Οταν η εν πολλοίς άγνωστη Ανατολικογερμανίδα φυσικός Αγκελα Μέρκελ εξελέγη στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών το 2000, τα μεγάλα ονόματα του κόμματος θεώρησαν ότι επρόκειτο για μεταβατική λύση, μέχρις ότου κατακαθίσει η σκόνη του σκανδάλου των μαύρων ταμείων που είχε πλήξει την κομματική ηγεσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ομοσπονδιακές εκλογές που ακολούθησαν, η επικεφαλής του κόμματος δεν κατέβηκε ως υποψήφια καγκελάριος, αφού «προηγείτο» ο Βαυαρός Εντμουντ Στόιμπερ, ο οποίος έχασε. Ο τρόπος με τον οποίο η Μέρκελ συγκέντρωσε εν συνεχεία την κομματική εξουσία στα χέρια της, εξουδετερώνοντας έναν προς έναν τους εσωκομματικούς αντιπάλους της, είναι παροιμιώδης.
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, η 64χρονη Μέρκελ επιλέγει να μην είναι υποψήφια έχοντας καταρρίψει όλα τα ρεκόρ μακροβιότητας στα ανώτατα αξιώματα. Πέρα από την απόφαση να προστατευθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες από τις συνέπειες της κρίσης της Ευρωζώνης, την περίοδο 2008-2010, στα κομβικά σημεία της παραμονής της Μέρκελ στην καγκελαρία συγκαταλέγεται η θεαματική μεταστροφή του 2011 εναντίον της πυρηνικής ενέργειας και η απόφαση του 2015 να μη κλείσει τα σύνορα στους πρόσφυγες.
Επί χρόνια, η συγκυβέρνηση πλάι στην Αγκελα Μέρκελ ήταν επιζήμια για τους κυβερνητικούς εταίρους, με τους Φιλελεύθερους να μένουν εκτός Βουλής μετά την τετραετία συγκυβέρνησης και τους Σοσιαλδημοκράτες να μαστίζονται από κρίση ταυτότητας μετά την ταύτιση με την πολιτική της καγκελαρίου.
Τα σημαντικά ανοίγματα των Χριστιανοδημοκρατών προς το κέντρο, σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά και το γεγονός ότι στη διάρκεια της θητείας της Μέρκελ η ανεργία μειώθηκε από το 11% στο 5%, της εξασφάλιζαν επί μακρό χρονικό διάστημα πλατιά βάση στήριξης. Η βάση αυτή άρχισε να διαβρώνεται και, ως καλή φυσικός, η Μέρκελ αποφάσισε να ετοιμάσει την έξοδό της προτού το οικοδόμημα της πολιτικής της σταδιοδρομίας ξεφύγει από το σημείο ισορροπίας και ανατραπεί.