Το Συμβούλιο εξέδωσε σήμερα κανονισμό που έχει στόχο να βελτιώσει τους ελέγχους των μετρητών που εισέρχονται και εξέρχονται από την Ένωση. Η έκδοση ήρθε σε συνέχεια της συμφωνίας που είχε επιτευχθεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο.
“Πρέπει να παρακολουθήσουμε και να εξαλείψουμε τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, το ξέπλυμα χρήματος, τη φοροδιαφυγή και άλλες σχετικές εγκληματικές δραστηριότητες. Ο νέος κανονισμός μάς παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε αποδοτικότερα τις απειλές αυτές.”
— κ. Hartwig Löger, Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας
Ο κανονισμός θα βελτιώσει το σύστημα που ισχύει σήμερα για τους ελέγχους των μετρητών που εισέρχονται και εξέρχονται από την ΕΕ. Με τον συγκεκριμένο κανονισμό θα αποτυπωθούν στη νομοθεσία της ΕΕ οι τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα που αναπτύσσει η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Στην πράξη, ο νέος κανονισμός επεκτείνει τον ορισμό των ρευστών διαθεσίμων (όπως αποκαλούνται τα μετρητά), ώστε, πέρα από τα χαρτονομίσματα, να καλύπτει και άλλα μέσα ή ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα αγαθά, όπως οι επιταγές, οι ταξιδιωτικές επιταγές, οι προπληρωμένες κάρτες και ο χρυσός. Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού επεκτείνεται επίσης στα μετρητά που αποστέλλονται με ταχυδρομικές αποστολές, φορτία ή ταχυμεταφορές.
Η νέα νομοθεσία επεκτείνει την υποχρέωση κάθε πολίτη που εισέρχεται ή εξέρχεται από την ΕΕ να δηλώνει στις τελωνειακές αρχές αν μεταφέρει σε μετρητά ποσό αξίας 10 000 € και άνω. Η δήλωση θα πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από το αν οι ταξιδιώτες μεταφέρουν τα μετρητά επάνω τους, στις αποσκευές τους ή στο μεταφορικό τους μέσο. Όταν τους ζητείται από τις αρχές, οι ταξιδιώτες θα πρέπει να παρουσιάζουν τα μετρητά προς έλεγχο.
Εάν τα μετρητά αποστέλλονται με άλλον τρόπο («ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα»), οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να ζητούν από τον αποστολέα ή τον παραλήπτη να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης. Οι αρχές θα μπορούν να διεξάγουν ελέγχους σε κάθε αποστολή, συσκευασία ή μέσο μεταφοράς που ενδέχεται να περιέχει ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα.
Τα κράτη μέλη θα ανταλλάσσουν πληροφορίες όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μετρητά συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Οι πληροφορίες θα διαβιβάζονται επίσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο νέος κανονισμός δεν θα εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν πρόσθετους εθνικούς ελέγχους στις κινήσεις μετρητών εντός της Ένωσης βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, εφόσον οι έλεγχοι αυτοί συνάδουν με τις βασικές ελευθερίες της Ένωσης.
Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει τώρα να υπογράψουν τον κανονισμό που εγκρίθηκε. Μετά την υπογραφή του, το κείμενο θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ και θα αρχίσει να ισχύει την 20ή ημέρα από τη δημοσίευσή του.
Ιστορικό
Οι υφιστάμενοι κανόνες σχετικά με την κίνηση μετρητών που εισέρχονται και εξέρχονται από την ΕΕ (κανονισμός 1889/2005 για τους ελέγχους των μετρητών) τέθηκαν σε ισχύ στις 15 Ιουνίου 2007 και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο νέος κανονισμός επικαιροποιεί τους κανόνες αυτούς και συμπληρώνει το ενωσιακό νομικό πλαίσιο που καθορίζεται από την οδηγία 2015/849 όσον αφορά την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Σύμφωνα με τους υφιστάμενους κανόνες, οι ταξιδιώτες που εισέρχονται ή εξέρχονται από την ΕΕ οφείλουν να δηλώνουν στις τελωνειακές αρχές τα μετρητά αξίας 10 000 € και άνω (ή ισοδύναμα ποσά). Η νέα νομοθεσία επεκτείνει τις υποχρεώσεις αυτές. Οι νέοι κανόνες είναι αναγκαίοι, διότι οι τρομοκράτες και οι εγκληματίες έχουν κατορθώσει να βρουν τρόπους να παρακάμπτουν τους κανόνες για τους ελέγχους των μετρητών. Οι εγκληματικές οργανώσεις που αποκτούν μεγάλες ποσότητες μετρητών από τις παράνομες δραστηριότητές τους δεν θα πρέπει να έχουν ευκαιρίες να εκμεταλλεύονται κενά του ισχύοντος συστήματος για να μεταφέρουν και να νομιμοποιούν τα χρήματά τους.