Ἰωάννη Κ. Προμπονᾶ
Καθηγητοῦ φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἡ ἑλληνική, μιὰ ἀπὸ τὶς πέντε χιλιάδες περίπου γλῶσσες ποὺ μιλιοῦνται σήμερα στὸν κόσμο, κατέχει ἕνα μοναδικὸ χαρακτηριστικό. Εἶναι ἡ μόνη ζωντανὴ γλῶσσα τῆς ὁποίας μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήσει τὴν ἐξέλιξη ἐπὶ τριανταεπτὰ αἰῶνες. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἡ Ἑλληνικὴ νικᾶ τὴν Αἰγυπτιακὴ (ἡ ὁποία γραπτῶς μαρτυρεῖται γιὰ περισσότερο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ εἶναι γλωσσικὰ νεκρὴ) καὶ τὴν Κινεζική, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ζωντανή, ἀλλὰ τὰ ἀρχαιότερά της κείμενα εἶναι κατὰ τι νεότερα ἀπὸ τὸν 16ο π.Χ αἰῶνα. Ἡ διαπίστωση ἀνήκει στοὺς διαπρεπεῖς γλωσσολόγους Humbert, Risch, καὶ Duhoux καὶ εἶναι ὀρθή. Τὸ ἀρχαιότερο γραπτὸ μνημεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μιὰ σχεδὸν κυκλικὴ κροκάλη, ποὺ κυριολεκτικὰ μπορεῖς νὰ τὴν κρατήσεις μὲς στὴν παλάμη σου: οἱ διαστάσεις της εἶναι 4,9 ἑκ. ἐπὶ 4,08 ἑκ, πάχους 1,62 ἑκ. καὶ τὸ βάρος της εἶναι 48 γρ. Βρέθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαιολόγο Πολυξένη Ἀραπογιάννη τὸ 1994 στὴ θέση Ἀγιελίτσες τῆς Κοινότητας Καυκανιᾶς, 7 χλμ πρὸς Β. τῆς Ὀλυμπίας καὶ δημοσιεύτηκε τὴν ἑπόμενη χρονιὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τ. 70, σσ. 251-254 ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ (βλ. Ἀραπογιάννη 1995). Πάνω στὸ «βότσαλο τῆς Καυκανιᾶς» διαβάζεται, μεταξὺ ἄλλων, τὸ ἀνθρωπωνύμιο Χάροy γραμμένο σὲ Γραμμικὴ γραφὴ Β. Τὸ ὄνομα μαρτυρεῖται καὶ στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐτυμολογικὰ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ ἔχει χαρούμενη ὄψη».
Τὰ ὑπόλοιπα κείμενα ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ Γραμμικὴ γραφὴ Β, στὴν πρώτη ἑλληνικὴ γραφή, χρονολογοῦνται στὸν 15ο-13ο π.Χ αἰῶνα, εἶναι χαραγμένα πάνω σὲ πήλινες πινακίδες ἢ ζωγραφισμένα πάνω σὲ ἀγγεῖα (ἀμφορεῖς) καὶ βρέθηκαν στὰ μυκηναϊκὰ ἀνάκτορα τῆς Κνωσοῦ, τῆς Πύλου, τῶν Μυκηνῶν, τῆς Τίρυνθας, τῶν Θηβῶν καὶ ἀκόμη στὰ Χανιά. Χάρις στὴν ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς γραφῆς Β τὸ 1952 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ἀρχιτέκτονα M. Ventris καὶ τὸν συμπατριώτη του ἑλληνιστὴ J. Chadwick, τὰ ἀρχαιότερα γραπτὰ μνημεῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας δὲν εἶναι πιὰ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἀλλὰ τὰ μυκηναϊκὰ κείμενα. Καὶ μολονότι τὸ περιεχόμενό τους εἶναι λογιστικὸ καὶ διοικητικό, μᾶς διδάσκουν πολλά, πρωτίστως γιὰ τὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας. Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν κειμένων αὐτῶν συνάγεται μὲ βεβαιότητα ὅτι στὰ μυκηναϊκὰ χρόνια ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι πλήρως διαμορφωμένη καὶ πλουσιότατη: ἀπαντοῦν σ’ αὐτὰ πλεῖστοι τεχνικοὶ ὅροι (βλ. Σαλῆ-Ἀξιώτη) καὶ ἡ σύνταξη δὲν εἶναι μόνο παρατακτική. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀκόλουθη πρόταση: ὃ Fίδε Φύγεβρις, ὅτε Fάναξ θῆκε ΑυγήFαν δαμοκόρον (= αὐτὸ εἶδε ὁ Φύγεβρις, ὅταν ὁ ἀνώτατος ἄρχοντας τοποθέτησε τὸν Αὐγεία φροντιστὴ τοῦ Δήμου).
Καθὼς τώρα ἡ γλῶσσα ἀνήκει στὰ πολιτιστικὰ φαινόμενα «μακρᾶς διαρκείας», εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑλληνικὴ δὲν διαμορφώθηκε μέσα σὲ λίγους αἰῶνες. Διαμορφώθηκε πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα, στὸν ὁποῖον χρονολογεῖται τό «βότσαλο τῆς Καυκανιᾶς». Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι τοῦτο: στὰ μυκηναϊκὰ κείμενα ἀπαντοῦν πλεῖστες λέξεις ποὺ ἐπιβιώνουν στὴ σημερινὴ ἑλληνική (βλ. Probonas). Παραθέτω μερικὰ παραδείγματα ξεκινῶντας ἀπὸ τὰ κύρια ὀνόματα, ἀνθρωπωνύμια καὶ τοπωνύμια. Πρῶτα πρῶτα δύο γυναικεῖα ὀνόματα, ποὺ συμβαίνει μάλιστα νὰ ἔχουν παγκόσμια διάδοση, τὰ Ἀλεξάνδρα καὶ Θεοδώρα. Ἀπαντοῦν σὲ μιὰ πινακίδα τῶν Μυκηνῶν. Τὸ τοπωνύμιο Θῆβαι διαβάζεται σὲ πινακίδες τῶν Μυκηνῶν καὶ τῶν Θηβῶν. Τὸ ὄνομα ἔχει ἐπιβιώσει ὣς τὶς μέρες μας μέσῳ τῆς προφορικῆς παράδοσης μὲ τὸν τύπο Φήβα (γιὰ τὴν τροπὴ τῆς συλλαβῆς -Θη σε -Φη πβ. Φηκάρι ἀπὸ τὸ θηκάρι, φηλιάζω ἀπὸ τὸ θηλιάζω κλπ). Βλακωδῶς, οἱ νεοέλληνες λόγιοι τὸ γνήσιο Φήβα τῆς λαϊκῆς παράδοσης, ποὺ ξεκινάει χωρὶς διακοπὴ ἀπὸ τὰ μυκηναϊκά, τουλάχιστον, χρόνια, τὸ αντικαταστήσαμε μὲ τὸ ψεύτικο Θήβα, ποὺ ἔχει λόγια προέλευση, δὲν μαρτυρεῖ, ἑπομένως, τὴ συνέχεια τῆς γλωσσικῆς καὶ ἐθνικῆς μας παράδοσης. Τὸ τοπωνύμιο Τύλισος διαβάζεται σὲ πινακίδες τῆς Κνωσοῦ. Τὸ ὄνομα μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τύπο ἔχει ἐπιβιώσει ὣς τὶς μέρες μας στὴν Κρήτη. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ προσηγορικά: ἀγρός (ἡ λέξη ἐπιβιώνει ὡς τοπωνύμιο σὲ πολλοὺς τόπους), ἄνεμος, ἄργυρος, δῶρα (ὀνομ. πληθ.), θεός, κύπελλα (ὀνομ. πληθ.) ξίφος, ὄρος (ἡ λέξη ἐπιβιώνει ὡς τοπωνύμιο σὲ πολλοὺς τόπους), πέδιλα (ὀνομ. πληθ.), κύμινον, μέλι, σέλινον, σκέλος, τέμενος (ἡ λέξη ἔχει ἐπιβιώσει ὡς τοπωνύμιο), φάρμακον, φεάλα (μὲ τὸν τύπο φιάλα ἐπιβιώνει ἡ λέξη στὴ Μεσσηνία), χαλκός, χρυσός. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ἐπίθετα: ἐλεύθερος, ἐρυθρός, ἱερός, ἄγριος, κακός, λεπτός, λευκός, ξανθός, παλαιός, πολύς. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ρήματα: δέχομαι, ἔχω, καίω, λείπω, ὀφείλω, φέρω. Μυκηναϊκὸ εἶναι καὶ τὸ ἕνεκα.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπιβίωση στὴ σημερινὴ Ἑλληνικὴ ὄχι μόνο λεξιλογικῶν ἀλλὰ καὶ μορφολογικῶν μυκηναϊκῶν στοιχείων. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα: 1) Ὀνόματα θηλυκὰ σὲ -τρια, δηλωτικὰ ἐπαγγέλματος, ὅπως ἀσκήτρια, ράπτρια κ.λ.π. Τὸ ράπτρια μάλιστα ἀπαντᾶ μὲ συνίζηση, δηλαδὴ ὡς ράπτριja. Πβ. νεοελληνικὰ ἀνυφάντρα, θερίστρα, μαζώχτρα, μαθήτρια ἀλλὰ καὶ μαθήτρα, πλουμίστρα, ράφτρα, τραγουδίστρια κλπ. 2) Ὀνόματα οὐδέτερα σὲ -τρον, δηλωτικὰ ὀργάνων, ὅπως πύραυστρον (=μασιά). Πβ. ἑλληνικὸ ζύμωτρον, ξύστρο, σήμαντρο, σκιάχτρο, κλπ. 3) Ὀνόματα σύνθετα σὲ -φόρος, ὅπως κλαFιφόρος (=κλειδοῦχος). Πβ. πληθώρα νεοελληνικῶν συνθέτων σὲ -φόρος, ὅπως νεροφόρος κλπ. Ἑπομένως, μὲ βάση τὶς γραπτὲς μαρτυρίες, οἱ ρίζες τῆς Νέας Ἑλληνικῆς πηγαίνουν πίσω στὰ μυκηναϊκὰ χρόνια. Ἀπὸ ποῦ ὅμως κατάγεται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ γραπτῶς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα ὣς σήμερα;
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι «ἀνάδελφη». Εἶναι μέλος τῆς μεγάλης οἰκογένειας τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι παρουσιάζει φωνητικές, μορφολογικές, λεξιλογικὲς καὶ συντακτικὲς ἀντιστοιχίες μὲ πολλὲς ἄλλες γλῶσσες ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα. Οἱ γλῶσσες αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς: Ἑλληνική, Ἰταλική, Γερμανική, Κελτική, Ἀλβανική, Θρακική, οἱ βαλτοσλαβικὲς γλῶσσες, Ἰνδοϊρανική, Χεττιτική, Ἀρμενικὴ καὶ Τοχαρική. Δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα κατάγονται σχεδὸν ὅλες οἱ γλῶσσες τῆς Εὐρώπης (πλὴν τῆς Βασκικῆς, Οὐγγρικῆς, Φινλανδικῆς καὶ Τουρκικῆς) καὶ ἀκόμη μερικὲς τῆς Ἀσίας, ἡ Ἀρμενική, ἡ Ἰρανική, ἡ Ἰνδική, ἡ Χεττιτικὴ καὶ ἡ Τοχαρική. Πρέπει ὅμως νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα δὲν εἶναι γλῶσσα μαρτυρημένη ἀλλὰ ἐπανασυνθεμένη μὲ βάση τὴ συγκριτικὴ μέθοδο. Ἡ σύγκριση αὐτὴ βασίζεται σὲ γλωσσικοὺς νόμους (π.χ. στὴν Ἰνδική, τὰ φωνήεντα α, ο, e συγχωνεύτηκαν σὲ α). Ἡ θεωρία γιὰ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα ξεκίνησε τὸ 1786 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο δικαστὴ στὶς Ἰνδίες Sir William Jones καὶ ἀπὸ τὸν Γερμανὸ γλωσσολόγο Franz Bopp (1791 – 1867) καὶ ἐνισχύθηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ ἄλλους. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα χαρακτηριστικὰ τῆς συγγένειας τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν: 1) Οἱ ἀριθμοὶ 2, 3, 7, 8, 9 στὴν Ἑλληνική, Ἰνδικὴ καὶ Λατινική:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ-ΙΝΔΙΚΗ- ΛΑΤΙΝΙΚΗ-ΙΑΠΩΝΙΚΗ
δύο- dva- duo- futatsu
τρεῖς- trayas- tres- mittsu
ἑπτὰ- sapta- septem- nanatsu
ὀκτὼ- asta- octo- yattsu
ἐννέα- nawa- novem- kokonatsu
Οἱ ἀριθμοὶ 2,3,7,8,9 στὴν Ἰαπωνική, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰνδοευρωπαϊκὴ γλῶσσα, δηλώνονται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς λέξεις. 2) Ἡ λέξη ὄνομα στὴν Ἑλληνική, Ἰνδική, Λατινική, Γερμανική καὶ Ἀρμενικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: ὄνομα nama nomen namen anum. Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *nomn. 3) Ἡ λέξη καρδιὰ στὴν Ἑλληνική, Λατινική, Λιθουανική, Σλαβική, Ἀγγλική, Γερμανικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: καρδιὰ cor, cordis sirdis srudice heart Herz. Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *krd. 4) Τὸ γ΄ ἑνικὸ τοῦ ρήματος εἰμὶ στὴν Ἑλληνική, Ἰνδική, Λατινική, Γερμανική, Ρωσικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: ἐστὶ asti est ist jesti Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *esti. Φυσικά, οἱ φωνητικές, μορφολογικές, συντακτικὲς καὶ λεξιλογικὲς ἀντιστοιχίες ἀνάμεσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ σὲ ἄλλες ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες ἀφθονοῦν καὶ εἶναι αὐτὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπῆρξε μιὰ ἀρχικὴ μητέρα γλῶσσα, ἡ καλούμενη Ἰνδοευρωπαϊκή. Ἀπὸ αὐτὴν κατάγονται οἱ διάφορες ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ποιά ἦταν ὅμως ἡ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων, προτοῦ διασπαροῦν στὸν τεράστιο γεωγραφικὸ χῶρο, ποὺ ἁπλώνεται ἀπὸ τὴν Ἰσλανδία ὣς τὴν Ἰνδία (πεδιάδα τοῦ Γάγγη ποταμοῦ), καὶ γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα παρέμειναν ἑνωμένοι; Πότε αὐτοί, ποὺ πολὺ ἀργότερα ὀνομάστηκαν Ἕλληνες, ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ πυρῆνα; Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα κινούμεθα στὸ ἀχανὲς βασίλειο τῶν ὑποθέσεων.
Κατὰ κανόνα, ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων τοποθετεῖται στὴ Βόρεια Εὐρώπη. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ὄχι ὁ ἀφιλόξενος βορρᾶς ἀλλὰ ὁ χῶρος ἑκατέρωθεν τοῦ Αἰγαίου μὲ τὸ προνομιοῦχο κλῖμα, ὅμοιο ἀπὸ τὸ 8.000 π.Χ (βλ. Θεοχάρη, ΙΕΕ τ. Α΄ σ. 44), καὶ τὴν ἰδεώδη γεωμορφολογία θὰ ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων. Φυσικά, μιὰ τέτοια θεωρία χρειάζεται τεκμηρίωση γλωσσική, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογική. Ὡς πρὸς τὴν ἡλικία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας θὰ ἀποτολμήσω μιὰ ὑπόθεση βασιζόμενος κυρίως στὴ συγκριτικὴ μελέτη τῆς μυκηναϊκῆς Ἑλληνικῆς μὲ τὴ νέα Ἑλληνική. Οἱ γλωσσολόγοι ἔχουν διαπιστώσει ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ συγγένευε προπάντων μὲ τὴν Ἰνδοϊρανικὴ (16 ἰσόγλωσσες) καὶ κατὰ δεύτερο λόγο μὲ τὴν Ἀρμενική (10 ἰσόγλωσσες). Γιὰ τὴν Ἀρμενικὴ ἀρχαῖες γραπτὲς πηγὲς δὲν ἔχουμε. Ἔχουμε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ γιὰ τὴν Ἰνδοϊρανική. Ἐὰν τώρα συγκρίνουμε τὴ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴ μία μὲ τὴ νέα Ἑλληνικὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὴν Ἰνδοϊρανική, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ νέα Ἑλληνική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέχει περίπου τρεισήμισι χιλιετίες. Ὁ παρατιθέμενος πίνακας εἶναι χαρακτηριστικός.
Γραμμική Β΄
ΜΥΚ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ – ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ- ΙΝΔΙΚΗ
ἀγρὸς – ἀγρὸς- ajras
δεξιFὸς- δεξιὸς- daksinah
ἐρυθρὸς- ἐρυθρὸς- rudhirah
ζεῦγος- ζεῦγος- yokta
ἱερὸς- ἱερὸς- isiram
λείπω- λείπω- rinakti
λευκὸς- λευκὸς- roach
μήν- μῆνας- mas
νέFος- νέος/νιὸς- navah
πατὴρ- πατέρας- pita
φέρω- φέρω/φέρνω- bharami
Ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ λοιπὸν εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ νέα Ἑλληνικὴ ἀπὸ ὅ,τι στὴν Ἰνδοϊρανική. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὑποδεικνύει ὅτι τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ χωρίζει τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ τὴν Ἰνδοϊρανικὴ ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα θὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τρεισήμισι χιλιετίες, ἀπὸ τὸ διάστημα δηλαδὴ ποὺ χωρίζει τὴ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴ νέα Ἑλληνική. Οἱ σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ παρουσιάζουν ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἰνδοϊρανικὴ ἤδη τὸν 15ο π.Χ. αἰῶνα προϋποθέτουν παρέλευση χιλιετιῶν ἀπὸ τὴ χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἀπόσπασής τους ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα. Ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἰνδοϊρανικὴ εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα τρεισήμισι περίπου χιλιετίες πρὶν ἀπὸ τὸ 1500 π.Χ., οἱ δύο αὐτὲς γλῶσσες θὰ παρουσίαζαν συγγένεια ἀνάλογη μὲ αὐτὴν ποὺ παρουσιάζει ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ νέα Ἑλληνική, ποὺ ἀπέχουν μεταξὺ τους τρεισήμισι χιλιετίες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι Ἑλληνικὴ καὶ Ἰνδοϊρανικὴ θὰ ἀποσπάσθηκαν ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ 5.000 π.Χ. Στὸ ἴδιο συμπέρασμα ὁδηγεῖ καὶ ἡ συγκριτικὴ μελέτη τῆς Ἑλληνικῆς μὲ τὴν Χεττιτική, τῆς ὁποίας τὰ γραπτὰ μνημεῖα χρονολογοῦνται στὸν 17ο – 16ο αἰῶνα π.Χ. Μὲ βάση ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀρχίζει ἀπὸ τὸν 17ο π.Χ. αἰῶνα καὶ ἡ προφορική της τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 6.000 π.Χ. Τὸ συμπέρασμα αὐτό, ποὺ βασίζεται σὲ γλωσσικὰ δεδομένα, δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ συμπέρασμα τοῦ διακεκριμένου Ἄγγλου ἀρχαιολόγου καὶ προϊστοριολόγου Colin Renfrew, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ὑπεστήριξε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται στὴν ἑλληνικὴ χερσόνησο γύρω στὸ 6.500 π.Χ.
Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ γνώμη τοῦ ἴδιου σοφοῦ ὅτι οἱ διαδοχικοὶ πολιτισμοὶ τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου εἶναι προϊόντα τοπικῶν ἀνελίξεων. Ἡ κοινῶς κρατοῦσα ἐπιστημονικὴ γνώμη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε ἀνάμεσα στὸ 2100 μὲ 1900 π.Χ. χρειάζεται ἀναθεώρηση. Κοινὴ ἐπίσης εἶναι ἡ γνώμη ὅτι οἱ Ἰνδοευρωπαῖοι ποὺ ἐγκαταστάθηκαν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γωνιὰ τῆς γῆς μὲ τὸ προνομιοῦχο κλῖμα, αὐτοὶ ποὺ στὰ ἱστορικὰ χρόνια ὀνομάζονταν Ἕλληνες, συνάντησαν ἄλλους λαούς. Οἱ παλαιότεροι αὐτοὶ κάτοικοι ὀνομάζονταν «Προέλληνες» καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν «προελληνική». Τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ «Προέλληνες» διακρίνονται σὲ «Προέλληνες Ἰνδοευρωπαίους» καὶ σὲ «Προέλληνες μὴ Ἰνδοευρωπαίους». Δηλαδὴ γίνεται λόγος γιὰ «Προέλληνες» παλαιότερους καὶ νεότερους. Πρέπει ὅμως νὰ παρατηρηθεῖ καὶ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι λέξεις ἢ κατηγορίες λέξεων, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια χαρακτηρίζονταν ὡς «προελληνικές», ἀποδείχτηκε στὴ συνέχεια ὅτι εἶναι γνήσιες ἑλληνικές. Π.χ. ἡ συνηθέστατη ἀρχαία ἑλληνικὴ κατάληξη -ευς (βασιλεὺς κ.λ.π) ἀπέδειξε ὁ Perpillou ὅτι ἔχει ἑλληνικὴ καὶ ὄχι προελληνικὴ καταγωγή. Τὸ κύριο ὄνομα Ἀχιλ(λ)εὺς ἔχει πειστικὰ ἀποδειχτεῖ ὅτι παράγεται ἀπὸ τὶς λέξεις ἄχος (=λύπη, θλίψη) καὶ λαός (=πολεμικὴ ὁμάδα): ἔτσι ὀνομάστηκε ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς Ἰλιάδας, γιατὶ μὲ τὴν μῆνιν του (=τὸν θυμό του) προκάλεσε θλίψη στοὺς ἄλλους πολεμιστές. Ἑλληνικὴ καὶ ὄχι προελληνικὴ καταγωγὴ ἔχει καὶ τὸ θεωνύμιο Ἀπόλλων (ποὺ μαρτυρεῖται τώρα στὰ μηκυναϊκὰ κείμενα μὲ τὸν τύπο Ἀπέλλων), ὅπως ἔδειξε ὁ Heubeck (βλ. Συντομογραφίες). Ἑλληνικὸ καὶ ὄχι προελληνικὸ εἶναι καὶ τὸ μέγαρον (βλ. Ruijgh).
Κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ θεωρία περὶ «Προελλήνων Ἰνδοευρωπαίων» ἀλλά ἐνδεχομένως καὶ ἡ θεωρία περὶ «Προελλήνων μὴ Ἰνδοευρωπαίων» χρειάζεται ἐπανεξέταση καὶ ἀναθεώρηση. Μήπως ἡ καλούμενη «Προελληνικὴ» δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ πρωιμότατη φάση τῆς Ἑλληνικῆς; Τὴν ἀφορμὴ γιὰ μιὰ τέτοια σκέψη δίνει, σὲ μένα τουλάχιστον, ἡ ἐξελικτικὴ πορεία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ βάση τὴ μακραίωνη γραπτή της παράδοση. Ὅσο καὶ ἂν ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται παράδοξο, ἡ νέα ἑλληνικὴ διδάσκει πόσο πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε νὰ χαρακτηρίζουμε ὡς «προελληνικὲς» λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, τῶν ὁποίων ἀγνοεῖται ἡ ἐτυμολογία. Γιατὶ ἐνδέχεται οἱ λέξεις αὐτὲς νὰ εἶναι πανάρχαιες ἑλληνικές, τὶς ὁποῖες ἀδυνατοῦμε νὰ ἐτυμολογήσουμε, ἐπειδὴ βυθίζονται σὲ μέγα βάθος χρόνου καὶ ἔχουν πλήρως συσκοτισθεῖ, καθὼς ἡ σημασία τῶν μορφολογικῶν στοιχείων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπαρτίστηκαν ἔχει λησμονηθεῖ. Διδασκαλικὸ εἶναι, νομίζω, τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα.
Στὴ νέα ἑλληνικὴ (κυρίως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου) ἀπαντᾶ μιὰ σειρὰ τοπωνυμίων ποὺ λήγουν σὲ -ούντα, -ούντας π.χ. Ἀλιμούντα (ἡ) στὴν Κάρπαθο καὶ στὴ Χάλκη, Ἀμιθούντα (ἡ) στὴ Χίο, Δαφνούντα (ἡ) στὴν Ἄνδρο, Ἐλαιούντα (ἡ) στὴ Χίο, Ἐρεικούντα (ἡ) στὴ Χίο, Κυπερούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μακούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μαλούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μαραθούντα (ἡ) στὴν Κύπρο καὶ στὴ Σύμη, Μερικούντα (ἡ) στὴ Χίο, Πιπερούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Πισπιλούντα (ἡ) στὴ Χίο, Σαμαούντα (ἡ) στὴ Ρόδο, Σκαμνιούντα (ἡ) στὴ Λέσβο, Σπαρτούντα (ἡ) στὴν Κέα, Σ(υ)κούντα (ἡ) στὴ Λέσβο καὶ στὴ Χίο, Σχινούντα (ἡ) νησάκι κοντὰ στὴ Φωκίδα, Σκινούντας (ὁ) στὴν Ἀστυπάλαια, Φαγούντα (ἡ) στὴ Σύμη, Φτερούντα (ἡ) στὴ Λέσβο κ.λ.π. (βλ. Κίγκα 177-181). Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τοπωνύμια ἀπαντᾶ καὶ τὸ προσηγορικὸ παχούντα (ἡ) στὴ Γαῦδο καὶ σημαίνει εἶδος φαγητοῦ (βλ. Γ. Χατζηδάκις, Γλωσσ. Ερ. Α΄ 108-109 καὶ Β΄ 484). Ἡ κατάληξη -ούντα, καθὼς δὲν εἶναι παραγωγικὴ σήμερα, εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη στοὺς μὴ εἰδικούς. Οἱ εἰδικοί, βέβαια, γνωρίζουν τὴν προέλευσή της. Γιατί ὅμως; Γιατὶ τὰ προστάδιά της μαρτυροῦνται γραπτῶς στὴ μυκηναϊκὴ καὶ ὁμηρικὴ ἑλληνική. -Fεις, γενικὴ -Fεντος> -όFεις, γενικὴ -όFεντος > όεις, γενικὴ -όεντος > ους, γενικὴ -οῦντος μὲ αἰτιατικὴ -οῦντα, ἀπὸ ὅπου νέα ὀνομαστικὴ -ούντας (ἀρσενικό) καὶ -ούντα (θηλυκό). Ἡ σημερινὴ λοιπὸν κατάληξη -ούντα, -ούντας μᾶς εἶναι κατανοητή, γιατὶ μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἐξελικτική της πορεία. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ κατάληξη -όεις στὴν κλασσικὴ ἐποχὴ εἶχε χάσει τὴν παραγωγικότητά της. Ἤδη στὸν Ὅμηρο ὁ πόλεμος χαρακτηρίζεται πολύδακρυς, ὑποκατάστατο τοῦ ἀρχαιοπρεπέστερου δακρυόεις «γεμᾶτος δάκρυα». Καὶ ἀπὸ τὰ γνωστὰ μεταβαίνουμε τώρα στὰ ἄγνωστα. Τὸ τοπωνύμιο Κόρινθος γίνεται κοινῶς παραδεκτὸ ὅτι εἶναι προελληνικό. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ κατάληξη -ινθος εἶναι προελληνική; Μήπως ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα μορφολογικὸ ἀπολίθωμα τῆς Ἑλληνικῆς, τοῦ ὁποίου τὴ σημασία ἀδυνατοῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε ἐλλείψει παλαιοτέρων γραπτῶν μαρτυριῶν; Ἔστω ὅμως ὅτι ἡ ἄγνωστης προέλευσης κατάληξη -ινθος εἶναι προελληνική. Τὸ τοπωνύμιο Κόρινθος εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ χαρακτηρισθεῖ προελληνικό; Καὶ πάλι ἡ νέα Ἑλληνικὴ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Σ’ αὐτὴν ἀπαντᾶ πληθώρα λέξεων ποὺ ἔχουν σχηματισθεῖ μὲ τὴν κατάληξη -τζης πχ. βιολιτζής, γανωτζής, καταφερτζής, παλιατζής, πλακατζής, ταξιτζής, ψιλικατζής, κ.λπ. Ἡ κατάληξη -τζης ἀναμφισβήτητα ἔχει τουρκικὴ προέλευση (<-ci -=”” lik=”” nbsp=”” span=””>
Οἱ λέξεις ὅμως ἀρχοντιλίκι, βουλευτιλίκι καὶ ἀκόμη ἀντριλίκι, ἀρχηγιλίκι, γοητιλίκι κλπ εἶναι τουρκικές; Ἐπανερχόμαστε στὸ Κόρινθος. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καταγωγὴ τῆς κατάληξης -ινθος, τὸ τοπωνύμιο εἶναι προελληνικὸ ἢ ἑλληνικό; Ὅποιος γνωρίζει ὅτι ἀρχικὰ Κόρινθος ὀνομαζόταν ὄχι ἡ γνωστὴ πόλη ἀλλὰ ὁ τεράστιος πέτρινος στρογγυλὸς ὄγκος ποὺ δεσπόζει τῆς περιοχῆς, δύσκολα θὰ ἀρνηθεῖ νὰ σχετίσει τὸ τοπωνύμιο μὲ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς λέξεις κόρυς,-θος (ἤδη στὰ μηκυναϊκὰ) «περικεφαλαία», κόρυδος, κορυδαλός (τὸ γνωστὸ πτηνὸ μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ λοφίο), κορόνη «ρόπαλο μὲ σιδερένιο περίβλημα στὸ ἕνα ἄκρο». Κόρυμβος «κορυφή», κορυφή κ.λπ. Τὸ τοπωνύμιο, λοιπόν, Κόρινθος δὲν εἶναι προελληνικὸ ἀλλὰ παμπάλαιο ἑλληνικό, σχηματισμένο ἀπὸ τὴ ρίζα κορ- «στρογγυλός, αὐτὸς ποὺ ἔχει στρογγυλὴ κορφὴ» καὶ τὴν ἄγνωστης σημασίας κατάληξη -ινθος. Τῆς ἴδιας ἐτυμολογικῆς ἀρχῆς εἶναι τὸ τοπωνύμιο Τρικόρυθος (ἡ) τῆς περιοχῆς τοῦ Μαραθῶνα, ποὺ συγκαταλέγεται στὰ «προελληνικά». Τὸ Τρικόρυθος εἶναι σύνθετο μὲ α΄ συνθετικὸ τὸ τρία καὶ β΄ τὸ οὐσιαστικὸ κόρυς, -υθος «περικεφαλαία». Ἡ περιοχὴ ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τριῶν λόφων μὲ περικεφαλαῖες. Αὐτὰ ἐν πάσῃ συντομίᾳ καὶ ὑπὸ μορφὴν πρόδρομης ἀνακοίνωσης περὶ τῶν καλουμένων «Προελλήνων», προσθέτοντας ὅτι συμμερίζομαι τὴ διαπίστωση τοῦ Χρ. Δάλκου (2001, σ. 6) ὅτι «ἡ λεγόμενη «προ» ελληνικὴ εἶναι στὴν οὐσία πρωτοελληνική». Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα περιέχει καὶ λέξεις δάνεια ἀπὸ ἄλλους μὴ ἰνδοευρωπαϊκοὺς λαούς, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ δαιμόνιοι Ἕλληνες ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ «ἔδωσαν καὶ ἐπῆραν». Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ καταγωγὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ καταγωγὴ τῆς γλώσσας ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος τρεῖς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας του, στὴ μυκηναϊκὴ περίοδο, στὰ κλασσικὰ χρόνια καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἀνέλαβε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ C. Blegen (βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τ. Α΄, σ. 9), τὴν παγκόσμια πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἡγεσία.