ΣτΕ Ολομ. 1943/2018: Πρόσβαση στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή
ΣτΕ Ολομ. 1943/2018
(A) Ένδικη προστασία – Έκταση δικαιοδοσίας/ελέγχου – Έλεγχος αντισυνταγματικότητας – Αλληλοσυνδεόμενες διατάξεις νόμου
(Β) Αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας – Πρόσβαση στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή – Αντισυνταγματικός ο νομοθετικός περιορισμός των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας
(Α) Ο έλεγχος της συνταγματικότητας της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πρέπει να περιορισθεί στα πλαίσια του προβαλλομένου με την αίτηση ακυρώσεως λόγου, ο οποίος αφορά ρητώς μόνον στον δι’ αυτής επιβαλλόμενο περιορισμό δήλωσης προτίμησης για τις περιφέρειες δύο το πολύ πρωτοδικείων, και όχι στον, διαφορετικού περιεχομένου, εμβέλειας, αλλά και εννόμων αποτελεσμάτων, περιορισμό δήλωσης προτίμησης μόνο για μία περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας (από τον οποίο ο αιτών δεν υποστηρίζει ότι υπέστη βλάβη).
Τούτο επιβάλλεται από τα πλαίσια του ακυρωτικού αιτήματος, όπως προσδιορίζεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, ενώ ενδεχόμενη διάγνωση, κατ’ ενάσκηση αυτεπαγγέλτου ελέγχου, της αντισυνταγματικότητας της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995 και ως προς τον περιορισμό υποβολής προτίμησης για μία μόνο περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, δηλαδή ως προς μέρος διάταξης νόμου, του οποίου η εφαρμογή δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της προκειμένης διαφοράς, θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτό οριοθετείται, κατά τα ανωτέρω, από τις προσβαλλόμενες πράξεις και το αίτημα, που διατυπώνεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, κατά παράβαση της αρχής περί παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, θα μπορούσε δε να οδηγήσει και σε ακύρωση υπερακοντίζουσα ή και παραβλάπτουσα τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος [με μειοψηφία, η οποία επικεντρώνει στον στενό σύνδεσμο μεταξύ των δύο ρυθμίσεων, που αποτελούν ενιαίο σύνολο]
(Β) Για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή, που έχει χαρακτήρα ελευθέρου επαγγέλματος, συμβάλλει, όμως, συνάμα στο έργο της απονομής της δικαιοσύνης, έστω και με επικουρικό χαρακτήρα, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη ως προς τους όρους και τη διαδικασία εισόδου σε αυτό πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις, που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση και τις εν γένει ικανότητες του υποψηφίου, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης –
Ο περιορισμός των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, που προβλέπεται από την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή προσώπων, που διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα, διότι επιτρέπει, κατ’ αποτέλεσμα, τον διορισμό υποψηφίων με βαθμολογία χαμηλότερη από εκείνη συνυποψηφίων τους, οι οποίοι, αν και διαγωνίσθηκαν στα ίδια θέματα και επέτυχαν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι επειδή, στα πλαίσια του ως άνω περιορισμού, είχαν δηλώσει προτίμηση διορισμού σε περιφέρειες πρωτοδικείων, για τις οποίες αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία από αυτή, την οποία επέτυχαν (πρβλ. ΣΕ 2369/2005 Ολομ., 959/2015 Ολομ.)
Και ναι μεν το Δημόσιο υποστηρίζει ότι οι τιθέμενοι με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, περιορισμοί ως προς τις προτιμήσεις διορισμού των υποψηφίων είναι συνταγματικώς ανεκτοί ως υπαγορευόμενοι από λόγους δημοσίου συμφέροντος, διότι αποβλέπουν στην ορθολογική κατανομή των δικαστικών επιμελητών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας και στη στελέχωση και των πιο απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών με δικαστικούς επιμελητές, που έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν σε αυτές, αλλά δεν διαπιστώνεται, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα και αναγκαιότητα της επίδικης ρύθμισης για την εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 1621/2012 Ολομ.), δεδομένου ότι είναι άδηλο τόσο το πώς επηρεάζονται οι επιλογές των υποψηφίων από την επιβολή τέτοιου είδους περιορισμών όσο και το εάν πράγματι εξασφαλίζεται, με τη θέσπιση του συγκεκριμένου περιορισμού, η δήλωση προτίμησης των υποψηφίων για θέσεις, στις οποίες έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν επί μακρόν, εν όψει, άλλωστε, του ότι η αυτή νομοθεσία επιτρέπει την, σχετικώς ευχερή, μετάθεση δικαστικών επιμελητών σε άλλη πρωτοδικειακή περιφέρεια και, εν πάση περιπτώσει, ο νομοθέτης δύναται να επιδιώξει με άλλους τρόπους, μη θίγοντες τις αρχές της αξιοκρατίας και της ελευθερίας πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή των εχόντων τα νόμιμα προσόντα, την εξασφάλιση της σταθερής στελέχωσης, με δικαστικούς επιμελητές, όλων των περιφερειών της Χώρας, όπως π.χ. με την παροχή κινήτρων για την επιλογή των μικρών και δυσπρόσιτων περιφερειών ή/και τη θέσπιση αυστηροτέρων, σε σχέση με τις ήδη ισχύουσες, προϋποθέσεων για την αποδοχή αιτήσεων μετάθεσης των δικαστικών επιμελητών.