Το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος
Με την υπ’ αριθμ. 59/2018 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Ζ Ποινικό Τμήμα) αναίρεσε απόφαση Πταισματοδικείου, καθώς το δικαστήριο δεν εξέτασε τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της ποινής κράτησης δέκα ημερών που επέβαλε για αξιόποινη πράξη (πταίσμα).
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3904/2010, “Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων….”
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του, στην περίπτωση δε που προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής εκτέλεσης αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, από την οποία ιδρύεται ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη και της επέβαλε ποινή κράτησης δέκα (10) ημερών για την αξιόποινη πράξη (πταίσμα) της παράβασης του άρθρου 45 παρ. 4 εδ. β’ του Ν. 2696/1999 (Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας), μετέτρεψε αυτή σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της εν λόγω ποινής.
Έτσι, όμως, που έκρινε, δηλαδή με το να μην εξετάσει τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, υπέπεσε στην ελεγχόμενη, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και, συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης Β2Ι (ως προς το δεύτερο σκέλος του), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω Β2Ι (ως προς το δεύτερο σκέλος του) λόγου αναίρεσης να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ως προς τη διάταξή της περί μετατροπής της ποινής κράτησης που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, […] να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνη, που είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠοινΔ), προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι όροι της αναστολής εκτέλεσης της ως άνω ποινής κράτησης, που έχει επιβληθεί στην αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να προχωρήσει στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής κράτησης είτε να αποφανθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι αναστολής, οπότε αυτή θα μετατραπεί προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως.
Δείτε την απόφαση στο areiospagos.gr