Ο υψηλότερος αριθμός αιτούντων άσυλο για πρώτη φορά σε σχέση με τον πληθυσμό για το 2ο τρίμηνο του 2018 καταγράφηκε στην Κύπρο, ενώ οι περισσότερες αιτήσεις σε συνολικό αριθμό καταχωρήθηκαν στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της ΕΕ .
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε σύγκριση με τον πληθυσμό κάθε κράτους μέλους, ο υψηλότερος αριθμός εγγεγραμμένων για πρώτη φορά αιτούντων κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2018 καταγράφηκε στην Κύπρο (1 656 πρώτους αιτούντες ανά εκατομμύριο πληθυσμού) και ακολουθούν η Ελλάδα (1 521), η Μάλτα (889) και το Λουξεμβούργο (703). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Σλοβακία (8 αιτούντες ανά εκατομμύριο πληθυσμού), Εσθονία (11), Ουγγαρία (15) και Λετονία (16). Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2018, υπήρχαν συνολικά 267 αιτούντες άσυλο για πρώτη φορά ανά εκατομμύριο πληθυσμού σε ολόκληρη την ΕΕ.
Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2018, ο μεγαλύτερος συνολικός αριθμός πρωτοβάθμιων αιτούντων καταχωρήθηκε στη Γερμανία (με 33.700 αιτούντες για πρώτη φορά ή 25% των συνολικών πρωτοβάθμιων αιτούντων στα κράτη μέλη της ΕΕ) και τη Γαλλία (26.100 ή 19%), ακολουθούμενη από την Ελλάδα (16.300 ή 12%) και την Ισπανία (16.200 ή 12%).
Μεταξύ των κρατών μελών με περισσότερους από 2.000 αιτούντες άσυλο για πρώτη φορά το δεύτερο τρίμηνο του 2018, ο αριθμός των πρώτων υποψηφίων μειώθηκε σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο στην Ιταλία και την Αυστρία (και -23%) και στο Βέλγιο και τη Σουηδία (-10%). Αντίθετα, η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Ισπανία (+85%) και στην Ελλάδα (+ 26%).
Στα τέλη Ιουνίου του 2018 εξετάστηκαν από τις εθνικές αρχές 885 500 αιτήσεις για την παροχή ασύλου στα κράτη μέλη της ΕΕ, σημειώνοντας μείωση 8% σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2017 και λιγότερο από 1% κάτω από το αντίστοιχο ποσοστό για το Μάρτιο του 2018. Με 410 600 εκκρεμούσες αιτήσεις στα τέλη Ιουνίου του 2018, ή σχεδόν το ήμισυ του συνόλου της ΕΕ (46%), η Γερμανία είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στην ΕΕ, έναντι της Ιταλίας (131 900 ή 15% του συνόλου της ΕΕ) και της Ελλάδας (60 500 ή 7%).