Νόμιμη η άρνηση του Κοινοβουλίου να παρέχει σε δημοσιογράφους πρόσβαση σε έγγραφα με τις αποζημιώσεις των ευρωβουλευτών
Με σημερινή του απόφαση το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ επικύρωσε την άρνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να παράσχει πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούν τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας των ευρωβουλευτών.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το Κοινοβούλιο προέβαλε βάσιμα τον ισχυρισμό ότι τα σχετικά έγγραφα περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον οι αιτούντες δεν απέδειξαν την αναγκαιότητα της διαβίβασής τους.
Ιστορικό
Τον Ιουλίου του 2015, διάφοροι δημοσιογράφοι και δημοσιογραφικές ενώσεις υπέβαλαν στο Κοινοβούλιο αιτήσεις πρόσβασης στα έγγραφα που αφορούν τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας των ευρωβουλευτών.
Το Κοινοβούλιο απέρριψε στο σύνολό τους τις αιτήσεις αυτές, καθώς και τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις που ακολούθησαν.
Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προσέφυγαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας την ακύρωση των αποφάσεων του Κοινοβουλίου.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τις προσφυγές και επικυρώνει τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου περί άρνησης παροχής, στους αιτούντες, πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να αρνηθούν την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ο δε κανόνας αυτός πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Οδηγία 95/46/ΕΚ).
Βάσει της νομοθεσίας αυτής, ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Εν προκειμένω, όλα τα ζητηθέντα έγγραφα περιέχουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή (δηλαδή τους ευρωβουλευτές), ο δε χαρακτηρισμός των πληροφοριών αυτών ως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να αποκλειστεί απλώς και μόνο επειδή οι εν λόγω πληροφορίες συνδέονται με δημόσια δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα αυτά.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ακολούθως ότι μπορεί εντούτοις να παρασχεθεί πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εάν ο αιτών αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβίβασης και εάν δεν συντρέχουν λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή μπορεί να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων.
Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η πρώτη από τις δύο αυτές σωρευτικές προϋποθέσεις (αναγκαιότητα της διαβίβασης των ζητηθέντων δεδομένων) δεν πληρούται εν προκειμένω.
Συγκεκριμένα, οι αιτούντες δεν απέδειξαν με ποιον τρόπο η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων θα ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση επαρκούς ελέγχου των δαπανών που πραγματοποίησαν τα μέλη του Κοινοβουλίου προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ιδίως δε για την αντιστάθμιση των προβαλλόμενων ανεπαρκειών των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου των δαπανών αυτών. Ομοίως, η βούληση διεξαγωγής δημόσιας συζήτησης δεν αρκεί για να αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων, στο μέτρο κατά το οποίο ένα τέτοιο επιχείρημα συνδέεται μόνο με τον σκοπό της αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα.
Τέλος, οι αιτούντες δεν απέδειξαν ότι η εν λόγω διαβίβαση ήταν πρόσφορη υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι τελούσε σε αναλογία με αυτόν. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει εν πάση περιπτώσει ότι, με τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγοντες δεν επιδιώκουν τόσο να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της άρνησης του Κοινοβουλίου να τους παράσχει πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα όσο να καταγγείλουν τις ελλείψεις και την αναποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου. Δεν εναπόκειται όμως στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο των προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιών του.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να προβεί στην απόκρυψη, στα ζητηθέντα έγγραφα, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να παράσχει, επομένως, μερική πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων κατόπιν αφαίρεσης από αυτά όλων των προσωπικών δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των ευρωβουλευτών) θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, δεδομένου ότι τέτοιου είδους πρόσβαση δεν θα παρείχε στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις κατ’ ιδίαν δαπάνες των μελών του Κοινοβουλίου, καθώς θα ήταν αδύνατο να συνδεθούν τα ζητηθέντα έγγραφα με τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται.
Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η απόκρυψη, στα ζητηθέντα έγγραφα, όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνεπαγόταν υπερβολικό διοικητικό φόρτο λόγω του όγκου των ζητηθέντων εγγράφων (ο αριθμός των οποίων ανερχόταν σε περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια έγγραφα για το σύνολο των αιτήσεων).
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA.