Το μεγάλο ξεκαθάρισμα του τεράστιου όγκου των υποθέσεων που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τις 150.000, επιχειρείται πρώτη φορά μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου που τίθεται σε ισχύ από τις 15 Σεπτεμβρίου.
Η δυνατότητα πρόσβασης των τραπεζών στα στοιχεία για τις καταθέσεις όσων έχουν κάνει αίτηση να υπαχθούν στον νόμο, αλλά και ο αναδρομικός επανυπολογισμός των τόκων όσων η αίτησή τους απορρίπτεται από το δικαστήριο, αποτελούν τις δύο βασικές αλλαγές που θα επιτρέψουν τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών αλλά και όσων έχουν καταφύγει στον νόμο προκειμένου να κερδίσουν χρόνο. Οπως εκτιμούν οι τράπεζες, υπό την απειλή της αποκάλυψης των καταθέσεών τους τόσο οι στρατηγικοί κακοπληρωτές όσο και αυτοί που έχουν καταθέσει αίτηση χωρίς να δικαιούνται προστασίας μόνο και μόνο για να «παγώσουν» την οφειλή τους έως την εκδίκαση της υπόθεσης, έχουν πλέον κάθε λόγο να τα βρουν με την τράπεζα. Εν αναμονή της καταληκτικής ημερομηνίας, οι τράπεζες έχουν ήδη γίνει αποδέκτες αιτημάτων για την αναζήτηση λύσης, που σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία αφορούν το περίπου 15% των περιπτώσεων που έχουν υπαχθεί στον νόμο. Από τις πρώτες διερευνητικές κρούσεις που έγιναν άλλωστε στις αρχές του καλοκαιριού όταν θεσμοθετήθηκαν οι αλλαγές, σημαντικό ποσοστό της τάξης του 40% έδειχνε να σκέφτεται την πρόταση της τράπεζας και μένει πλέον να διαπιστωθεί πόσοι από αυτούς θα προχωρήσουν σε συμφωνία. Οπως εκτιμούν μετά και την καλοκαιρινή ραστώνη, το κρίσιμο διάστημα θα είναι αυτό μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, οπότε και θα υπάρχει σαφής εικόνα για το κατά πόσο οι αλλαγές που υπήρξαν στον νόμο Κατσέλη θα λειτουργήσουν ως επιταχυντές για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.
Οι τράπεζες έχουν ήδη προετοιμαστεί για την επόμενη μέρα με τυποποιημένες λύσεις που προβλέπουν γενναία «κουρέματα» –έως και το 80%– για όσους έχουν οφειλές από καταναλωτικά δάνεια, αλλά και ευνοϊκές προτάσεις για όσους έχουν οφειλές από στεγαστικά δάνεια και θέλουν να σώσουν την πρώτη κατοικία τους. Πρόκειται για μια πρακτική μαστιγίου και καρότου αφού θα επιτρέψει σε αυτούς που πραγματικά έχουν δυσκολία στην αποπληρωμή των οφειλών τους να απαλλαγούν από μέρος του χρέους που τους βαραίνει, αλλά και όσους καταχρηστικά έχουν κάνει αίτηση υπαγωγής στον νόμο, να χάσουν την προστασία και να υποχρεωθούν να βρουν μια λύση με την τράπεζα. Στην περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια η λύση, που μπορεί να περιλαμβάνει και «κούρεμα», θα δίνεται σε συνάρτηση με την εμπορική αξία του ακινήτου, αλλά και το κατά πόσον ο δανειολήπτης τηρεί τη ρύθμιση που έχει συμφωνήσει με την τράπεζα. Ετσι, το δάνειο θα επανυπολογιστεί με βάση τη σημερινή τιμή του ακινήτου και η τράπεζα θα «κουρεύει» κάθε χρόνο μέρος της οφειλής, μόνο εάν ο δανειολήπτης είναι συνεπής στην αποπληρωμή.
Να σημειωθεί πως σε ό,τι αφορά στον αναδρομικό επανυπολογισμό των τόκων σε περίπτωση που η προσφυγή κάποιου απορριφθεί από το δικαστήριο, ο νόμος μέχρι πρόσφατα προέβλεπε το «πάγωμα» του εκτοκισμού όλων των οφειλών από καταναλωτικά δάνεια και κάρτες κατά τη στιγμή που ο δανειολήπτης έκανε την αίτηση υπαγωγής στον νόμο και τον εκτοκισμό με το συμβατικό επιτόκιο των οφειλών από στεγαστικό δάνειο – χωρίς δηλαδή επιβάρυνση τόκων υπερημερίας. Eτσι αρκετοί ήταν εκείνοι που έκαναν αίτηση υπαγωγής (σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν το 40%), γνωρίζοντας ότι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρόνο.
Με τον τρόπο αυτό απολάμβαναν άτοκη περίοδο χάριτος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, που μπορεί να απαιτούσε από 1 έως και 11 χρόνια. Πλέον σε περίπτωση που η αίτηση απορριφθεί από το δικαστήριο, ο οφειλέτης υποχρεώνεται στην καταβολή των τόκων που αναλογούν στην οφειλή αναδρομικά. Σε ό,τι αφορά στο τραπεζικό απόρρητο ο νόμος δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να εναντιωθεί στην άρση του έως τις 15η Σεπτεμβρίου και μετά. Eτσι παρά το γεγονός ότι κάποιος δεν στερείται του δικαιώματος να ρυθμίσει τις οφειλές του βάσει της δικαστικής οδού και της λύσης που θα προτείνει το αρμόδιο ειρηνοδικείο, εάν εναντιωθεί στην άρση του απορρήτου, χάνει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του την προστασία από κάθε είδους αναγκαστικό μέτρο που μπορεί να ασκήσει ο πιστωτής, όπως η κατάσχεση λογαριασμών ή ο πλειστηριασμός του ακινήτου.