Μικρή αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, η οποία όμως δεν ξεπερνά το 16,2% του ΑΕΠ που έχει τεθεί ως ανώτατο επιτρεπτό όριο από την Ε.Ε., δείχνουν σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» τα στοιχεία που παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση στους επικεφαλής των δανειστών, κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταμνημονιακής τους επίσκεψης στην Αθήνα.
Προκειμένου η κυβέρνηση να στηρίξει την επιχειρηματολογία της ότι η περικοπή των συντάξεων έως 18% δεν είναι δημοσιονομικά αναγκαία, η ηγεσία του υπ. Εργασίας παρουσίασε ήδη τα στοιχεία που δείχνουν ότι το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ και τα επόμενα χρόνια θα είναι σημαντικό, παρά τη μείωση των εσόδων κατά περίπου 188 εκατ. ευρώ εξαιτίας της μείωσης των εισφορών στους μη μισθωτούς. Είναι ενδεικτικό ότι το πλεόνασμα του υπερφορέα εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 1,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018, έναντι πλεονάσματος της τάξης των 777 εκατ. ευρώ τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του. Ηδη, όπως δήλωσε η αρμόδια υπουργός Εφη Αχτσιόγλου, στο οκτάμηνο Ιανουάριος – Αύγουστος, το πλεόνασμα άγγιξε τα 900 εκατ. ευρώ.
Ως προς το επιχείρημά της ότι δεν απειλείται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού, τα «όπλα» της κυβέρνησης είναι η αναλογιστική μελέτη που εγκρίθηκε από το Aging Group της Κομισιόν τον περασμένο Μάιο και δείχνει ότι το σύστημα παραμένει βιώσιμο έως το 2070, αλλά και τα νέα στοιχεία για το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, που δεν εμφανίζεται να ξεπερνά το όριο του 16,2% σε καμία από τις επόμενες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία, στην πρώτη μελέτη, όπου είχαν εκτιμηθεί και οι συνέπειες των περικοπών, η συνταξιοδοτική δαπάνη από 17,3% του ΑΕΠ το 2016 έπεφτε στο 13,4% το 2020, και ακολουθούσε την εξής πτωτική πορεία: 13,5% το 2022, 12% το 2030 και μόλις 10,6% του ΑΕΠ το 2070. Με τα νέα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στους δανειστές, το 2020 η δαπάνη αυξάνεται μόλις κατά 0,5 της μονάδας, ήτοι φθάνει στο 13,9% του ΑΕΠ το 2020 και αγγίζει σχεδόν το 13,6% το 2022. Από το 2030 δε και μετά, δεν παρατηρείται καμία μεταβολή, γεγονός που, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, αποδεικνύει ότι το μέτρο της περικοπής δεν είναι ούτε διαρθρωτικά αναγκαίο.
Παράλληλα, φαίνεται πως η δαπάνη εξακολουθεί και με τα νέα δεδομένα να προσεγγίζει και στη συνέχεια να πέφτει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα το 2070 στην Ε.Ε. η μέση συνταξιοδοτική δαπάνη να εκτιμάται στο 11,4% και στη χώρα μας στο 10,6% του ΑΕΠ.
Μάλιστα, από τους πίνακες που παραδόθηκαν στους θεσμούς προκειμένου να συνεχιστεί η συζήτηση για το θέμα, φαίνεται πως η αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης έως το 2030 ενδέχεται να απορροφηθεί πλήρως από την επίδραση που θα προκαλέσει στην πορεία του ΑΕΠ η αύξηση της κατανάλωσης και των φορολογικών εσόδων από τη μη περικοπή των συντάξεων.
Τέλος, επισημάνθηκε από την ελληνική πλευρά ότι η μη περικοπή θα αποτρέψει την περαιτέρω φτωχοποίηση των συνταξιούχων, οι οποίοι, όπως επισημαίνεται και στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν, κινδυνεύουν εξαιτίας των ψηφισμένων περικοπών. Βέβαια, στην ίδια έκθεση τα μέτρα που ελήφθησαν χαρακτηρίζονται απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των στόχων οικονομικής ανάπτυξης και πρωτογενών πλεονασμάτων…