Ένταση των βιώσιμων ρυθμίσεων από τις τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, ζητά ο SSM.
Παρά το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις δεν έχουν αποδειχτεί “προσοδοφόρες” και πλέον, οι υψηλότεροι στόχοι για τη μείωση των NPEs υποχρεώνουν τις τράπεζες σε αύξηση των πωλήσεων /τιτλοποιήσεων και των ρευστοποιήσεων, ο SSM συνιστά να γίνει από τις τράπεζες περισσότερη οργανική δουλειά. Δηλαδή, περισσότερες ανακτήσεις και αντίστοιχη μείωση των NPEs μέσα από βιώσιμες ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και εισπράξεις μετρητών. Ο λόγος είναι ότι το ταχύτερο, αλλά ακριβότερο σε κεφάλαια, αποτέλεσμα που θα φέρουν οι πωλήσεις δανείων στη μείωση των NPEs, θα πρέπει να αντισταθμιστεί από την λιγότερο κοστοβόρα οργανική μείωση.
Στο σκέλος των ρυθμίσεων, οι οποίες θα περιλαμβάνουν πλέον και γενναία “κουρέματα”, οι τράπεζες θα εγκαινιάσουν επιλεγμένες κινήσεις σε δάνεια με εξασφαλίσεις. Θα πρόκειται για δάνεια με υψηλή αξία loan to value, με σκοπό να σωθεί το τμήμα της οφειλής που σώζεται. Έτσι, όπου η αξία της εξασφάλισης είναι χαμηλότερη από την αξία του δανείου, οι τράπεζες θα προχωρούν σε ρυθμίσεις με άφεση χρέους.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν, πάντως, ότι οι ρυθμίσεις δεν θα αποφέρουν πάνω από 3 – 3,5 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες θα εντείνουν τις προσπάθειες ώστε να αυξήσουν περαιτέρω το ποσοστό των μακροπρόθεσμων λύσεων για την διευκόλυνση αποπληρωμής μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ειδικότερα, στόχος είναι το ποσοστό των μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων να κινείται από 42% έως 50% των συνολικών ρυθμίσεων των τραπεζών μέχρι τα τέλη του 2019, από 20% – 33% που βρισκόταν το περυσινό β΄ τρίμηνο, όταν ξεκίνησε η πολιτική πιο “επιθετικών” ρυθμίσεων από τις τράπεζες. Σημειώνεται ότι οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προσφέρονται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και υποδεικνύουν λύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν δανειολήπτη στη βιωσιμότητα και τελικά στην εξυπηρέτηση του δανείου.
Οι τράπεζες διαπιστώνουν ότι οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται από το β΄ εξάμηνο του 2017 και ήταν ουσιαστικά “κομμένες και ραμμένες” στα μέτρα των δανειοληπτών, έχουν αυξημένα ποσοστά τήρησης των συμφωνημένων κατά 5% – 10%. Έτσι, ενώ με τις παλαιότερου τύπου πιο “άκαμπτες” ρυθμίσεις, στους 100 ρυθμισμένους πελάτες “έσκαγαν” ξανά οι 45, με τις νεότερες ρυθμίσεις του τελευταίου διαστήματος ξαναγίνονται “κόκκινοι” οι 35 δανειολήπτες.