Δικαστήριο ΕΕ: Η πρόθεση αποχώρησης του Ην. Βασιλείου από την ΕΕ δεν δικαιολογεί άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος
Με τη δημοσιευθείσα στις 19-09-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνεπάγεται την άρνηση ή αναστολή εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο έχει εκδοθεί από το εν λόγω κράτος μέλος, δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι μετά την αποχώρηση του κράτους μέλους έκδοσης από την Ένωση το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διατρέχει τον κίνδυνο να στερηθεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και η απόφαση-πλαίσιο, μετά την αποχώρησή του κράτους μέλους έκδοσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κράτος μέλος εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ενόσω το κράτος μέλος έκδοσης εξακολουθεί να είναι μέλος της Ένωσης.
Να σημειωθεί ότι στην απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις από 7-08-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ΔΕΕ Maciej Szpunar.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσαν δύο ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως εις βάρος του R.O. (το πρώτο εκδόθηκε τον Ιανουάριο 2016 και το δεύτερο τον Μάιο 2016) προκειμένου να ασκήσουν δίωξη για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας, του εμπρησμού και του βιασμού, τα οποία επισύρουν μέχρι και ποινή ισόβιας κάθειρξης. Ο RO συνελήφθη και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στην Ιρλανδία, δυνάμει αυτών των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, στις 3 Φεβρουαρίου 2016. Ο RO προέβαλε αντιρρήσεις κατά της παράδοσής του στο Ηνωμένο Βασίλειο επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, την αποχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους από την Ένωση.
Το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) απέρριψε όλες τις προβληθείσες από τον R.O. αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης, εκτός από το ζήτημα των συνεπειών του Brexit. Για το λόγο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν, λαμβανομένων υπόψη αφενός της από 29 Μαρτίου 2017 γνωστοποίησης του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αναφορικά με την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και αφετέρου της αβεβαιότητας σχετικά με τις ρυθμίσεις οι οποίες θα διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την αποχώρηση του εν λόγω κράτους, υποχρεούται να αρνηθεί την παράδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και του οποίου η παράδοση θα ήταν άλλως υποχρεωτική.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται, πρώτον, ότι λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία διέπει την απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστά τον κανόνα και η άρνηση εκτέλεσης αποτελεί την εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η γνωστοποίηση, από κράτος μέλος, της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο κράτος μέλος το οποίο γνωστοποιεί την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση και, ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης, στο οποίο περιλαμβάνονται οι διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο, καθώς και οι αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης που συνδέονται αναπόσπαστα με την απόφαση-πλαίσιο, εξακολουθούν να ισχύουν πλήρως στο εν λόγω κράτος μέλος μέχρι την πραγματική αποχώρησή του από την Ένωση.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι μόνη η γνωστοποίηση από κράτος μέλος της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής «εξαιρετική» περίσταση, ικανή να δικαιολογήσει την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί από το εν λόγω κράτος μέλος. Μία τέτοια συνέπεια θα ισοδυναμούσε με μονομερή αναστολή των διατάξεων της απόφασης-πλαισίου και, επιπλέον, θα προσέκρουε στην διάταξη της απόφασης-πλαισίου, κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι αυτό που διαπιστώνει παραβίαση, εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, των αρχών του άρθρου 2 ΣΕΕ, προκειμένου να ανασταλεί όσον αφορά το εν λόγω κράτος μέλος η εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Ωστόσο, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι παραμένει καθήκον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης η εξέταση, κατόπιν συγκεκριμένης και ακριβούς εκτίμησης της υπό κρίση περίπτωσης, σχετικά με το κατά πόσον συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, μετά την αποχώρηση του κράτους μέλους έκδοσης από την Ένωση, ο εκζητούμενος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω ένταλμα σύλληψης θα διατρέξει κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων που αντλεί, κατ’ ουσίαν, από την απόφαση-πλαίσιο.
Ως προς το ζήτημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ και η διατήρηση της συμμετοχής του στην εν λόγω σύμβαση ουδόλως συνδέεται με τη συμμετοχή του στην Ένωση. Πρόσθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει κυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957 και έχει μεταφέρει στο εθνικό του δίκαιο άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε ισχύουσες διατάξεις της απόφασης-πλαισίου.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης, προκειμένου να αποφανθεί επί της εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, πρέπει, κατά τον χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση αυτή, να μπορεί να αναμένει από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος ότι μετά την αποχώρησή του από την Ένωση θα εφαρμόζει κατ’ ουσίαν, για το πρόσωπο που πρόκειται να παραδοθεί, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο και τα οποία ίσχυαν πριν από την παράδοση. Μόνον εφόσον υπάρχουν απτές ενδείξεις περί του αντιθέτου μπορούν οι εθνικές δικαστικές αρχές εκτέλεσης να αρνηθούν να εκτελέσουν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τέτοιες ενδείξεις δεν φαίνεται να υπάρχουν στην υπόθεση εν προκειμένω, γεγονός το οποίο εναπόκειται, όμως, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA