Νέα νομοθεσία που θα περιορίζει όσους έχουν καταδικαστεί για παιδεραστία να εργάζονται μακριά από χώρους όπου υπάρχουν παιδιά, τίθεται σε εφαρμογή στην Ελβετία.
Το μέτρο αυτό είχε εγκριθεί με δημοψήφισμα το 2014 συγκεντρώνοντας ποσοστό 64% και θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Σε ανακοίνωσή της η κυβέρνηση διευκρινίζει ότι ο νέος νόμος προσδιορίζει πως όποιος έχει καταδικαστεί για σεξουαλικό αδίκημα σε βάρος παιδιού κάτω των 18 ετών ή “ευάλωτου ενηλίκου” δεν θα έχει πλέον το δικαίωμα να ασκεί επάγγελμα ή ακόμη και να εργάζεται εθελοντικά με αυτές τις ομάδες του πληθυσμού.
Ο νόμος αυτός, που αφορά στους δράστες σεξουαλικής κακοποίησης, θεωρείται συγκριτικά από τους πλέον αυστηρούς στην Ευρώπη.
Μέχρι σήμερα σε όσους παιδεραστές καταδικάζονταν σε ποινές φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών απαγορευόταν να εργάζονται με παιδιά για διάστημα έως και 10 ετών. Μολονότι η πρόταση εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία στο δημοψήφισμα του 2014, το νομοσχέδιο παρέμεινε στο συρτάρι επί τέσσερα χρόνια καθώς η κυβέρνηση δίσταζε να συνδέσει αυτόματα την καταδίκη με μια ισόβια απαγόρευση.
Στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου η Ομοσπονδιακή Συνέλευση εισήγαγε μια “απαλλακτική ρήτρα” που επιτρέπει στον δικαστή να επιδεικνύει τη μέγιστη ανοχή στην περίπτωση αδικημάτων ήσσονος βαρύτητας, εφόσον δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος υποτροπής. “Αυτό αφορά κυρίως τις περιπτώσεις των εφηβικών ερώτων”, τονίζεται στην ανακοίνωση της κυβέρνησης που δεν θέλει να πληγεί από μια τέτοια απαγόρευση, για παράδειγμα, ένας 20χρονος που διατηρεί δεσμό με μια 16χρονη.
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι οι παιδεραστές, με την κλινική έννοια του όρου, δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να επωφελούνται από αυτή τη ρήτρα απαλλαγής.
Οι εργοδότες, οι οργανισμοί και οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να επαληθεύουν, μέσω του ποινικού μητρώου, αν ένας υποψήφιος υπάλληλος ή συνεργάτης τους απαγορεύεται να έρχεται σε επαφή με παιδιά.