές ειδοποιήσεις χαρακτηρίζονται ως οφειλές για «λοιπούς φόρους». Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο ανακοπής οι ανακόπτουσες βάλλουν κατά του κύρους των προσβαλλόμενων ταμειακών βεβαιώσεων και του υπ’ αριθμ. xxx/2014 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτης, εκθέτοντας ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις για τη νόμιμη εκχώρηση μισθωμάτων και στην σχετική δήλωση δεν επισυνάφθηκαν τα νόμιμα δικαιολογητικά, αλλά μόνο το μισθωτήριο έγγραφο, το οποίο έληγε σε προγενέστερο της εκχώρησης χρόνο, καθώς και ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι τα εκχωρηθέντα μισθώματα δεν είχαν εισπραχθεί. Ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, εδραζόμενος στα άρθρα 455 επ. ΑΚ, 1, 73 και 75 του Κ.Ε.Δ.Ε και 4 παρ.7 του ν. 2238/1994 και τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 1036819/642/Α0012/ΠΟΛ 1096/06.04.2001 Υπουργικής Απόφασης, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του. Με τον τρίτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτουσες αιτιώνται περί ανυπαρξίας της απαίτησης που βεβαιώθηκε με την υπ’ αριθμ xxxx/2012 ταμειακή βεβαίωση ποσού 30.561,24 ευρώ, εκθέτοντας ότι ο εκχωρητής xxxxxxx xxxxxxxx δεν διατηρούσε απαίτηση απόδοσης μισθωμάτων κατά το έτος 2011, διότι η χρήση του μισθίου του είχε αποδοθεί από 20.12.2010, η δε απαίτηση ποσού 43.294 ευρώ έχει αποσβεσθεί εν μέρει λόγω του συμψηφισμού της με βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση της μισθώτριας (ήδη δεύτερης ανακόπτουσας), η οποία έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη πριν την ένδικη εκχώρηση μισθωμάτων συνολικού ποσού 34.020 (και δη απαίτησης για την εκτέλεση επωφελών δαπανών στο μίσθιο, η οποία ανερχόταν σε ποσό 29.274 ευρώ, πλέον απαίτησης απόδοσης της καταβληθείσας εγγύησης ποσού 4.746,70 ευρώ). Επίσης, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η βεβαιωθείσα απαίτηση του εναπομείναντος κεφαλαίου (9.274 ευρώ) πάσχει ακυρότητας για τους προαναφερόμενους λόγους και λόγω της καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος. Οι προαναφερόμενοι λόγοι ανακοπής είναι νόμιμοι, εδραζόμενοι στα άρθρα 73 Κ.Ε.Δ.Ε., 448 και 463 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα τους. […]
[…] Στις προσβαλλόμενες υπ’ αριθμ. xx/2011, xx/2011 και xx/2012 ταμειακές βεβαιώσεις αναγράφονται τα ποσά εκάστης βεβαιωθείσης οφειλής, πλην όμως δεν αναγράφεται η ημερομηνία και η αιτία της οφειλής, με ειδικότερο προσδιορισμό των κονδυλίων. κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές προσαυξήσεις, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της ύπαρξης και του ύψους αυτής, αλλά αναφέρεται αόριστα ότι οι βεβαιωθείσες οφειλές αναφέρονται σε «λοιπούς φόρους ειδικών κατηγοριών». Η σχετική αοριστία δεν ήρθη από τα λοιπά προσκομιζόμενα έγγραφα, καθόσον στις υπ’ αριθμ. πρωτ. xxx/2011, xxx/2011 και xxx/2012 ατομικές ειδοποιήσεις του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς προς την πρώτη ανακόπτουσα αναφέρεται ότι αφορούν σε οφειλές για «λοιπούς φόρους», πλέον προσαυξήσεων, χωρίς να εξειδικεύεται το είδος αυτών και να αναφέρεται η αιτία της οφειλής και το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται, και στις υπ’ αριθμ. xxx/2013 και xxx/2014 ατομικές ειδοποιήσεις προς τη δεύτερη ανακόπτουσα γίνεται λόγος για «οφειλές ατομικές σας ή ως ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας (ΑΦΜ xxxxxxxxxx)», χωρίς εξειδίκευση των οφειλών και αναφορά των ταμειακών βεβαιώσεων στις οποίες αναφέρονται (βλ. και την προσκομιζόμενη με αριθμ. πρωτ. xxx/2017 ατομική ειδοποίηση προς τη δεύτερη ανακόπτουσα, στην οποία γίνεται μνεία των ένδικων οφειλών που αναφέρονται ως οφειλές για «λοιπούς φόρους ειδικών κατηγοριών»). Επίσης, στην «συγκεντρωτική εικόνα ατομικών ανοιχτών οφειλών εκτός ρύθμισης» της δεύτερης ανακόπτουσας αποτυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ένδικες βεβαιωθείσες απαιτήσεις ποσών 12.733,85 ευρώ, 30.561.24 και 30.561.24 ευρώ, αντίστοιχα, και στο πεδίο χαρακτηρισμού του είδους τους σημειώθηκε αορίστως ότι πρόκειται για «λοιπούς φόρους ειδικών κατηγοριών» (βλ. την προσκομιζόμενη από 07.11.2014 εκτύπωση της προαναφερόμενης συγκεντρωτικής κατάστασης από την ιστοσελίδα «TaxisNet.gr»). Επιπρόσθετα, στους υπ’ αριθμ. x/04.01.2011, x/29.06.2011 και x/29.08.2012 χρηματικούς καταλόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ. x/2011, x/2011 και x/2012 ταμειακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, αντίστοιχα, αναφέρεται ότι τα βεβαιωθέντα χρέη συνιστούν «λοιπούς φόρους ειδικών κατηγοριών» (βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των προαναφερόμενων χρηματικών καταλόγων). Επιπρόσθετα, στον από 04.02.2014 πίνακα χρεών που έχει επισυναφθεί στην υπ’ αριθμ. x/04.02.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών xxxxxxxxx, παρατίθενται οι ένδικες απαιτήσεις και στο πεδίο του «είδους του χρέους» αναγράφεται ότι πρόκειται για «λοιπούς φόρους ειδ.» (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο του προαναφερόμενού πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς ν. Αττικής) και στον από 21.02.2014 πίνακα χρεών που επισυνάφθηκε στο υπ’ αριθμ. xxx/xxx/2014 κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, οι επίδικες απαιτήσεις και στο πεδίο του «είδους της οφειλής» αναγράφεται ότι πρόκειται για «λοιπούς φόρους ει.» (βλ, το προσκομιζόμενο αντίγραφο του προαναφερόμενου πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς ν. Αττικής).
Επίσης, από την εκτίμηση των αυτών ως άνω αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε ότι οι ανακόπτουσες υφίστανται βλάβη από την ατελή και αόριστη περιγραφή των ένδικων απαιτήσεων, η οποία συνίσταται στην αδυναμία τους να ελέγξουν το ακριβές ύψος της οφειλής και να προβάλλουν τους αμυντικούς έναντι αυτής ισχυρισμούς τους και δεν μπορεί να αναιρεθεί με άλλον τρόπο, παρά με την κήρυξη της ακυρότητας των προσβαλλόμενων ταμειακών βεβαιώσεων και συνακόλουθα των εδραζόμενων επ’ αυτών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. τις προσκομιζόμενες ατομικές ειδοποιήσεις ληξιπρόθεσμων χρεών από τη Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς για διάφορες αιτίες). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, δεκτού γενομενου του πρώτου λόγου ανακοπής, να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή – παρέλκουσας της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής με τους οποίους υποβάλλεται το αυτό αίτημα ακύρωσης των προσβαλλόμενων πράξεων – και να ακυρωθούν οι υπ’ αριθμ. xx/2011, xx/2011 και xx/2012 ταμειακές βεβαιώσεις της Δ.Ο.Υ. Κηφισίας ν. Αττικής για οφειλές εκχωρηθέντων μισθωμάτων, ποσών 12.733,85 ευρώ, ευρώ και 30.561,24 ευρώ, αντίστοιχα, για τις οποίες εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 574/2011, 2288/2011 και 3963/2012 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών προς την πρώτη ανακόπτουσα και οι υπ’ αριθμ. xxx/2013 και xxx/2014 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών προς τη δεύτερη ανακόπτουσα, καθώς το υπ’ αριθμ. xx/2014 κατασχετήριο έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Κηφισίας, με το οποίο επιβλήθηκε εις χείρας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» ως τρίτης κατάσχεση και δεσμεύθηκε ο υπ’ αριθμ. x/xxxxxx τραπεζικός λογαριασμός της δεύτερης ανακόπτουσας, ως προς το κεφάλαιο ποσού 73.855 ευρώ, που αναφέρεται στις προσβαλλόμενες ταμειακές βεβαιώσεις εκχωρηθέντων μισθωμάτων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).