ΑΠ 224/2018 (ποιν) Περίληψη: Είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά στο δε κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, στο τέλος και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ. Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, προκειμένου να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντα),μετά την πρόταση αυτής στο συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου και τελευταία στο συνήγορο του πολιτικώς ενάγοντα, παραβιάζοντας έτσι την κανονισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 369 παρ.1 ΚΠΔ, σειρά και δη το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει το λόγο τελευταίος. Ομοίως μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης παρέλειψε να δώσει το λόγο στο συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ώστε να τοποθετηθεί επί της ποινής που είχε προτείνει η Εισαγγελέας.
“Η υπό κρίση, με αρ. πρωτ. 7603/ 6-9-2017, αίτηση-δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 659/2017 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη της πλαστογραφίας και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Ι. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α’ ΚΠΔ . Ως λόγοι για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθούν μόνο: Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο( άρθρο 171) …>>. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ’ του ΚΠΔ, (όπως η περ. δ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010), σε συνδυασμό με το ως άνω άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, ακόμη προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν “α)…β)…γ)… δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, “όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (αρ.32 παρ. 2) έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δε μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο”, ενώ, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου “ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά στο δε κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, στο τέλος και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ (ΑΠ 934/2017, ΑΠ 32/2017) .
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων πλήττει την προαναφερόμενη υπ’ αρ. 659/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας, προβάλλοντας την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφενός διότι δεν δόθηκε σ αυτόν ή τον συνήγορό του τελευταία ο λόγος επί της ενοχής αφετέρου, διότι δεν του δόθηκε καθόλου ο λόγος επί της ποινής.
Από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει πράγματι ότι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, προκειμένου να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντα),μετά την πρόταση αυτής στο συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου και τελευταία στο συνήγορο του πολιτικώς ενάγοντα, παραβιάζοντας έτσι την κανονισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 369 παρ.1 ΚΠΔ, σειρά και δη το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει το λόγο τελευταίος. Ομοίως μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης, η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης παρέλειψε να δώσει το λόγο στο συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ώστε να τοποθετηθεί επί της ποινής που είχε προτείνει η Εισαγγελέας, επελθούσης ως εκ τούτου ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντα.
Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 Α’σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ)”. (areiospagos.gr)