Περίπου το 5% από τα ετήσια έσοδά τους χάνουν οι επιχειρήσεις λόγω απάτης, ποσοστό που, αν υπολογιστεί στο Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν που ανέρχεται σε 79,6 τρισ. δολάρια, ισοδυναμεί με 4 τρισ. δολάρια. Στο ποσό αυτό τη μεγαλύτερη συμβολή έχει η απάτη στις οικονομικές καταστάσεις, η οποία, αν και εμφανίζεται σπανιότερα από το μεγαλύτερο ποσοστό απάτης που είναι η υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων, εντούτοις έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τη φετινή παγκόσμια έρευνα του Association of Certified Fraud Examiners (ACFE), σύμφωνα με την οποία, ενώ η απάτη στις οικονομικές καταστάσεις αντιστοιχεί στο 10% των περιστατικών επαγγελματικής απάτης, εντούτοις έχει μια μέση απώλεια για τις επιχειρήσεις της τάξεως των 800.000 δολαρίων.
Στον αντίποδα, ενώ οι περιπτώσεις υπεξαίρεσης αντιστοιχούν στο 89% των περιπτώσεων απάτης, δημιουργούν μέση απώλεια στις επιχειρήσεις της τάξεως των 114.000 δολαρίων.
Αποτυπώνοντας τα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας του ACFE για την επαγγελματική απάτη, η κυρία Ειρήνη Παπαδοπούλου, MBA Partner ΣΟΛ Α.Ε. και Ambassador for Audit Community ACFE Greece, επισημαίνει ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ζημία για την επιχείρηση από μία απάτη, καθώς κανείς δεν γνωρίζει τις απάτες που δεν ερευνήθηκαν και δεν ανιχνεύθηκαν ποτέ, ενώ ακόμα και γι΄ αυτές που έχουν έρθει στο φως το συνολικό κόστος μπορεί να μην είναι ποτέ εφικτό να υπολογιστεί.
Τα ανωτέρω ποσά που καταγράφει η έρευνα ως επίπτωση στις επιχειρήσεις προκύπτουν από στοιχεία που παρείχαν οι CFEs (Certified Fraud Examiners) που συμμετείχαν στην έρευνα. Η ζημία που υπολογίστηκε από τις περιπτώσεις απάτης της έρευνας ανέρχεται σε 7,1 δισ. δολ. και αποτελεί, φυσικά, μικρό μέρος της παγκόσμιας επαγγελματικής απάτης. Κατά περιστατικό απάτης, η μέση απώλεια υπολογίστηκε από τα στοιχεία της έρευνας σε 130.000 δολάρια.
Η έρευνα καταγράφει επίσης μια μέση απώλεια 250.000 δολαρίων για τις επιχειρήσεις από απάτη που οφείλεται σε διαφθορά. Η τελευταία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους τόσο σε επίπεδο επιχείρησης, όσο και σε κρατικό επίπεδο και επίπεδο γεωγραφικής ζώνης. Οι επιχειρηματικοί κλάδοι που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη συχνότητα περιπτώσεων διαφθοράς είναι η ενέργεια (53%), η βιομηχανία (51%) και η κρατική και δημόσια διοίκηση (50%). Σημειώνεται ότι το 70% των περιστατικών διαφθοράς έχουν διαπραχθεί από άτομα που κατείχαν θέση με εξουσία στην επιχείρηση ή ισχυρές αρμοδιότητες.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι συχνότερες μέθοδοι διάπραξης απάτης είναι η δημιουργία πλαστών/εικονικών εγγράφων (55%), η αλλοίωση/παραποίηση εγγράφων (48%), η πραγματοποίηση παράνομων/δόλιων συναλλαγών στο λογιστικό πρόγραμμα (42%), η αλλοίωση λογιστικών συναλλαγών (34%), η αλλοίωση/παραποίηση ηλεκτρονικών εγγράφων ή φακέλων (31%), η καταστροφή φυσικού εγγράφου αρχείου (30%), η κατασκευή ψευδών/πλαστών ηλεκτρονικών αρχείων και εγγράφων (29%) και η κατασκευή δόλιων λογιστικών εγγραφών (27%).
Η έρευνα αλλά και η εμπειρία των επαγγελματιών ερευνητών έχουν δείξει ότι όσο περισσότερο διαρκεί μια απάτη μέχρι να αποκαλυφθεί, τόσο περισσότερο γιγαντώνεται και επηρεάζει τα θύματά της. Συγκεκριμένα, τα περιστατικά απάτης που διαρκούν περισσότερο από 5 έτη, κοστίζουν 20 φορές περισσότερο από αυτά που αποκαλύπτονται εντός 6 μηνών.
Από την άλλη, οι δράστες τείνουν να ξεκινούν με μικρής έκτασης απάτες και να αυξάνουν ραγδαία τις πράξεις αυτές σε λιγότερο από 3 έτη. Συνεπώς, είναι επιτακτική η ανάγκη χρήσης μηχανισμών πρόληψης και έγκαιρης καταστολής περιστατικών απάτης από τις επιχειρήσεις για να ελαχιστοποιηθούν οι ζημίες που αυτές επιφέρουν. Από την έρευνα φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να προβούν μάλλον σε μέτρα πρόληψης αντί καταστολής.
Οι κυρίαρχες μέθοδοι ανίχνευσης της απάτης είναι η καταγγελία (στο 40% των περιπτώσεων), ο εσωτερικός έλεγχος (internal audit) στο 15% των περιπτώσεων και ο επανέλεγχος από τη διοίκηση (management review) στο 13% των περιπτώσεων. Οι καταγγελίες προέρχονται σε ποσοστό 53% από το εσωτερικό της επιχείρησης (υπάλληλοι) και λιγότερο από εξωτερικούς παράγοντες (πελάτες, προμηθευτές, ανταγωνιστές).
Η έρευνα καταδεικνύει επίσης ότι υπάρχει στενή σχέση της εξουσίας και των αρμοδιοτήτων που έχει ο δράστης στην επιχείρηση με το μέγεθος της απάτης. Τα μεγαλύτερα ποσοστά δραστών τα κατέχουν οι υπάλληλοι στις επιχειρήσεις, οι οποίοι όμως επιφέρουν ζημίες πολύ μικρότερες από αυτές που πραγματοποιεί η ιδιοκτησία ή εκτελεστικά στελέχη διοικήσεως. Η μέση ζημία που επιφέρουν οι ιδιοκτήτες ανέρχεται σε 850.000 δολάρια κατά μέσο όρο και είναι 17 φορές μεγαλύτερη από αυτήν που προκαλούν οι υπάλληλοι.