Οι ευρωβουλευτές από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ψήφισαν υπέρ της επιβολής κυρώσεων στην Ουγγαρία για παραβίαση του κράτους δικαίου; Αν όχι, γιατί;
Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκό ερώτημα. Μια ουσιαστική διόρθωση της πορείας στην Ουγγαρία (ή στην Πολωνία, για αυτό το θέμα), δεν θα έρθει μόνο μέσω επιθέσεων. Η πίεση έχει αποφέρει μερικές παραχωρήσεις αλλά οι κυβερνήσεις στη Βουδαπέστη και στη Βαρσοβία δεν φαίνεται να αλλάζουν γνώμη. Μια πιο προσεγμένη στρατηγική από την υπόλοιπη ΕΕ θα συνέθετε τα τιμωρητικά μέτρα με μια αντανάκλαση για το πώς μπορεί κανείς να κερδίσει συμμάχους στην περιοχή για να ανακόψει την ανελεύθερη ολίσθηση, όπως έχει υποστηρίξει ο συνάδερφός μου Richard Youngs.
Προς το παρόν, οι κινήσεις κατά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας έχουν διχαστικό αποτέλεσμα. Αυτό δεν είναι επιχείρημα κατά της επίκλησης του Άρθρου 7 αλλά μια επισήμανση ότι έχει και συνέπειες. Κρίνοντας από τις ψήφους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την προηγούμενη εβδομάδα, η Κεντρική και Δυτική Ευρώπη είναι χωρισμένες. Ενώ οι ευρωβουλευτές από τα κράτη-μέλη της Δυτικής Ευρώπης ψήφισαν να επιβάλλουν κυρώσεις στην Ουγγαρία 4 προς 1, οι Κεντροευρωπαίοι μόλις που συγκέντρωσαν μια απλή πλειοψηφία. Οι περισσότεροι Βούλγαροι, Τσέχοι, Σλοβάκοι και Σλοβένοι ευρωβουλευτές, ψήφισαν εναντίον. Οι Κροάτες ήταν μοιρασμένοι, 5 προς 5. Μόνο οι αντιπροσωπείες της Βαλτικής και της Ρουμανίας ψήφισαν σταθερά υπέρ. Η Ουγγαρία -της οποίας το κυβερνών κόμμα Fidesz εκπροσωπείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- ψήφισε εναντίον, όπως αναμενόταν (5 προς 14), αλλά η πολωνική αντιπροσωπεία στην πραγματικότητα στρέβλωσε τα αποτελέσματα στην αντίθετη κατεύθυνση, ψηφίζοντας 23-22 υπέρ της επίπληξης, με πέντε αποχές (αυτό οφείλεται κυρίως στην υπολειπόμενη ισχύ της πολωνικής αντιπολίτευσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
Είναι ανησυχητικό ότι κατά της επιβολής επίπληξης στην Ουγγαρία, ψήφισαν ακόμη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης της Κεντρικής Ευρώπης, που έχουν ελάχιστους πολιτικούς λόγους για να υποστηρίξουν τις κυβερνώσες ελίτ στην περιοχή. Και προχωράει πιο μακριά από τα ακραία αντιευρωπαϊκά κόμματα επίσης. Αρκετοί πολιτικοί που οφείλουν να είναι φυσικοί σύμμαχοι της Κομισιόν και των άλλων κρατών-μελών στη διατήρηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, έχουν ψηφίσει κατά των κυρώσεων στην Ουγγαρία.
Ορισμένοι είχαν αμφιβολίες για το εάν η ΕΕ υπερέβη τις αρμοδιότητές της στην επίκληση του Άρθρου 7. Αυτή είναι μια θεμιτή ανησυχία αλλά που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Μια πιο προσεκτική ματιά για το ποιος ψήφισε πώς και γιατί, με βάση τις δηλώσεις των ευρωβουλευτών, υποδηλώνει ότι υπάρχουν δύο ξεχωριστά σώματα, η υποστήριξη των οποίων θα είναι ουσιαστικής σημασίας για την αποκατάσταση των παραβατικών τάσεων στην Κεντρική Ευρώπη.
Το πρώτο είναι οι “λογικοί” κοινωνικοί συντηρητικοί, κυρίως Χριστιανοδημοκράτες. Αισθάνονται να έχουν “ξεβραστεί” σε μια ΕΕ της οποίας το κύριο πολιτικό χάσμα, θέτει όλο και περισσότερο τον κατά του εκσυγχρονισμού συντηρητισμό, εναντίον της γενιάς του 1968 των Δυτικοευρωπαίων φιλελεύθερων. ΟΙ τελευταίοι ορθώς αισθάνονται ότι το σύστημα αξιών τους δέχεται επίθεση. Αλλά όσο πιο πολύ οι Δυτικοευρωπαίοι απαντούν με τον καθορισμό της νεωτερικότητας με στενούς και αποκλειστικούς όρους -ως μια ισχυρή δέσμευση για ένα εκτεταμένο σύνολο δικαιωμάτων για τα οποία οι ίδιες τους οι κοινωνίες δεν θα δεσμευόταν πριν από μία ή δύο δεκαετίες- τόσο πιο πολύ πιέζουν τους κεντρώους ψηφοφόρους στα συντηρητικά άκρα της Κεντρικής Ευρώπης, στις αγκαλιές της αντιευρωπαϊκής πτέρυγας. Θα πρέπει να προκαλεί ανησυχία το ότι οι ευρωβουλευτές από κεντρώες δυνάμεις όπως η τσεχική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση ψήφισε εναντίον του Άρθρου 7, διότι αυτοί δεν είναι οπαδοί του Orban. Μια βασική δύναμη της ΕΕ ήταν παραδοσιακά η ικανότητά της να φιλοξενεί διάφορες μορφές διαφορετικότητας χωρίς να διακινδυνεύει την ενότητα, και αυτό το μάθημα καλό είναι να μην ξεχαστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα δικαιώματα θα πρέπει να παραμείνουν στατικά ενώ οι τάσεις εξελίσσονται, αλλά στην Ιρλανδία και στην Ισπανία δόθηκε χρόνος για να αλλάξουν με το δικό τους ρυθμό, και αυτή η προσέγγιση έχει λειτουργήσει υπέρ της ΕΕ.
Το δεύτερο σώμα της Κεντρικής Ευρώπης που έχει διασπαστεί από την πλειοψηφία στο θέμα της ψηφοφορίας της Ουγγαρίας, αποτελείται από μια διακομματική ομάδα Ευρωβουλευτών που δεν συμφωνούν με την πολιτική του Viktor Orban αλλά αναγνωρίζουν την αντίθεσή του στις υποχρεωτικές ποσοστώσεις για τους αιτούντες άσυλο. Όχι, αυτό δεν τους κάνει αυτομάτως ευρωσκεπτικιστές. Οι Ευρωβουλευτές από τα φιλελεύθερα κόμματα της Σλοβακίας -για παράδειγμα το SaS και το NOVA- είναι εναντίον του αυταρχισμού και φιλοευρωπαϊκά, αλλά είναι εναντίον των υποχρεωτικών ποσοστώσεων και του τρόπου με τον οποίο καθορίστηκαν αυτές (δηλαδή, με την ειδική πλειοψηφία). Μπορεί κανείς εύλογα να ρωτήσει γιατί οι ποσοστώσεις ασύλου έχουν περισσότερη σημασία από τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Η εξήγηση -όχι δικαιολογία- είναι ότι η μεταναστευτική συζήτηση έχει αγγίξει ένα ευαίσθητο νεύρο ανατολικά του Έλβα, για λόγους που ο Ivan Krastev περιγράφει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. Η μετανάστευση έχει γίνει ένα καθοριστικό ζήτημα που καθιστά έναν λογικό δημόσιο διάλογο στην Κεντρική Ευρώπη για άλλα θέματα της ΕΕ συμπεριλαμβανομένου και του Άρθρου 7, δύσκολη έως αδύνατη.
Η μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ, παρουσιάζει μια ευκαιρία για τη διεύρυνση της επιλογής για τα κράτη-μέλη, πέρα από ένα ναι ή όχι στις ποσοστώσεις. Η κατανομή των βαρών και η αλληλεγγύη, όπως επισημαίνει ο Stefan Lehne του Carnegie, μπορεί να αποδειχθεί με σειρά διαφορετικών τρόπων. Όσο πιο σύντομα η ΕΕ μετακινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο καλύτερες είναι οι πιθανότητες συγκέντρωσης των πολιτικών πλειοψηφιών που απαιτούνται για την καταπολέμηση των αυταρχικών τάσεων στην Κεντρική Ευρώπη.