Ένα σημαντικό ποσό αποζημίωσης θα λάβει οικοδόμος, ο οποίος πριν από δεκαέξι χρόνια υπέστη εργατικό ατύχημα. Συγκεκριμένα, θα λάβει συνολικές αποζημιώσεις ύψους 180.000 ευρώ για τον πόνο και την ταλαιπωρία την οποία έζησε καθώς και για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Μάλιστα το ποσό αυτό αποτελεί το 70 τοις εκατό της συνολικής αποζημίωσης, όσο δηλαδή το ποσοστό της ευθύνης του εργοδότη, για το ατύχημα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, ο εν λόγω οικοδόμος, τον Ιούλιο του 2002, ενώ στεκόταν πάνω σε μεταλλικό κουβά και εκτελούσε εργασίες σοβατίσματος, σε ανώφλι πόρτας στον πρώτο όροφο της οικοδομής, πλησίον του κλιμακοστασίου, ο κουβάς υποχώρησε λόγω του σωματικού του βάρους, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο κενό καταλήγοντας τελικά στο ισόγειο. Ούτε στον διάδρομο όπου εργαζόταν αλλά ούτε και στο κλιμακοστάσιο που συνέδεε το ισόγειο με τον πρώτο όροφο υπήρχε οποιαδήποτε ξύλινη περίφραξη ή χειρολισθήρες ως προφυλακτικά μέτρα από πτώση στο έδαφος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας έτσι ώστε παράλληλα να του παρείχε εύλογη προστασία. Κρίθηκε ότι ευθύνη, συντρέχουσα, είχε και ο τραυματισθείς, σε ποσοστό 30 τοις εκατό. Από την πτώση ο εργάτης υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς. Μεταξύ άλλων, υπέστη κάκωση κεφαλής με εγκεφαλική διάσειση, κάκωση αυχένος και τύφλωση δεξιού οφθαλμού.
Μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, το 2012, η εργοδότρια εταιρεία αντέδρασε με έφεση αλλά δεν πέτυχε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, όπως επιδίωκε.
Το Εφετείο απέρριψε όλους του προβληθέντες λόγους έφεσης υποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ενδιατρίψει, με περισσή μάλιστα λεπτομέρεια, στη μαρτυρία του κάθε ενός μάρτυρα που κλήθηκε από πλευράς διαδίκων, την οποία αντιπαρέθεσε με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό και κατέληξε στα ευρήματά του τα οποία κρίνουμε ευλόγως επιτρεπτά».
Το αποτέλεσμα ήταν η επικύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου στο σύνολό της.