Μία ενδιαφέρουσα απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων για βιντεοσκόπηση στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Σε μία ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα υπόθεση, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέτασε καταγγελία για τη χρήση από αστυνομικό κάμερας ενσωματωμένης στη στολή.
Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον της Αρχής, έπειτα από καταγγελία δηµοσιογράφου αστυνοµικού/δικαστικού ρεπορτάζ, σύμφωνα με την οποία τον Φεβρουάριο του 2017 στον εξωτερικό χώρο του Εφετείου Αθηνών και κατά την ώρα εκδίκασης υπόθεσης που αφορούσε τη «Χρυσή Αυγή» βρισκόταν οµάδα αστυνοµικών.
Ένας εξ αυτών εθεάθη να φέρει, ενσωµατωµένη σε ειδική θήκη στη στολή του, συσκευή µε χαρακτηριστικά φορητής κάµερας.
Προς απόδειξη της καταγγελίας συνυποβλήθηκαν και χαρακτηριστικές φωτογραφίες, ενώ για το συγκεκριµένο περιστατικό υπήρξαν διάφορα δηµοσιεύµατα στον Τύπο και τα ηλεκτρονικά µέσα.
Επιλαμβανόμενη της υποθέσεως, η Αρχή ζήτησε από την Ελληνική Αστυνοµία αντίγραφο της καταγγελίας, ζητώντας τις απόψεις της, καθώς και ενηµέρωση για τυχόν ενέργειες που έγιναν για τη διερεύνηση της βασιµότητας της καταγγελίας.
Η ΕΛ.ΑΣ. απάντησε ότι προχώρησε σε ενδελεχή εξέταση των καταγγελλοµένων και αφού διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για φορητό φορτιστή τύπου «power bank», καλώδιο σύνδεσης, θήκη και συσκευή Bluetooth, έθεσε την υπόθεση στο αρχείο.
Σε συνέχεια του εγγράφου της ΕΛΑΣ, η ΑΠΔΠΧ ζήτησε αναλυτικότερη ενηµέρωση για τα ακριβή χαρακτηριστικά των εν λόγω συσκευών, όπως και οποιοδήποτε έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. αφορά στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Η ΕΛ.ΑΣ. απάντησε στο αίτημα της Αρχής, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι ο αστυνοµικός επικαλέστηκε ότι έφερε την εν λόγω συσκευή στη στολή του γιατί “η συχνά δυσχερής ασύρµατη επικοινωνία µε το κέντρο επιχειρήσεων της Γ.Α.∆.Α. καθιστά αναγκαία τη χρήση τηλεφωνικής επικοινωνίας κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του”.
Με σημείωμά της η Αρχή Προστασίας Δεδομένων εγείρει αµφιβολίες ως προς την ορθότητα της εξέτασης του περιστατικού από πλευράς των υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ., κυρίως λόγω µη συµβατότητας των χαρακτηριστικών και των διαστάσεων των συσκευών µε όσα απεικονίζονται στις φωτογραφίες, καθώς δεν φαίνεται ότι µπορεί να αποδειχθεί ο ισχυρισµός ότι στη θήκη της στολής ήταν τοποθετηµένος ο συγκεκριµένος φορτιστής συσκευής Bluetooth.
Είναι νόμιμη η χρήση “Body Cameras” από την Ελληνική Αστυνομία; Το κενό στο νομικό πλαίσιο
Όπως αναφέται στην απόφαση της Αρχής, με το άρθρο 15 του ν. 3917/2011 που εξεδόθη κατόπιν των γνωµοδοτήσεων 1/2009 και 2/2010 της Αρχής, ρυθµίζεται η χρήση συστηµάτων επιτήρησης µε λήψη ή και καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δηµόσιους χώρους.
Όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του νόµου αυτού η εγκατάσταση και λειτουργία τέτοιων συστηµάτων επιτρέπεται για «… γ) την αποτροπή και καταστολή εγκληµάτων που συνιστούν επιβουλή της δηµόσιας τάξης, δ) την αποτροπή και καταστολή εγκληµάτων βίας, εµπορίας ναρκωτικών, κοινώς επικίνδυνων εγκληµάτων, εγκληµάτων κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και εγκληµάτων κατά της ιδιοκτησίας, όταν µε βάση πραγµατικά στοιχεία συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελέσθηκαν ή πρόκειται να τελεσθούν τέτοιες πράξεις…» (παρ. 1) µόνο από κρατικές αρχές υπό την προϋπόθεση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας (παρ.2).
Στην παρ. 4 του προαναφερθέντος άρθρου προβλέπεται η έκδοση Προεδρικού ∆ιατάγµατος που θα εξειδικεύει τη ρύθµιση.
Έως σήµερα αυτό δεν έχει πραγµατοποιηθεί.
Όπως µάλιστα, επισηµάνθηκε επανειληµµένως από την Αρχή στις ετήσιες εκθέσεις της, παρά το ότι από το 2012 έχει υποβληθεί σχέδιο από συσταθείσα οµάδα εργασίας, δεν έχει προχωρήσει η επεξεργασία από το αρµόδιο Υπουργείο µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να τεκµηριωθεί η νοµιµότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδοµένων από κανένα δηµόσιο φορέα, µε τη χρήση συστήµατος επιτήρησης για τους σκοπούς του εν λόγω νόµου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η χρήση κάµερας από αστυνοµικό δεν θα µπορούσε να ενταχθεί σε περίπτωση αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής χρήσης, καθώς, ακόµα κι αν η απόφαση για τη χρήση της είναι αποκλειστικά του εν λόγω αστυνοµικού, αυτή γίνεται στο πλαίσιο της επαγγελµατικής και όχι της προσωπικής του δραστηριότητας και µάλιστα σε χώρο που είναι δηµόσιος ή ελεύθερα προσβάσιµος στο κοινό.
Τέτοια χρήση δεν µπορεί να θεωρηθεί νόµιµη, καθώς απουσιάζει η κανονιστική ρύθµιση που θα ανέθετε στην ΕΛ.ΑΣ. την αρµοδιότητα χρήσης φορητών καµερών.
Η απόφαση της Αρχής
Όπως αναφέρει στην απόφασή της η Αρχή, η Ελληνική Αστυνομία ως υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να διαθέτει κατάλληλα µέτρα για τη διασφάλιση της νοµιµότητας κάθε επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα.
Απαραίτητο οργανωτικό µέτρο για τη διασφάλιση αυτή είναι η ύπαρξη διαδικασιών διερεύνησης παραπόνων που αφορούν επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ακόµα κι αν αρχικά ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει γνώση για µια ενέργεια υπαλλήλου του, ο οποίος ενεργεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του, µόλις λάβει γνώση, οφείλει να εξετάσει αναλυτικότερα την υπόθεση και ενδεχοµένως να λάβει τα κατάλληλα µέτρα.
Όπως τονίζει η Αρχή, τα αποτελέσµατα των διαδικασιών αυτών πρέπει να είναι τεκµηριωµένα και να µην επιδέχονται αµφισβήτηση, ακόµα κι αν γίνονται σε πρώτο στάδιο προφορικά.
Με τα έγγραφα που απέστειλε η ΕΛ.ΑΣ. υποστηρίζεται ότι διενεργήθηκε ενδελεχής διερεύνηση και µάλιστα µε αµεσότητα και από υψηλόβαθµα στελέχη της Αστυνοµίας, στα οποία παρασχέθηκαν εξηγήσεις, και έγινε επίδειξη των επίµαχων συσκευών, τα δε συµπεράσµατά της δεν επιδέχονται αµφισβήτηση. ∆ιαπιστώνεται όµως ότι η ΕΛ.ΑΣ. δεν κατέγραψε τις ενέργειες διερεύνησης.
Εξάλλου, σύμφωνα με την απόφαση, όταν η καταγγελία υποβλήθηκε στην Αρχή δεν υπήρχε η δυνατότητα άµεσης επέµβασης και επιτόπιου διοικητικού ελέγχου, λόγω του χρόνου που είχε µεσολαβήσει.
Άλλωστε, πέραν των φωτογραφιών, δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει λήψη εικόνας ή και ήχου, συνεπώς δεν µπορεί µε βεβαιότητα να τεκµηριωθεί ότι στο συγκεκριµένο περιστατικό διενεργήθηκε επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα µέσω
βιντεοσκόπησης.
Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΛ.ΑΣ. καθυστέρησε αδικαιολόγητα να παράσχει τις αιτούµενες από πληροφορίες, η Αρχή απηύθυνε συστάσεις στην Ελληνική Αστυνοµία προκειμένου να:
1. Προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες ώστε η διαδικασία διερεύνησης παραπόνων που σχετίζονται µε επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι προσηκόντως τεκµηριωµένη.
2. Συνεργάζεται αποτελεσµατικά µε την Αρχή.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση 59/2018 εδώ.