Η ελληνική οικονομία εκτροχιάστηκε στα τέλη του 2009, έχοντας μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, πτώση της παραγωγικότητας, ενώ αυξήθηκε σημαντικά το δημόσιο χρέος. Η κρίση που ακολούθησε μεταδόθηκε στη διεθνή σκηνή το 2010, με την αρχή σειράς οικονομικών προγραμμάτων μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων στην Ε.Ε., τους ευρωπαϊκούς θεσμικούς οργανισμούς και το ΔΝΤ, με στόχο να ορθοποδήσει η οικονομία. Επειτα από οκτώ έτη μπορούμε να συνοψίσουμε τα αποτελέσματα, λέγοντας ότι το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περίπου 25%, η ανεργία κορυφώθηκε στο 27,5% και η Ελλάδα βίωσε σημαντική πολιτική και κοινωνική αναταραχή. Στα πιο πρόσφατα χρόνια, η ελληνική οικονομία άρχισε να σταθεροποιείται, παρότι υπήρξαν παλινωδίες. Βρισκόμαστε σήμερα στη δεύτερη πενταετία της κρίσης (2016-2020) και καθώς οριστικοποιούνται τα στοιχεία από την πρώτη πενταετία, μπορούμε να αρχίσουμε να αναλογιζόμαστε ποια ήταν η βαθύτερη επίπτωση της οικονομικής κρίσης στην ελληνική κοινωνία. (Τα στοιχεία είναι προκαταρκτικά, διότι απαιτούνται περίπου πέντε έτη μέχρι να έχουμε αδιάσειστα δεδομένα.)
Στοιχεία
Αν θέλει κανείς να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία οποιασδήποτε οικονομίας σε βάθος χρόνου, πρέπει να αρχίσει μελετώντας τα δεδομένα για τον πληθυσμό και τα δημογραφικά στοιχεία. Σε βάθος χρόνου, μια οικονομία βασίζεται στο μέγεθος και στη δυναμική του πληθυσμού. Φυσικά υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ της διαχείρισης της οικονομίας, του μεγέθους του πληθυσμού και των δημογραφικών εξελίξεων. Οταν υπάρχει καλή διαχείριση της οικονομίας και επαρκής αύξηση του πλούτου των πολιτών, η δυναμική του πληθυσμού τείνει να είναι σταθερή και οι οικογένειες διαθέτουν την οικονομική σιγουριά ώστε να κάνουν παιδιά. Σε κοινωνίες με ανεπαρκή διακυβέρνηση ή σε όσες έχουν υποστεί ισχυρή οικονομική πίεση, παρατηρούνται διακυμάνσεις στη δυναμική του πληθυσμού και οι οικογένειες έχουν την τάση να εγκαταλείπουν τη χώρα ή να κάνουν λιγότερα παιδιά. Φυσικά, υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες, κοινωνικοί, πολιτισμικοί και προσωπικοί, που επηρεάζουν τον οικογενειακό σχεδιασμό και τις δημογραφικές εξελίξεις, αλλά η οικονομική εμπιστοσύνη είναι από τους πιο θεμελιώδεις και διαδραματίζει αξιοσημείωτο ρόλο.
Σε αυτό το «Σημείωμα προς συζήτηση» παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία που έχει αποστείλει η ΕΛΣΤΑΤ στη Eurostat σχετικά με τον πληθυσμό και τις δημογραφικές εξελίξεις, τα οποία αποκαλύπτουν τη σχέση μεταξύ οικονομικών και δημογραφικών εξελίξεων. Σε αυτό το σημείωμα κάνουμε μια υπόθεση για το τι μπορεί να συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια. Ο αναγνώστης μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Κάθε συζήτηση και σχόλιο είναι ευπρόσδεκτο.
Πληθυσμός
Στο Γράφημα 1 αποτυπώνεται η εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού από το 1960 και μετά, ενημερωμένη από τις πιο πρόσφατες προβλέψεις που έχουν υποβάλει οι ελληνικές αρχές και όπως έχουν υποβληθεί από την ΕΛΣΤΑΤ στη Eurostat. Τα δεδομένα χρησιμοποιούνται όπως παρουσιάστηκαν χωρίς κανενός είδους επεξεργασία. Αν είναι λανθασμένα τα στοιχεία, τότε ενδέχεται να είναι λανθασμένη και η διάγνωση ή η υπόθεση για το τι συμβαίνει. Ετσι φαίνεται πόσο σημαντική είναι η παρουσίαση ακριβών δεδομένων χωρίς να υπάρχει ανησυχία για το κατά πόσον είναι «ευχάριστα» ή «δυσάρεστα» αυτά τα στοιχεία.
Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει δύο γραμμές στο Γράφημα 1 για τον πληθυσμό: η πάνω διακεκομμένη γραμμή δείχνει τις δημογραφικές προβλέψεις που είχαν γίνει το 2011, με βάση τις πληροφορίες και τις τάσεις που ήταν γνωστές εκείνη την περίοδο. Οι προβλέψεις φτάνουν έως το 2060. Η κάτω συνεχής γραμμή δείχνει τις προβλέψεις που έγιναν το 2018 και φτάνουν έως το 2080. Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat προχώρησαν σε σημαντική αναθεώρηση των προβλέψεων, με βάση στοιχεία που προέκυψαν για την περίοδο 2010-2015. Οι προβλέψεις για το μέγεθος του πληθυσμού και τον ρυθμό αύξησής του έχουν αναθεωρηθεί σημαντικά προς το χειρότερο, αρχίζοντας από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009. Πλέον προβλέπεται πως το 2060 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι κατά 2,4 εκατ. πολίτες μικρότερος απ’ ό,τι προβλεπόταν το 2011. Η διαφορά είναι κρίσιμη για την κυβερνητική οικονομική πολιτική και θα αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό.
Σημειώστε ότι στο Γράφημα 1 η γραμμή για την εξέλιξη του πληθυσμού, με βάση τις νέες προβλέψεις, παρουσιάζει απότομη κάμψη το 2011. Πριν από αυτή την ημερομηνία, ο ελληνικός πληθυσμός αυξανόταν με αργό ρυθμό και προβλεπόταν ότι θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Στα νέα στοιχεία φαίνεται ότι το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτασε στο αποκορύφωμά του και πως στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται σταδιακά. Η περίοδος συμπίπτει με την οικονομική ύφεση και την πίεση που άσκησε αυτή στην οικογένεια και ευρύτερα στην κοινωνία. Οι Ελληνες άρχισαν να αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό και να μεταναστεύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ακόμη πιο μακριά, με αποτέλεσμα τη μείωση του εγχώριου πληθυσμού. Είναι πιθανόν να υπάρξει και νέα αναθεώρηση των στοιχείων, αλλά τέτοια σημαντική υποχώρηση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού δεν απαντάται συχνά στα στοιχεία άλλων χωρών και δείχνει πως η ύφεση είχε βαθιά επίπτωση στην Ελλάδα.
Η ύπαρξη μικρότερου πληθυσμού στο μέλλον σημαίνει πως και η οικονομία θα είναι μικρότερη σε σύγκριση με τις προσδοκίες που υπήρχαν στην αρχή της δεκαετίας. Με μικρότερο πληθυσμό θα περιοριστούν η κατανάλωση, οι επενδύσεις και το επίπεδο της συνολικής απασχόλησης. Συνεπώς, περιορίζεται και το δυνητικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας (το συνολικό επίπεδο δραστηριότητας). Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει υψηλό δημόσιο χρέος, η ύπαρξη μικρότερης οικονομίας σημαίνει πως το κατά κεφαλήν χρέος θα είναι υψηλότερο απ’ ό,τι προβλεπόταν νωρίτερα, γεγονός που καθιστά ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση τον περιορισμό του χρέους. Αυτή η εξέλιξη αναδεικνύει την αίσθηση που έχουν πολλοί Ελληνες ότι έχει περάσει η κορύφωση της κρίσης (η ύφεση), αλλά πως τα επακόλουθά της θα διαρκέσουν πολύ ακόμα. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να τύχει πολύ προσεκτικής διαχείρισης, βασισμένης σε στοιχεία, ώστε να καταφέρει να υπερβεί τις προκλήσεις του υψηλού δημόσιου χρέους και της μείωσης του πληθυσμού.
Ρυθμός αύξησης
Ας ψάξουμε λίγο πιο βαθιά ακόμα τα στοιχεία, για να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει με τον πληθυσμού ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών. Στο Γράφημα 2 φαίνεται η εξέλιξη της ομάδας του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν υποβάλει ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat. Εδώ βλέπουμε ότι η πρόβλεψη για το μέγεθος αυτού του τμήματος του πληθυσμού είναι λίγο υψηλότερη στις προβλέψεις του 2018 σε σύγκριση με αυτές του 2011, αλλά η διαφορά είναι μικρή. Ωστόσο, και στα νέα στοιχεία αποτυπώνεται η απότομη συρρίκνωση και αυτής της ομάδας του πληθυσμού (η κάτω γραμμή που φτάνει έως το 2080). Προβλέπεται ότι έως το 2060 το μέγεθος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) θα είναι κατά 1,2 εκατ. μικρότερο από την προηγούμενη πρόβλεψη. Και πάλι η διαφορά είναι πολύ σημαντική και επηρεάζει τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να περιμένει κανείς από την ελληνική οικονομία.
Υπάρχουν και άλλες πληροφορίες που αρχικά δεν προσέχει κανείς και οι οποίες γίνονται εμφανείς αν επικεντρωθεί κανείς στον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού και όχι στο μέγεθός του. Στα Γραφήματα 3 και 4 φαίνονται ο ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού και οι προβλέψεις για την εξέλιξή του. Στο Γράφημα 3 φαίνεται ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού και οι προβλέψεις για την εξέλιξή του τόσο με βάση τις προβλέψεις του 2011 όσο και με βάση αυτές του 2018. Γίνεται αντιληπτό στο Γράφημα 3 ότι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού υπέστη πλήγμα γύρω στο 2010-2011. Είναι ενδιαφέρον ότι ο ρυθμός εξακολουθεί να είναι χαμηλότερος τα επόμενα 30 με 40 χρόνια σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψη. Η σύγκλιση των δύο ρυθμών ανάπτυξης του πληθυσμού είναι αργή και γίνεται στη διάρκεια πολλών ετών.
Στο Γράφημα 4 φαίνεται ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (15-64 ετών) δέχθηκε ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα από το σύνολο του πληθυσμού. Κατέρρευσε επίσης γύρω στο 2010-2011 και προβλέπεται ότι θα εξακολουθήσει να είναι μικρότερος σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψη, έως το 2050, μέχρι δηλαδή να ξεθωριάσουν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν σε δύο ερωτήματα: ποια είναι η επίπτωση της εξέλιξης του πληθυσμού στην οικονομία και γιατί απαιτείται τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να ανακάμψει ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού;
Συνέπειες
Αναζητώντας απάντηση στην πρώτη ερώτηση, υποθέστε ότι όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) βρίσκουν εργασία και ότι η παραγωγικότητα όλων είναι η μέση. Αυτό θα σήμαινε ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι το προϊόν της ανάπτυξης του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας και της μέσης παραγωγικότητας των εργαζομένων. Εξετάζοντας πολλές άλλες οικονομίες, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της τάξης του 1,5% τον χρόνο είναι εφικτός, συνεπώς ας υποθέσουμε πως ο μέσος Ελληνας εργαζόμενος μπορεί να πετύχει μακροπρόθεσμα, κατά μέσον όρο, τον ίδιο ρυθμό παραγωγικότητας. Εν συνεχεία πρέπει να εκτιμήσουμε ποιος είναι ο ρυθμός αύξησης των ατόμων που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας, ώστε να αποκτήσουμε μια αίσθηση του πόσο αυξάνεται η διαθέσιμη εργασία. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ο ρυθμός αύξησης των ανθρώπων που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας θα είναι μειωμένος κατά 0,5%, κατά μέσον όρο, τα επόμενα πενήντα χρόνια, σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2011, ενώ σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις θα μειωθεί κατά 1%. Πράγμα που σημαίνει ότι χονδρικά ο μέσος ρυθμός δυνητικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι γύρω στο 0,5% τον χρόνο για τις επόμενες δεκαετίες, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψη του 2011 ήταν 1%.
Το βασικό συμπέρασμα είναι πως η μείωση του πληθυσμού και ιδιαίτερα του πληθυσμού των ευρισκόμενων σε ηλικία εργασίας (όπως θα περίμενε κανείς, έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα μεγαλύτερος αριθμός ενηλίκων παρά εξαρτώμενων μελών) που υποδηλώνεται στα νέα στοιχεία και η οποία φαίνεται ότι προκλήθηκε από την οικονομική κρίση είναι πιθανόν να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και ενδέχεται να έχει περιορίσει τη δυνητική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 0,5 τοις εκατό.
Οσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, γιατί χρειάζεται τόσος χρόνος ώστε να αρχίσει να ενισχύεται και πάλι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, η απάντηση μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με τη γεννητικότητα στην Ελλάδα και με την ανάκαμψη των γενεών. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες τείνουν να παντρεύονται κάπως αργά, σε ηλικία 25 με 30 ετών, και αποκτούν τέκνα λίγο αργότερα απ’ ό,τι σε ορισμένες άλλες χώρες. Πράγμα που σημαίνει πως μια νέα «γενιά» εμφανίζεται κάθε 30 έτη. Αν η κρίση χτύπησε την υπάρχουσα γενιά Ελλήνων που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία, με ορισμένους εξ αυτών, ειδικά όσοι βρίσκονται σε ηλικία εργασίας, να έχουν μετοικήσει σε άλλη χώρα, τότε το χάσμα γενεών που προέκυψε μαζί με την οικονομική κρίση και τη μετανάστευση θα εξακολουθήσει να υπάρχει για τα επόμενα 30 έτη, μέχρι δηλαδή να ωριμάσει η γενιά παιδιών που γεννήθηκαν την περίοδο της κρίσης και να αρχίσει να κάνει παιδιά. Αν υπάρξει επιστροφή των μεταναστών ή αν αυξηθεί η γεννητικότητα, τότε θα αποδειχθούν υπερβολικά συντηρητικές οι σημερινές προβλέψεις.
Το βασικό συμπέρασμα είναι πως αν δεν υπάρξουν αλλαγές στη μετανάστευση και στη γεννητικότητα, σε σύγκριση με τις σημερινές προβλέψεις, είναι πιθανόν να απαιτηθεί μια ολόκληρη γενιά (δηλαδή 30 έτη) ώστε να αντισταθμίσει ο ελληνικός πληθυσμός την επίπτωση που είχε η κρίση στη δημογραφική εξέλιξη. Αν εξετάσει κανείς τα παραπάνω στοιχεία, τότε θα δει ότι γύρω στο 2050 θα πλησιάσει ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού τον ρυθμό της προηγούμενης πρόβλεψης, η οποία δεν περιελάμβανε την επίπτωση του οικονομικού σοκ την περίοδο 2010-2015.
Τα στατιστικά στοιχεία ενδέχεται να αναθεωρηθούν και οι υποθέσεις και προβλέψεις να επικαιροποιηθούν. Δεδομένης της σημασίας αυτών των στοιχείων, θα βοηθούσε αν η ΕΛΣΤΑΤ μπορούσε να αναθεωρεί τα στοιχεία σε ετήσια βάση. Η κυβέρνηση καλά θα έκανε να προσέξει αυτά τα στοιχεία και να ενημερώσει την κοινή γνώμη γι’ αυτά τα πολύ σημαντικά δεδομένα.
Σε αυτό το σημείωμα χρησιμοποιούμε τη βασική πρόβλεψη, δηλαδή την πρόβλεψη που φαντάζει ως η πιθανότερη με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες. Για να εκτιμηθεί κατά πόσον είναι βάσιμο το βασικό σενάριο και κατά πόσον η εξέλιξη θα μπορούσε να είναι καλύτερη ή χειρότερη, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να αναπτύξει δικά της σενάρια, με ελαφρώς διαφορετικές υποθέσεις, ώστε να αποκτήσει διαφορετικές εκτιμήσεις.
Οι προβλέψεις είναι πάντοτε σε κάποιο βαθμό «γραμμικές». Πράγμα που σημαίνει πως δεν προβλέπουν μεγάλες μεταβολές στην αλλαγή της συμπεριφοράς του πληθυσμού. Αποτελούν «σχετική συνέχεια των σημερινών τάσεων». Ισως, όμως, καθώς θα πνέει ούριος άνεμος στα πανιά της ελληνικής οικονομίας, ορισμένοι που έφυγαν από την Ελλάδα να επιστρέψουν και να ενισχύσουν την ομάδα του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας. Ζωτικής σημασίας για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να υπάρχουν αξιόπιστη κυβερνητική πολιτική και επικοινωνία, που θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη ότι αξίζει να επενδύσει και να εργαστεί κανείς στην Ελλάδα.
Σε αυτό το σημείωμα περιοριζόμαστε να αναλύσουμε τον πληθυσμό σε όσους βρίσκονται σε ηλικία εργασίας και σε όσους είναι εξαρτώμενα μέλη. Για την οικονομική ανάλυση δεν επαρκεί αυτό. Το επόμενο βήμα θα ήταν να κάνουμε με βάση τον πληθυσμό που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας προβλέψεις για το εργατικό δυναμικό (εξαρτάται από το ποσοστό συμμετοχής), την απασχόληση (εξαρτάται από τις επενδύσεις και το εργασιακό κόστος) και την ανεργία. Ακόμη και αν δεν αυξάνεται ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας, μια οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί μέσω της αύξησης του ποσοστού συμμετοχής στην αγορά εργασίας και μέσω του περιορισμού της ανεργίας (αύξηση της απασχόλησης). Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια στην Ελλάδα ώστε να ενισχυθεί κάτι από αυτά, αλλά και πάλι πρέπει να τονιστεί πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η αξιόπιστη κυβερνητική πολιτική. Στο επόμενο σημείωμα θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τον πληθυσμό που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας σε εργατικό δυναμικό, απασχόληση και ανεργία, ώστε να διαπιστώσουμε τις άλλο μπορούμε να μάθουμε.
* Ο κ. Μπομπ Τράα είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος. Αυτό το άρθρο είναι το πρώτο μιας σειράς άρθρων για την ελληνική οικονομία, τα οποία θα δημοσιευθούν στην «Καθημερινή» της Κυριακής.