Με την απόφαση υπ’ αριθμ. 1480/2017 του Αρείου Πάγου (A2’ Πολιτικό Τμήμα) κρίθηκε ότι:
«Όπως από το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, θεωρείται τετελεσμένη η απάτη επί δικαστηρίου, όταν -δια της εν γνώσει υποβολής ψευδών ισχυρισμών, επικλήσεως και προσκομίσεως πλαστών ή ανακριβών αποδεικτικών στοιχείων- εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση και γίνονται δεκτά τα προβαλλόμενα και συνιστώντα το περιεχόμενο του ισχυρισμού του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του, εφόσον πείσθηκε το δικαστήριο για την αλήθεια αυτή των ισχυρισμών με ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και με την εκδοθείσα οριστική απόφαση επήλθε βλάβη στον διάδικο, που είναι αντίδικος του δράστη.
Η πράξη της απάτης στο δικαστήριο είναι δυνατό να τελεσθεί και με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση πλαστά ή ψευδή κατά περιεχόμενο αξιόγραφα ή άλλα ιδιωτικά έγγραφα, που περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση ή μαρτυρία αυτών, που το υπογράφουν, για ενσωματούμενη σε τέτοια έγγραφα χρηματική απαίτηση, όπως είναι η πράξη εγγύησης για την καταβολή οφειλής δανείου τρίτου προς Τράπεζα, από την οποία ο εγγυητής είχε ελευθερωθεί λόγω καταβολής, αλλά ο δικαστής, που επιλήφθηκε της αιτήσεως, παραπλανήθηκε από τα προσκομισθέντα από την αιτούσα Τράπεζα έγγραφα και εξέδωσε, βλαπτική για τα συμφέροντα του καθού η αίτηση, διαταγή πληρωμής, εξ αιτίας της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του ή και απειλή κατά της περιουσίας, όταν αυτή δημιουργεί χειροτέρευση της παρούσας περιουσιακής καταστάσεως του αντιδίκου του δράστη, δεδομένου ότι αποτελεί κατά τα άρθρα 631 και 904 ΚΠολΔ τίτλο εκτελεστό (ΑΠ 626/2010, ΑΠ 1626/2008).
Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚαποτελεί και η απάτη ενώπιον του δικαστηρίου δια της επικλήσεως και χρήσεως, εν γνώσει, νοθευμένων ή ανακριβών κατά περιεχόμενο αποδεικτικών εγγράφων, εξ αιτίας της οποίας το δικαστήριο παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση υπέρ του δράστη της απάτης και σε βάρος της περιουσίας τρίτου προσώπου, το οποίο και ζημιώνεται (ΑΠ 991/2010).
Πέραν τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.
Η διάταξη αυτή που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως.
Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αληθείας.
Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή, η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος.
Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επί πλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται μ’ αυτό.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επίσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ.».
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr