Σχετικά με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε υπόθεση τελωνειακών παραβάσεων λαθρεμπορίας καυσίμων
ΕΔΔΑ 25.10.2018 (decision), ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΪΛ Α.Ε. κατά Ελλάδας (3714/16)
(Α) Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) – Αίτηση αναίρεσης – Απόρριψη λόγων αναίρεσης ως απαράδεκτων, βάσει του άρ. 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 – Απόρριψη της προσφυγής στο ΕΔΔΑ ως προδήλως αβάσιμης
(Β) Ne bis in idem (άρ. 4 του 7ουΠΠ ΕΣΔΑ) – Η προσφεύγουσα εταιρεία δεν επικαλέσθηκε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ ούτε ενώπιον του ΣτΕ ούτε με την προσφυγή της στο ΕΔΔΑ, το οποίο, όμως, κρίνει ότι ορισμένος ισχυρισμός της εταιρείας με το υπόμνημα μετά από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αναφερόμενος σε παραβίαση της εν λόγω διάταξης της ΕΣΔΑ, αλλά ως τέτοιος ήταν απορριπτέος ως προδήλως αβάσιμος και, συνεπώς, η απόρριψη του σχετικού λόγου αναίρεσης ως απαράδεκτου, βάσει του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, δεν παραβίασε το δικαίωμα της εταιρείας για πρόσβαση σε δικαστήριο (!)
(Α) Η προσφεύγουσα άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ σε υπόθεση επιβολής σε βάρος της αστικής συνευθύνης για την καταβολή φόρων και πολλαπλών τελών που είχαν καταλογισθεί σε νόμιμο εκπρόσωπό της, ως υπαίτιο τελωνειακών παραβάσεων λαθρεμπορίας καυσίμων. Η αίτηση απορρίφθηκε με την απόφαση ΣτΕ 3719/2015. Συγκεκριμένα, ένας από τους προβληθέντες λόγους αναίρεσης απορρίφθηκε ως αβάσιμος, ενώ οι λοιποί προβληθέντες λόγοι απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του νόμου 3900/2010.
Οι λόγοι αναίρεσης, που κρίθηκαν απαράδεκτοι, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο με ειδική αιτιολογία, αφού δηλαδή εξηγήθηκε, χωριστά σε σχέση με καθέναν από τους λόγους αυτούς, γιατί συνέτρεχε περίπτωση απαραδέκτου, βάσει της ανωτέρω διάταξης του π.δ. 18/1989 (εσφαλμένη εκδοχή ως προς το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ανυπαρξία ρητής ή έμμεσης ερμηνευτικής κρίσης στην αναιρεσιβαλλομένη για τιθέμενα νομικά ζητήματα, λόγος που δεν αφορούσε σε συγκεκριμένο ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, που είχε κριθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προσβολή της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης σχετικά με τη στοιχειοθέτηση των παραβάσεων, αοριστία ισχυρισμού περί αντίθεσης σε πάγια νομολογία του ΣτΕ ή αβάσιμο ισχυρισμού περί αντίθεσης σε ορισμένες αποφάσεις του ΣτΕ).
(B) Ειδικότερα, με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως η εταιρεία προέβαλε ότι οι περί τα πράγματα κρίσεις και οι σχετικές αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κλονίσθηκαν συνεπεία ορισμένης απόφασης του Εφετείου Κακουργημάτων, με την οποία είχε αθωωθεί, μεταξύ άλλων, και ο νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας από τις σχετικές κατηγορίες τελωνειακών παραβάσεων. Συναφώς, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ο λόγος ήταν παραδεκτός «[…] ενόψει της […] πάγιας νομολογίας [του Συμβουλίου της Επικρατείας] με την οποία επιβεβαιώνεται η υποχρέωση συνεκτίμησης της αθωωτικής ποινικής απόφασης [από το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει υπόθεση επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας] (ενδ. ΣτΕ Ολομ. 990/2004).». Προς στήριξητου βασίμου του ανωτέρω λόγου, η εταιρεία επικαλέσθηκε (α) τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία «[…] το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται μεν από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου (εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση), αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του […]» και (β) την απόφαση Σταυρόπουλος του ΕΔΔΑ, με την οποία έγινε δεκτό ότι «[…] δικαστικές αποφάσεις που έπονται της τελεσίδικης αθωώσεως κατηγορουμένου δεν πρέπει να την παραβλέπουν ηθελημένα […]».
Εξάλλου, με το 15.5.2015 υπόμνημά της μετά από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης (στις 13.5.2015), η εταιρεία ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Η παρούσα υπόθεση εκδικάζεται μετά την αμετάκλητη αθώωση του νομίμου εκπροσώπου μας καθώς και του πλοιάρχου του ένδικου πλοίου από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς (οι σχετικές αποφάσεις και πιστοποιητικά έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριό Σας). Η αμετάκλητη απόφανση του ποινικού δικαστηρίου ενδυναμώνει το τεκμήριο αθωότητάς μας, τιθέμενη στη μείζονα πρόταση του οικείου δικανικού συλλογισμού (και όχι ως απλό στοιχείο της αιτιολογίας). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στον πρόσθετο λόγο αναιρέσεως νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την πρόσφατη απόφαση της 30ης Απριλίου 2015 “Kapetanios et autres v Grece” η αμετάκλητη είναι απολύτως δεσμευτική ως κανόνας δικαίου-δεσμευτική ρύθμιση που διέπει την επίδικη περίπτωση. Διευκρινίζεται επιπλέον ότι στον οικείο λόγο τεκμηριώνεται το παραδεκτό του κατά το άρθρο 12 του Ν. 3900/2010, το οποίο περιλαμβάνει, κατά την ορθή ερμηνεία του, και την αντίθεση προς την νομολογία του ΕΔΔΑ, ως αφορώσα υπερνομοθετικό κανόνα δικαίου (ΕΣΔΑ).». Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτος από το ΣτΕ, με την εξής σκέψη: “Ο […] ισχυρισμός [προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου], ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής του με δικόγραφο προσθέτων λόγων […], δεν έχει το περιεχόμενο που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 και ο οικείος λόγος αναιρέσεως δεν αφορά σε συγκεκριμένο ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία, άλλωστε, είναι προγενέστερη της ως άνω ποινικής απόφασης που επικαλείται η αναιρεσείουσα.”
(Γ) Κατόπιν της παραπάνω απόφασης του ΣτΕ, η εταιρεία άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ, με την οποία προέβαλε ότι η απόρριψη των προβληθέντων από αυτήν λόγων αναίρεσης ως απαράδεκτων, βάσει του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, εχώρησε κατά παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο αυτό, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, που προβλήθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, με την αιτιολογία ότι δεν αφορά σε συγκεκριμένο ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, μολονότι ο λόγος αυτός αφορούσε στην εφαρμογή των άρθρων 6 και 7 της ΕΣΔΑ και στηριζόταν στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας και Καπετάνιος κατά Ελλάδας.
(Δ) Το ΕΔΔΑ δεν κρίνει αναγκαίο να αποφανθεί επί της ένστασης της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι η υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όσον αφορά την ευθύνη της εταιρείας για πληρωμή φόρων, δεδομένου ότι απορρίπτει την προσφυγή, για άλλους λόγους.
(Ε) Αναφορικά με την απόρριψη ως απαράδεκτων των πρώτων τεσσάρων λόγων αναίρεσης, το ΕΔΔΑ, αφού επικαλείται τη νομολογία του για το ν. 3900/2010 (αποφάσεις Παπαϊωάννου και Αστικός & Παραθεριστικός Οικοκοδομικός Συνεταιρισμός Αξιωματικών), κρίνει, με συνοπτική αιτιολογία, ότι η εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, δεν οδήγησε σε δυσανάλογο περιορισμό του κατά το άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιώματος της εταιρείας για πρόσβαση σε δικαστήριο. Συνεπώς ο σχετικός λόγος προσφυγής απορρίπτεται ως προδήλως στερούμενος βάσης.
(ΣΤ) Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, η Ελληνική Κυβέρνηση σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι τα αναφερόμενα στο από 15.5.2015 υπόμνημα της εταιρείας δεν αποτελούν απλή ανάπτυξη του λόγου που προβλήθηκε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων της εταιρείας, αλλά διαφοροποιούνται ουσιωδώς από το περιεχόμενό του, δεδομένου ότι με αυτά η εταιρεία προέβαλε (απαραδέκτως) το πρώτον, αφενός, ότι η σχετική αθωωτική ποινική απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη και δεν κλόνιζε απλώς την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης, αλλά ήταν απολύτως δεσμευτική για την επίδικη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, και, αφετέρου, ότι το παραδεκτό του πρόσθετου λόγου αναίρεσης θεμελιωνόταν και στην αντίθεση προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ που είχε επικαλεσθεί.
(Ζ) Το ΕΔΔΑ παρατηρεί τα ακόλουθα σχετικά με την αιτίαση που αφορά στην απόρριψη του πέμπτου λόγου αναίρεσης: Η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε με πρόσθετο λόγο αναίρεσης αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς την απόφαση ΣτΕ 990/2004 και προς την απόφαση Σταυρόπουλος του ΕΔΔΑ. Επίσης με το από 15.5.2015 υπόμνημά της (δύο ημέρες μετά από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης) προέβαλε αντίθεση προς την απόφαση Καπετάνιος του ΕΔΔΑ. Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή απόφαση είχε εκδοθεί την 30.4.2015, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι η εταιρεία την επικαλέσθηκε εντός ευλόγου χρόνου. Σχετικώς σημειώνει ότι το άρ. 12 του ν. 3900/2010 αναφέρεται σε νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων, χωρίς να διευκρινίζει ότι σε αυτά περιλαμβάνονται το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ, όπως έχει γίνει πλέον δεκτό στη νομολογία του ΣτΕ που επικαλείται η Ελληνική Κυβέρνηση.
Το ΕΔΔΑ δέχεται ότι, εκ πρώτης όψεως, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης θα μπορούσε να έχει γίνει αντιληπτός υπό την έννοια ότι θέτει ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ. Το ΣτΕ απέρρριψε το λόγο σαν να αναφέρεται σε ζήτημα πραγματικού και δεν εξέτασε το θέμα της ερμηνείας του άρθρου 4 του 7ουΠΠ της ΕΣΔΑ, αποφεύγοντας έτσι να συναγάγει τις συνέπειες της νομολογίας του ΕΔΔΑ, που ήταν μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αλλά προγενέστερη της συζήτησης ενώπιον του ΣτΕ.
Συναφώς, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι μια από τις βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου της ΕΣΔΑ είναι η ταυτότητα του προσώπου που διώκεται ή τιμωρείται δύο φορές. Εν προκειμένω, δεν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν ήταν διάδικο μέρος στην ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας απαλλάχθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της.
Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να θεωρηθεί ότι εγείρει κάποιο ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η συνοπτική εξέταση από το ΣτΕ του λόγου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρεμπόδισε το δικαίωμα πρόσβασης της εταιρείας σε δικαστήριο. Επομένως, ο αντίστοιχος λόγος προσφυγής είναι προφανώς αβάσιμος.
(Η) Ενόψει των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στη γαλλική γλώσσα εδώ.