Την Πέμπτη, εγκρίθηκαν στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο τα μέτρα για την ευκολότερη δέσμευση και δήμευση εσόδων και αγαθών που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
•Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης
Ένα από τα συνηθέστερα κίνητρα εγκληματικής δραστηριότητας είναι το οικονομικό όφελος. Επομένως, η αφαίρεση του κέρδους από την εγκληματική δραστηριότητα και η διασφάλιση ότι «το έγκλημα δεν αποδίδει», αποτελεί έναν πολύ αποτελεσματικό μηχανισμό για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται με εγκληματικές δραστηριότητες αποσκοπεί στην πρόληψη και την καταπολέμηση του εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος, και στην αποζημίωση των θυμάτων, ενώ παρέχει πρόσθετα κεφάλαια για να πραγματοποιηθούν εκ νέου επενδύσεις σε δραστηριότητες επιβολής του νόμου ή άλλες πρωτοβουλίες για την πρόληψη της εγκληματικότητας και την αποζημίωση των θυμάτων. Η δέσμευση και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί επίσης σημαντικό εργαλείο για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 και του 2016 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εκτός αυτής υπογράμμισαν την επείγουσα ανάγκη για πρόληψη και καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η πρόκληση να διακοπεί η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και η στενή σχέση της με τα δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος απαιτεί αποφασιστική, ταχεία και συνεκτική δράση για τον εκσυγχρονισμό της σχετικής νομοθεσίας, την εξασφάλιση της εφαρμογής της και την καλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και όχι μόνο.
Το ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια της 28ης Απριλίου 2015 υπογράμμισε την ανάγκη λήψης μέτρων για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με αποτελεσματικότερο και πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Μία από τις προτεραιότητες που προσδιορίστηκαν ήταν η πάταξη των οργανωμένων εγκληματικών δικτύων και των τρόπων με τους οποίους χρηματοδοτούνται. Στο πλαίσιο αυτό, το ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια απέδωσε επίσης στρατηγική σημασία στην ανάγκη βελτίωσης της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα , οι παράνομες αγορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρήγαγαν περίπου 110 δισεκατομμύρια EUR, δηλαδή περίπου 1 % του ΑΕΠ της ΕΕ το 2010. Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι τα υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία είναι περιορισμένα, το χρηματικό ποσό που ανακτάται σήμερα από προϊόντα εγκλήματος εντός της ΕΕ αντιστοιχεί σε μικρό μόνο ποσοστό: το 98,9 % των εκτιμώμενων κερδών από εγκληματικές δραστηριότητες δεν δημεύεται αλλά παραμένει στη διάθεση των εγκληματιών. Προϋπόθεση για την αύξηση των δημεύσεων περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης αποτελεί η ύπαρξη ενός λειτουργικού συστήματος για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων.
Αυτό περιλαμβάνει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης. Ενώ υπάρχει, σε επίπεδο ΕΕ, νομοθεσία σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης, αυτή είναι αποσπασματική, παρωχημένη και αφήνει κενά που μπορούν να εκμεταλλευτούν οι εγκληματίες. Η σημασία της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης έχει αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά την έγκριση των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε το 1999, εκδόθηκαν, μεταξύ του 2001 και του 2006, τέσσερις νομοθετικές πράξεις για τη δέσμευση και τη δήμευση, μεταξύ των οποίων δύο πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης, οι οποίες όλες εξακολουθούν να ισχύουν (τουλάχιστον εν μέρει) και σήμερα .
Παράλληλα, καταβλήθηκαν προσπάθειες για την ενίσχυση της αναγνώρισης και του εντοπισμού των εσόδων και των οργάνων τέλεσης εγκλημάτων.
Η απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου 4 προβλέπει τη δημιουργία υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων σε όλα τα κράτη μέλη.
Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, δόθηκε στη δήμευση στρατηγική προτεραιότητα σε επίπεδο ΕΕ ως ένα αποτελεσματικό μέσο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η οδηγία 2014/42/ΕΕ θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες για τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά την έκδοση της οδηγίας 2014/42/ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σε κοινή δήλωση, κάλεσαν την Επιτροπή «να υποβάλει νομοθετική πρόταση για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης, το συντομότερο δυνατό (…) λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη θέσπισης ενός ολοκληρωμένου συστήματος δέσμευσης και δήμευσης των προϊόντων και μέσων τέλεσης εγκλημάτων στην ΕΕ»
Η έκκληση αυτή έχει επαναληφθεί σε διάφορες περιπτώσεις σε διμερείς επαφές και συναντήσεις εμπειρογνωμόνων.
Σε αυτή την κοινή δήλωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κάλεσαν επίσης την Επιτροπή να αναλύσει τη σκοπιμότητα και τα πιθανά οφέλη της θέσπισης κοινών κανόνων σχετικά με τη μη βασιζόμενη σε καταδίκη δήμευση, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ των νομικών παραδόσεων και συστημάτων των κρατών μελών. Ενόψει της εκπόνησης της ανάλυσης αυτής, η Επιτροπή διοργάνωσε συναντήσεις εμπειρογνωμόνων τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο του 2016. Προγραμματίζει να εκδώσει την ανάλυση σκοπιμότητας το 2017.
Στην ανακοίνωσή της, της 2ας Φεβρουαρίου 2016, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με «Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας » , η Επιτροπή υπογράμμισε την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι εγκληματίες οι οποίοι χρηματοδοτούν την τρομοκρατία στερούνται των περιουσιακών τους στοιχείων. Η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ενισχύσει την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης έως τα τέλη του 2016. Επισήμανε ότι η «αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί βασικό στοιχείο του πλαισίου ασφάλειας».
Τον Οκτώβριο του 2016, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο έκθεσης που υπέβαλε η βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Laura Ferrara για την καταπολέμηση της διαφθοράς, ζήτησε εκ νέου από την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για την ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης.
Η σημερινή πρωτοβουλία αποτελεί απάντηση στις διαπιστωμένες ανεπάρκειες των υφιστάμενων πράξεων αμοιβαίας αναγνώρισης και στις εκκλήσεις αυτές. Βασίζεται στην υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης και λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν αναπτύξει νέες μορφές δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης. Λαμβάνει επίσης υπόψη τις εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων προδιαγραφών για τις αποφάσεις δέσμευσης και δήμευσης που καθορίζονται στην οδηγία 2014/42/ΕΕ. Ενώ η οδηγία βελτιώνει τις εγχώριες δυνατότητες για τη δέσμευση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων, η πρόταση αποσκοπεί στη βελτίωση της διασυνοριακής επιβολής των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης.
Από κοινού, αμφότερες αυτές οι πράξεις αναμένεται να συμβάλουν στην αποτελεσματική ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
•Συνοχή με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της ΕΕ στον τομέα πολιτικής
Το ισχύον νομικό πλαίσιο της ΕΕ αποτελείται από πέντε βασικές νομοθετικές πράξεις. Πέραν της απόφασης 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων, δύο από αυτές είναι πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης και δύο είναι μέτρα εναρμόνισης. Και οι δύο τύποι πράξεων είναι απαραίτητοι προκειμένου να υπάρξει ένα λειτουργικό καθεστώς ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης και αλληλοσυμπληρώνονται.
Πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης:
Η απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης στοχεύουν στη διευκόλυνση της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων σε διασυνοριακές υποθέσεις.
Και οι αυτές δύο αποφάσεις-πλαίσια βασίζονται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Και οι δύο πράξεις ορίζουν ότι οι αποφάσεις δέσμευσης ή δήμευσης που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται και εκτελούνται στα λοιπά. Οι αποφάσεις διαβιβάζονται μαζί με ένα πιστοποιητικό στις αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης, το οποίο πρέπει να τις αναγνωρίσει χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις και να λάβει τα αναγκαία για την εκτέλεσή τους μέτρα.
Η αμοιβαία αναγνώριση δεν μπορεί να απορριφθεί λόγω απουσίας διττού αξιοποίνου για μια σειρά αδικημάτων που τιμωρούνται με τουλάχιστον τρία χρόνια φυλάκισης στο κράτος έκδοσης. Σε άλλες περιπτώσεις, η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί, εάν το έγκλημα το οποίο αφορά η απόφαση δέσμευσης ή δήμευσης δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης. Οι αποφάσεις-πλαίσια επιτρέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, και άλλους λόγους απόρριψης. Αυτές οι δύο αποφάσεις-πλαίσια θα πρέπει να αντικατασταθούν από μια ενιαία πράξη, τον προτεινόμενο κανονισμό.
Μέτρα εναρμόνισης:
Η απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματικά μέτρα για να καταστεί δυνατή η απλή δήμευση των οργάνων και προϊόντων εγκλήματος για όλα τα ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Εισήγαγε επίσης διατάξεις για τις εκτεταμένες εξουσίες δήμευσης. Ωστόσο, το επίπεδο εναρμόνισης που θεσπίστηκε με την πράξη αυτή ήταν πολύ χαμηλό και δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την πολυμορφία των εθνικών νομικών καθεστώτων δήμευσης.
Η οδηγία 2014/42/EE, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε να εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη έως τον Οκτώβριο του 2016. Αντικαθιστά ορισμένες διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Ενώ η απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου εξακολουθεί να ισχύει για όλα τα ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όσον αφορά την απλή δήμευση, η οδηγία μπορούσε να καλύψει μόνο τα λεγόμενα «ευρωεγκλήματα» .
Η οδηγία 2014/42/ΕΕ καθορίζει ελάχιστους κανόνες για τα εθνικά καθεστώτα δέσμευσης και δήμευσης: προβλέπει την εφαρμογή απλής και βάσει αξίας διαδικασίας δήμευσης για τα ευρωεγκλήματα, ακόμη και όταν η καταδικαστική απόφαση εκδίδεται ερήμην. Προβλέπει κανόνες για τις εκτεταμένες εξουσίες δήμευσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επίσης, επιτρέπει τη δήμευση όταν δεν είναι δυνατό να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, σε περιπτώσεις ασθένειας ή φυγής του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Η οδηγία επιτρέπει επίσης για πρώτη φορά τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή τρίτων. Τέλος, η οδηγία θεσπίζει μια σειρά από δικονομικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα ενημέρωσης για την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης, συμπεριλαμβανομένων, τουλάχιστον εν συντομία, του λόγου ή των λόγων, την πραγματική δυνατότητα αμφισβήτησης της απόφασης δέσμευσης ενώπιον δικαστηρίου, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο καθ’ όλη τη διαδικασία δήμευσης, την πραγματική δυνατότητα διεκδίκησης του τίτλου ιδιοκτησίας ή άλλων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τους λόγους της απόφασης δήμευσης και αμφισβήτησής της ενώπιον δικαστηρίου.
Περίληψη του προτεινόμενου κανονισμού
Η πανευρωπαϊκή έννοια της δικαιοσύνης βασίζεται στην αυξημένη νομική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, μέσω της αρχής της «αμοιβαίας αναγνώρισης», όταν κάθε νομικό σύστημα σταδιακά αναγνωρίζει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τα νομικά συστήματα των άλλων κρατών μελών είναι έγκυρες και θα πρέπει να αναγνωρίζονται χωρίς άλλες διατυπώσεις.
Ένας μηχανισμός αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν και να εκτελούν την απόφαση δέσμευσης ή δήμευσης που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, χωρίς ενδιάμεσες διατυπώσεις. Ο προτεινόμενος κανονισμός θα καλύπτει την αμοιβαία αναγνώριση κάθε τύπου απόφασης δέσμευσης και δήμευσης που θα έχει εκδοθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων εκτεταμένης δήμευσης, των αποφάσεων δήμευσης εις χείρας τρίτου και των μη βασιζόμενων σε καταδίκη αποφάσεων δήμευσης .
Η παρούσα πρόταση κανονισμού βελτιώνει το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης με διάφορους τρόπους:
-Άμεσα εφαρμοστέα νομική πράξη:
Ο προτεινόμενος κανονισμός, αφού εγκριθεί, θα ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη. Αυτό θα εξασφαλίσει σαφήνεια και θα εξαλείψει τα προβλήματα που σχετίζονται με τη μεταφορά στα εθνικά συστήματα. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, μέχρι στιγμής, δεν έχουν μεταφέρει όλα τα κράτη μέλη τις αποφάσεις-πλαίσια για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης.
-Εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με τις υφιστάμενες πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης:
Εκτός από τα είδη της δήμευσης που καλύπτονται ήδη από τις υπάρχουσες αποφάσεις-πλαίσια (απλή δήμευση και εκτεταμένη δήμευση, όπου στην τελευταία παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια απόρριψης της αναγνώρισης), ο προτεινόμενος κανονισμός θα καλύπτει τη δήμευση εις χείρας τρίτου και την ποινική μη βασιζόμενη σε καταδίκη δήμευση, και δεν θα παρέχει πλέον ευρεία διακριτική ευχέρεια απόρριψης της αναγνώρισης σε περίπτωση εκτεταμένης δήμευσης.
-Εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με την οδηγία 2014/42/ΕΕ:
Ο προτεινόμενος κανονισμός θα καλύπτει την αμοιβαία αναγνώριση όλων των τύπων αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης που καλύπτονται από την οδηγία. Επιπλέον, θα καλύπτει επίσης μη βασιζόμενες σε καταδίκη αποφάσεις δήμευσης που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: τις περιπτώσεις θανάτου προσώπου, ασυλίας, παραγραφής, περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ταυτότητα του δράστη του αδικήματος ή άλλες περιπτώσεις όπου ποινικό δικαστήριο μπορεί να δημεύσει περιουσιακό στοιχείο χωρίς να εκδώσει καταδικαστική απόφαση, όταν το δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο είναι προϊόν εγκλήματος. Αυτό απαιτεί το δικαστήριο να εξακριβώσει ότι προέκυψε κάποιο πλεονέκτημα από ποινικό αδίκημα. Για να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, αυτοί οι τύποι αποφάσεων δήμευσης πρέπει να έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να πληρούνται στο κράτος έκδοσης όλες οι εγγυήσεις που ισχύουν για τις εν λόγω διαδικασίες.
Σαφείς προθεσμίες για τις αποφάσεις δέσμευσης και δήμευσης:
Ενώ η δέσμευση ως προληπτικό μέτρο πρέπει να λαμβάνει χώρα επειγόντως και απαιτεί σύντομες προθεσμίες αναγνώρισης και εκτέλεσης, η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης μπορεί να λαμβάνει χώρα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, θα πρέπει να καθορίζονται και προθεσμίες για τις αποφάσεις δήμευσης, προκειμένου να διασφαλίζονται αποτελεσματικές διασυνοριακές διαδικασίες.
-Μια ενιαία πράξη για την αμοιβαία αναγνώριση τόσο των αποφάσεων δέσμευσης όσο και των αποφάσεων δήμευσης που περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες και προθεσμίες θα εξασφαλίσει την άμεση αναγνώριση και εκτέλεσή τους εντός της Ένωσης.
-Τυποποιημένο πιστοποιητικό και τυποποιημένο έντυπο:
Η ταχύτητα και αποτελεσματικότητα του μηχανισμού θα διασφαλίζεται επίσης με ένα τυποποιημένο πιστοποιητικό για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήμευσης και ένα τυποποιημένο έντυπο για τις αποφάσεις δέσμευσης, τα οποία επισυνάπτονται στην πρόταση. Αυτά περιέχουν όλες τις συναφείς πληροφορίες σχετικά με την απόφαση, οι οποίες θα βοηθήσουν την αρχή εκτέλεσης να εντοπίσει επακριβώς το στοχευμένο περιουσιακό στοιχείο και θα διευκολύνει την αναγνώριση και εκτέλεση του αλλοδαπού μέτρου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Το τυποποιημένο έντυπο για τις αποφάσεις δέσμευσης θα απλουστεύσει τη διαδικασία αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων δέσμευσης στον μέγιστο βαθμό, δεδομένου ότι δεν θα συνοδεύεται από άλλη εγχώρια απόφαση δέσμευσης. Η διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης και η διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης ρυθμίζονται ξεχωριστά στην πρόταση, για την απλούστευση της άμεσης εφαρμογής τους από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.
-Επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών:
Η σημασία της επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η οποία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ομαλής και ταχείας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης, τονίζεται στο σύνολο της πρότασης.
-Δικαιώματα των θυμάτων:
Η πρόταση λαμβάνει δεόντως υπόψη το δικαίωμα αποζημίωσης και αποκατάστασης των θυμάτων. Διασφαλίζεται ότι στις περιπτώσεις που το κράτος έκδοσης δημεύει περιουσιακά στοιχεία, το δικαίωμα αποζημίωσης και αποκατάστασης των θυμάτων έχει προτεραιότητα έναντι των συμφερόντων των κρατών εκτέλεσης και έκδοσης.
•Θεμελιώδη δικαιώματα
Τα μέτρα για τη δέσμευση και τη δήμευση μπορεί να επηρεάσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (Χάρτης) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ιδίως σε σχέση με τις μη βασιζόμενες σε καταδίκη δημεύσεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έχει επανειλημμένα κρίνει ότι η μη βασιζόμενη σε καταδίκη δήμευση, συμπεριλαμβανομένων των αστικών και διοικητικών μορφών δήμευσης, καθώς και η εκτεταμένη δήμευση είναι σύμφωνες με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1, εφόσον τηρούνται οι ισχύουσες δικονομικές εγγυήσεις.
Το ΕΔΑΔ δεν έχει κρίνει ότι η μετατόπιση του βάρους της απόδειξης σχετικά με τη νομιμότητα των περιουσιακών στοιχείων παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, στον βαθμό που, στην εκάστοτε περίπτωση, η μετατόπιση εφαρμόστηκε με επαρκείς εγγυήσεις, ώστε το θιγόμενο πρόσωπο να είναι σε θέση να αμφισβητήσει αυτά τα μαχητά τεκμήρια.
Ορισμένες σημαντικές εγγυήσεις που περιλαμβάνονται στην πρόταση κανονισμού είναι οι εξής: η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται, υπάρχουν λόγοι απόρριψης λόγω μη τήρησης της αρχής του δεδικασμένου και των κανόνων σχετικά με τις «ερήμην» διαδικασίες. Επιπλέον, πρέπει να τηρούνται τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων, ενώ προβλέπεται η υποχρέωση ενημέρωσης των ενδιαφερομένων μερών σχετικά με την εκτέλεση μιας απόφασης δέσμευσης και σχετικά με τους λόγους έκδοσής της και τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, καθώς και η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν ένδικα μέσα στο κράτος εκτέλεσης.
Επιπλέον, το άρθρο 8 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ περιλαμβάνει κατάλογο των εγγυήσεων που πρέπει να εξασφαλίζονται από τα κράτη μέλη για τις αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.
Τέλος, ισχύουν όλες οι δικονομικές εγγυήσεις του ποινικού δικαίου. Αυτές περιλαμβάνουν ιδίως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Περιλαμβάνει επίσης την οικεία νομοθεσία σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών: την οδηγία 2010/64/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, την οδηγία 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης για τα δικαιώματα και τις κατηγορίες και το δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία, την οδηγία 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και το δικαίωμα επικοινωνίας με τους συγγενείς κατά τη σύλληψη και κράτηση, την οδηγία 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορούμενου στη δίκη, την οδηγία 2016/800 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά, και την οδηγία 2016/1919 σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορούμενους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Εάν εφαρμοστούν με αναλογικότητα και συμπληρωθούν με αποτελεσματικές δικονομικές εγγυήσεις, όπως περιγράφεται παραπάνω, τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα πρόταση είναι συμβατά με τις απαιτήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η νομοθετική πρόταση κανονισμού δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ένας από τους γενικούς στόχους είναι η στέρηση από τους εγκληματίες των παράνομων κερδών τους. Αποσκοπεί να εξασφαλίσει την αποζημίωση των θυμάτων και να αυξήσει τα έσοδα για τα δημόσια ταμεία και την ΕΕ. Αποσκοπεί, επίσης, να μειώσει το συλλογικό κόστος της απάτης και άλλων κοινωνικών δαπανών. Τέλος, η παρούσα πρόταση αναμένεται ότι θα έχει θετικές συνέπειες στις εθνικές οικονομίες και στην ευρωπαϊκή οικονομία.
ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
•Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων
Ο κανονισμός εφαρμόζεται άμεσα εντός της ΕΕ. Θα εφαρμόζεται άμεσα από τους επαγγελματίες, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που εκδίδονται από άλλα κράτη μέλη να πρέπει να εκτελούνται όπως οι εσωτερικές αποφάσεις, χωρίς να χρειάζεται να τροποποιηθεί η εσωτερική έννομη τάξη και ο τρόπος λειτουργίας της.
Ο κανονισμός θα αναθεωρηθεί και η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση πέντε έτη μετά την έναρξη εφαρμογής.
•Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης
Κεφάλαιο I: Αντικείμενο, ορισμοί και πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 1: Αντικείμενο
Η παρούσα πρόταση κανονισμού θεσπίζει κανόνες σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος αναγνωρίζει και εκτελεί αποφάσεις δέσμευσης και δήμευσης που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Ο παρών κανονισμός καλύπτει κάθε απόφαση δήμευσης που επιβάλλεται από δικαστήριο έπειτα από διαδικασία για ποινικό αδίκημα και κάθε απόφαση δέσμευσης που εκδίδεται με σκοπό μια ενδεχόμενη μεταγενέστερη δήμευση. Επομένως, ισχύει για όλους τους τύπους αποφάσεων που καλύπτονται από την οδηγία 2014/42/ΕΕ, καθώς και για άλλους τύπους αποφάσεων που εκδίδονται χωρίς τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε αποφάσεις δέσμευσης και δήμευσης που εκδίδονται στο πλαίσιο αστικών ή διοικητικών διαδικασιών.
Ο παρών κανονισμός καλύπτει όλα τα ποινικά αδικήματα. Δεν περιορίζεται στους τομείς των ιδιαζόντως σοβαρών εγκλημάτων με διασυνοριακή διάσταση, τα οποία αποκαλούνται «ευρωεγκλήματα» (σε αντίθεση με την οδηγία 2014/42/ΕΕ, η οποία βασίζεται στο άρθρο 83 της ΣΛΕΕ), καθώς το άρθρο 82 της ΣΛΕΕ (στο οποίο βασίζεται η παρούσα πρόταση) δεν απαιτεί τέτοιο περιορισμό για την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Ως εκ τούτου, η πρόταση καλύπτει την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης που αφορούν αδικήματα τα οποία καλύπτονται από την οδηγία 2014/42/ΕΕ, καθώς και αποφάσεων που σχετίζονται με άλλα αδικήματα τα οποία δεν καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία.
Άρθρο 2: Ορισμοί
Το άρθρο 2 προβλέπει τον ορισμό διαφόρων εννοιών που χρησιμοποιούνται στην πρόταση.
Η πρόταση παρέχει τον ορισμό της απόφασης δήμευσης, της απόφασης δέσμευσης, του περιουσιακού στοιχείου, των προϊόντων, των οργάνων, του κράτους έκδοσης, του κράτους εκτέλεσης, της αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης.
Η απόφαση δήμευσης είναι ποινή ή μέτρο που επιβάλλεται οριστικά από δικαστήριο κατόπιν διαδικασίας για ποινικό αδίκημα και καταλήγει στην οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου. Η απόφαση δέσμευσης είναι οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή απόφαση επικυρωμένη από δικαστική αρχή για την προσωρινή αποτροπή της καταστροφής, μετατροπής, μετακίνησης, μεταφοράς ή διάθεσης περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την ενδεχόμενη μεταγενέστερη δήμευσή τους.
Ο ορισμός της αρχής έκδοσης διαφέρει για τις αποφάσεις δέσμευσης και δήμευσης. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα διάφορα εθνικά νομικά συστήματα, ακολουθείται η προσέγγιση που ακολουθείται και στην οδηγία 2014/41/ΕΕ όσον αφορά τον ορισμό της αρχής έκδοσης για τις αποφάσεις δέσμευσης. Σε περιπτώσεις όπου η αρμόδια αρχή έκδοσης δεν είναι δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας, η απόφαση δέσμευσης πρέπει να επικυρώνεται από δικαστή, δικαστήριο, ανακριτή ή εισαγγελέα προτού διαβιβαστεί.
Ο ορισμός της αρχής έκδοσης και εκτέλεσης πρέπει να διαβάζεται σε συνδυασμό με το άρθρο 27, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρμόδιες αρχές έκδοσης και εκτέλεσης.
Άρθρο 3: Αδικήματα
Ο κατάλογος των αδικημάτων για τα οποία η αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης δεν μπορεί να απορριφθεί με βάση τη διάταξη περί διττού αξιοποίνου είναι ο ίδιος με τον κατάλογο που περιέχεται σε άλλες πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης, με μία μόνο εξαίρεση: το σημείο (λε) του καταλόγου αναφέρει πλέον την ύπαρξη κοινών ελάχιστων προδιαγραφών για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας που αφορούν τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών (απόφαση-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ).
Δεν μπορεί να γίνει επίκληση της διάταξης περί διττού αξιοποίνου για μια σειρά αδικημάτων που τιμωρούνται με τουλάχιστον τρία χρόνια φυλάκισης στο κράτος έκδοσης. Σε περιπτώσεις αδικημάτων που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν, η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί, εάν το έγκλημα το οποίο αφορά η απόφαση δέσμευσης ή δήμευσης δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης.
Κεφάλαιο ΙΙ – Διαβίβαση, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης
Άρθρα 4-7: Διαβίβαση των αποφάσεων δήμευσης
Τα άρθρα αυτά καθιερώνουν έναν μηχανισμό για τη διαβίβαση των αποφάσεων δήμευσης. Η πρόταση προβλέπει την άμεση διαβίβαση της απόφασης δήμευσης μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών, αλλά προβλέπει επίσης τη δυνατότητα παροχής συνδρομής από τις κεντρικές αρχές. Αποσαφηνίζονται οι κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό της αρμόδιας αρχής εκτέλεσης και τη δυνατότητα διαβίβασης της απόφασης δήμευσης σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.
Κατά κανόνα, η απόφαση δήμευσης μπορεί να διαβιβάζεται σε ένα μόνο κράτος εκτέλεσης κάθε φορά. Ωστόσο, στο άρθρο 5 προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από την απόφαση βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη εκτέλεσης ή η εκτέλεση συνεπάγεται την ανάληψη δράσης σε περισσότερα από ένα κράτη εκτέλεσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να διαβιβάσει την απόφαση σε περισσότερα από ένα κράτη εκτέλεσης. Η αρχή έκδοσης μπορεί επίσης να διαβιβάσει την απόφαση που αφορά ένα χρηματικό ποσό σε πολλά κράτη εκτέλεσης, όταν το οικείο περιουσιακό στοιχείο δεν έχει δεσμευτεί ή όταν η αξία του περιουσιακού στοιχείου που μπορεί να ανακτηθεί στο κράτος έκδοσης και σε κάθε κράτος εκτέλεσης είναι πιθανόν να μην επαρκεί για την κάλυψη του συνολικού ποσού που προβλέπει η απόφαση.
Η διαβίβαση της απόφασης δήμευσης από το κράτος έκδοσης δεν περιορίζει την αρμοδιότητα του κράτους να εκτελέσει το ίδιο την απόφαση. Ορίζονται επίσης κανόνες που εξασφαλίζουν ότι η εκτέλεση της απόφασης δεν θα υπερβαίνει το μέγιστο ποσό που καθορίζεται στην απόφαση.
Η απόφαση δήμευσης πρέπει να συνοδεύεται από τυποποιημένο πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στην παρούσα πρόταση. Το πιστοποιητικό πρέπει να μεταφραστεί σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης.
Άρθρο 8: Αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης
Η αρχή εκτέλεσης πρέπει να αναγνωρίζει τις αποφάσεις δήμευσης χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις και να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή τους με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα εκτελούνταν αν είχαν εκδοθεί από αρχή του κράτους εκτέλεσης, εκτός αν η αρχή επικαλεστεί έναν από τους λόγους απόρριψης ή αναβολής. Καθορίζονται λεπτομερείς κανόνες για τη δυνατότητα δήμευσης διαφορετικών ειδών περιουσιακών στοιχείων από αυτά που ορίζονται στην απόφαση δήμευσης.
Άρθρο 9: Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης των αποφάσεων δήμευσης
Στο άρθρο 9 παρατίθεται διεξοδικός κατάλογος των λόγων μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης αποφάσεων δήμευσης βάσει των οποίων η αρχή εκτέλεσης μπορεί να απορρίψει την αναγνώριση και την εκτέλεση μιας απόφασης δήμευσης. Ο κατάλογος διαφέρει σημαντικά από τον κατάλογο που περιλαμβάνεται στην απόφαση-πλαίσιο του 2006. Ορισμένοι από τους λόγους απόρριψης παραμένουν αμετάβλητοι, όπως ο λόγος που βασίζεται στην αρχή του δεδικασμένου ή ο λόγος που βασίζεται σε ασυλία ή προνόμιο. Ωστόσο, οι λόγοι απόρριψης που συνδέονται με τον τύπο της απόφασης δήμευσης (π.χ. εκτεταμένη δήμευση) δεν έχουν περιληφθεί στην πρόταση, με αποτέλεσμα να διευρύνεται και να ενισχύεται σημαντικά το πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης.
Ο λόγος απόρριψης που βασίζεται στο δικαίωμα παράστασης σε δίκη ισχύει μόνο για δίκες οι οποίες καταλήγουν στην έκδοση απόφασης δήμευσης που συνδέεται με οριστική καταδίκη, και όχι για δίκες που οδηγούν στην έκδοση μη βασιζόμενων σε καταδίκη αποφάσεων δήμευσης.
Άρθρο 10: Προθεσμίες για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης
Το υπό εξέταση άρθρο ορίζει προθεσμίες για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης, δημιουργώντας έτσι προστιθέμενη αξία σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο του 2006, η οποία δεν προέβλεπε καμία προθεσμία. Σε σύγκριση με τη δέσμευση, που πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος, η δήμευση μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος. Ωστόσο, η εμπειρία από την απόφαση-πλαίσιο του 2006 έχει δείξει ότι ο καθορισμός σαφών προθεσμιών είναι απαραίτητος για να εξασφαλιστούν αποτελεσματικές διασυνοριακές διαδικασίες.
Καθορίζονται διαφορετικές προθεσμίες για την απόφαση αναγνώρισης και για την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης. Πρώτον, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να λάβει την απόφαση αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης δήμευσης το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 30 ημέρες αφότου παραλάβει την απόφαση δήμευσης. Δεύτερον, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να πραγματοποιήσει τη δήμευση αμελλητί και το αργότερο 30 ημέρες αφότου λάβει την απόφαση αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης δήμευσης.
Σε ειδικές περιπτώσεις όπου η αρχή εκτέλεσης δεν είναι δυνατό να τηρήσει τις προθεσμίες, θα πρέπει να ενημερώσει αμελλητί την αρχή έκδοσης.
Άρθρο 11: Αναβολή εκτέλεσης των αποφάσεων δήμευσης
Το υπό εξέταση άρθρο προβλέπει τυποποιημένη διατύπωση για τις πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία παρέχει τη δυνατότητα αναβολής της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης της απόφασης δήμευσης. Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αναβάλει την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης αν υπάρχει κίνδυνος η απόφαση να βλάψει μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα ή αν υπάρχει κίνδυνος το συνολικό ποσό να υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην απόφαση ή σε περιπτώσεις όπου έχουν χρησιμοποιηθεί μέσα έννομης προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 33.
Άρθρο 12: Αδυναμία εκτέλεσης μιας απόφασης δήμευσης
Μπορεί να προκύψει περίπτωση όπου είναι αδύνατο η αρχή εκτέλεσης να εκτελέσει την απόφαση δήμευσης. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να ενημερώσει αμελλητί την αρχή έκδοσης. Όταν αυτό είναι εφικτό, η απόφαση μπορεί να εκτελεστεί επί άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Κεφάλαιο ΙΙΙ – Διαβίβαση, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης
Άρθρο 13 – Προϋποθέσεις έκδοσης και διαβίβασης των αποφάσεων δέσμευσης
Το υπό εξέταση άρθρο καθορίζει τους όρους για την έκδοση και τη διαβίβαση μιας απόφασης δέσμευσης, ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της αναλογικότητας. Το εν λόγω άρθρο ευθυγραμμίζει την πρόταση με το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ, εξασφαλίζοντας έτσι ότι εφαρμόζονται οι ίδιοι όροι στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία και στη δέσμευση για μετέπειτα δήμευση. Η αρχή εκτέλεσης οφείλει να εκτελέσει την απόφαση εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 19, αλλά, αν έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν έχουν εκπληρωθεί οι όροι αυτοί, μπορεί να διαβουλευτεί με την αρχή έκδοσης, αφού η απόφαση θα έχει αναγνωριστεί και εκτελεστεί.
Άρθρο 14: Διαβίβαση των αποφάσεων δέσμευσης
Οι αποφάσεις δέσμευσης πρέπει να διαβιβάζονται απευθείας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών, αλλά επιτρέπεται επίσης να ζητείται η συνδρομή των κεντρικών αρχών. Διευκρινίζονται οι κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό της αρμόδιας αρχής εκτέλεσης. Η απόφαση δέσμευσης πρέπει να συνοδεύεται από αίτημα για την εκτέλεση της απόφασης δήμευσης, ή πρέπει να περιέχει εντολή σύμφωνα με την οποία το περιουσιακό στοιχείο παραμένει στο κράτος εκτέλεσης για όσο διάστημα εκκρεμεί το αίτημα δήμευσης και πρέπει να παρέχεται η εκτιμώμενη ημερομηνία του εν λόγω αιτήματος. Η αρχή έκδοσης πρέπει επίσης να ενημερώσει την αρχή εκτέλεσης για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, περιλαμβανομένων καλόπιστων τρίτων, για τον οποίο γνωρίζει ότι επηρεάζεται από την απόφαση δέσμευσης.
Άρθρο 15: Διαβίβαση απόφασης δέσμευσης σε ένα ή περισσότερα κράτη εκτέλεσης
Κατ’ αρχήν, η απόφαση δέσμευσης μπορεί να διαβιβαστεί σε ένα μόνο κράτος μέλος κάθε φορά. Το υπό εξέταση άρθρο καθορίζει τους κανόνες σχετικά με τη δυνατότητα διαβίβασης της απόφασης δέσμευσης σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Οι κανόνες αυτοί έχουν πολλές ομοιότητες με τους κανόνες που διέπουν τη διαβίβαση των αποφάσεων δήμευσης.
Εάν τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από την απόφαση βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη εκτέλεσης ή η εκτέλεση συνεπάγεται την ανάληψη δράσης σε περισσότερα από ένα κράτη εκτέλεσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να διαβιβάσει την απόφαση σε περισσότερα από ένα κράτη εκτέλεσης. Η αρχή έκδοσης δύναται επίσης να διαβιβάσει την απόφαση που αφορά ένα χρηματικό ποσό σε περισσότερα από ένα κράτη εκτέλεσης, όταν η αξία του περιουσιακού στοιχείου που μπορεί να δεσμευθεί στο κράτος έκδοσης και σε κάθε κράτος εκτέλεσης είναι πιθανόν να μην επαρκεί για την εκτέλεση του συνολικού ποσού που καλύπτεται από την απόφαση.
Άρθρο 16: Μορφή της απόφασης δέσμευσης
Η πρόταση προβλέπει απλουστευμένη διαδικασία, δεδομένου ότι καθιερώνει τυποποιημένο έντυπο για την έκδοση μιας απόφασης δέσμευσης. Ως εκ τούτου, το έντυπο αυτό δεν είναι ένα «πιστοποιητικό» το οποίο συνοδεύει μια χωριστή απόφαση. Πρόκειται για απλούστευση της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης, καθώς η απόφαση-πλαίσιο του 2003 για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης απαιτούσε την επισύναψη πιστοποιητικού στην εθνική απόφαση δέσμευσης. Αντ’ αυτού, η πρόταση προβλέπει, στο παράρτημα Β, ένα τυποποιημένο έντυπο για την απόφαση δέσμευσης, το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί και να υπογραφεί από την η αρχή έκδοσης, η οποία πρέπει να πιστοποιήσει το περιεχόμενό του ως ακριβές και ορθό και να το μεταφράσει σε επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης. Η προσέγγιση αυτή είναι η ίδια με αυτήν που υιοθετήθηκε στην οδηγία 2014/41/ΕΕ.
Άρθρο 17: Αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης
Η αρχή εκτέλεσης πρέπει να αναγνωρίζει μια απόφαση δέσμευσης χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις και να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός αν επικαλείται έναν από τους λόγους απόρριψης ή αναβολής της αναγνώρισης και της εκτέλεσής της.
Άρθρο 18: Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης των αποφάσεων δέσμευσης
Οι λόγοι απόρριψης είναι παρόμοιοι με τους λόγους απόρριψης που ισχύουν για τις αποφάσεις δήμευσης, με κάποιες προφανείς μη εφαρμοστέες εξαιρέσεις.
Άρθρο 19: Προθεσμίες για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης
Η δήμευση ως προληπτικό μέτρο πρέπει να πραγματοποιείται άμεσα και απαιτεί σύντομες προθεσμίες αναγνώρισης και εκτέλεσης. Για τον λόγο αυτόν, η παρούσα πρόταση κανονισμού προβλέπει σαφείς προθεσμίες. Αυτή είναι μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο του 2003, όπου δεν προβλέπονταν σαφείς προθεσμίες.
Ορίζονται τρεις διαφορετικές προθεσμίες για την απόφαση αναγνώρισης, για την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης και για τη σχετική ενημέρωση της αρχής έκδοσης. Προβλέπονται σύντομες προθεσμίες που εξασφαλίζουν ότι το κράτος εκτέλεσης θα αναγνωρίσει και θα εκτελέσει την απόφαση, καθώς και ότι θα κοινοποιήσει την έκβαση στην αρχή έκδοσης άμεσα και με την ίδια ταχύτητα και τον ίδιο βαθμό προτεραιότητας όπως και για ανάλογες εγχώριες υποθέσεις. Επιπλέον, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που καθορίζονται στην απόφαση δέσμευσης, όπως την αναγκαιότητα της άμεσης δέσμευσης ή μια συγκεκριμένη ημερομηνία για τη δέσμευση.
Πρώτον, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να λάβει την απόφαση αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 24 ώρες αφότου παραλάβει την απόφαση δέσμευσης.
Δεύτερον, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να πραγματοποιήσει τη δέσμευση αμελλητί και το αργότερο 24 ώρες μετά τη λήψη της απόφασης για την αναγνώριση και την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης και πρέπει να κοινοποιήσει αμελλητί την απόφασή της στην αρχή έκδοσης.
Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρχή εκτέλεσης επικαλείται κάποιον λόγο απόρριψης ή αναβολής, οι αυστηρές αυτές προθεσμίες δεν μπορούν να τηρηθούν. Ως εκ τούτου, η πρόταση διευκρινίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η αρχή εκτέλεσης οφείλει να ενεργεί αμελλητί.
Εκτός από τις προθεσμίες αυτές, το άρθρο 25 προβλέπει επίσης προθεσμία 3 ημερών εντός της οποίας η αρχή εκτέλεσης πρέπει να αναφέρει στην αρχή έκδοσης τα μέτρα που έχει λάβει.
Άρθρο 20: Αναβολή εκτέλεσης των αποφάσεων δέσμευσης
Το υπό εξέταση άρθρο προβλέπει τυποποιημένη διατύπωση για τις πράξεις αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα αναβολής της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης. Το κράτος εκτέλεσης μπορεί να αναβάλει την εκτέλεση μιας απόφασης δέσμευσης, εάν υπάρχει κίνδυνος να επηρεαστούν αρνητικά οι εν εξελίξει έρευνες ή εάν το περιουσιακό στοιχείο αποτελεί ήδη αντικείμενο απόφασης δέσμευσης ή εάν το περιουσιακό στοιχείο αποτελεί ήδη αντικείμενο απόφασης δέσμευσης που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο άλλων ποινικών διαδικασιών στο κράτος εκτέλεσης. Η αρχή εκτέλεσης πρέπει να αναφέρει αμέσως την αναβολή της απόφασης δέσμευσης στην αρχή έκδοσης και μόλις ο λόγος αναβολής παύσει να υφίσταται, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να εκτελέσει αμέσως την απόφαση και να ενημερώσει σχετικά την αρχή έκδοσης.
Άρθρο 21: Υποχρέωση ενημέρωσης του ενδιαφερομένου
Μετά την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης, η αρχή εκτέλεσης πρέπει να κοινοποιήσει την απόφασή της στο πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε η απόφαση δέσμευσης και σε κάθε ενδιαφερόμενο, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους κανόνες εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 22. Με αυτόν τον τρόπο, τα θιγόμενα πρόσωπα θα είναι σε θέση να κάνουν χρήση των μέσων έννομης προστασίας, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την πορεία της δέσμευσης.
Άρθρο 22: Εμπιστευτικότητα
Οι περισσότερες αποφάσεις δέσμευσης περιέχουν πληροφορίες οι οποίες πρέπει να προστατεύονται, προκειμένου να
διαφυλαχθεί η έρευνα. Το υπό εξέταση άρθρο εμπνέεται από το άρθρο 19 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και θεσπίζει την υποχρέωση των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης να διαφυλάσσουν το απόρρητο της έρευνας. Η αρχή εκτέλεσης πρέπει να ενημερώνει αμελλητί την αρχή έκδοσης σε περίπτωση που αδυνατεί να συμμορφωθεί με την απαίτηση εμπιστευτικότητας.
Άρθρο 23: Διάρκεια των αποφάσεων δέσμευσης
Κατ’ αρχήν, το περιουσιακό στοιχείο θα πρέπει να παραμένει δεσμευμένο, έως ότου το κράτος έκδοσης λάβει οριστική απόφαση σχετικά με τη δήμευση ή την απαλλαγή του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου η δέσμευση δεν φαίνεται να είναι πλέον δικαιολογημένη ή η διάρκειά της φαίνεται να είναι υπερβολική. Το υπό εξέταση άρθρο καθορίζει τους κανόνες για τον περιορισμό της περιόδου κατά την οποία το περιουσιακό στοιχείο θα πρέπει να παραμένει δεσμευμένο έπειτα από διαβουλεύσεις μεταξύ της αρχής εκτέλεσης και της αρχής έκδοσης. Δεν υπάρχει απαρέγκλιτη προθεσμία, αφού η διάρκεια των ερευνών και της δίκης μπορεί να δικαιολογεί μια μακρά περίοδο δέσμευσης. Εάν η αρχή έκδοσης δεν αιτιολογήσει τη μη αποδοχή του περιορισμού που προτείνει η αρχή εκτέλεσης εντός 6 εβδομάδων, η αρχή εκτέλεσης μπορεί να άρει την απόφαση δέσμευσης.
Άρθρο 24: Αδυναμία εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης
Η αρχή εκτέλεσης οφείλει να ενημερώνει αμελλητί την αρχή έκδοσης αν είναι αδύνατο να εκτελέσει την απόφαση δέσμευσης επειδή το περιουσιακό στοιχείο έχει ήδη δημευτεί, έχει εξαφανιστεί, έχει καταστραφεί, δεν μπορεί να βρεθεί στον τόπο που αναφέρεται ή ο τόπος δεν είναι επαρκώς ακριβής.
Άρθρο 25: Υποβολή εκθέσεων
Το υπό εξέταση άρθρο ορίζει προθεσμία 3 ημερών εντός της οποίας η αρχή εκτέλεσης πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και τα αποτελέσματα της εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης.
Κεφάλαιο IV – Γενικές διατάξεις
Το εν λόγω κεφάλαιο παρέχει γενικούς κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση τόσο των αποφάσεων δέσμευσης όσο και των αποφάσεων δήμευσης.
Άρθρο 26: Δίκαιο που διέπει την εκτέλεση
Το κράτος εκτέλεσης είναι αρμόδιο να εκδίδει και να επιβάλλει μέτρα στην επικράτειά του μετά την αναγνώριση απόφασης δέσμευσης ή δήμευσης. Για την εκτέλεση της απόφασης, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις εγγυήσεις, σε περίπτωση αποφάσεων που εκδίδονται στο κράτος εκτέλεσης σε σχέση με την απόφαση δέσμευσης ή την απόφαση δήμευσης.
Η απόφαση δέσμευσης ή δήμευσης που εκδίδεται κατά νομικού προσώπου πρέπει να εκτελείται ακόμη και αν το κράτος εκτέλεσης δεν αναγνωρίζει την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων.
Εάν το κράτος έκδοσης δεν έχει συμφωνήσει, το κράτος εκτέλεσης δεν μπορεί να επιβάλει εναλλακτικά της δέσμευσης και της δήμευσης μέτρα, εκτός από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 8 της πρότασης.
Άρθρο 27: Γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές
Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρμόδιες αρχές έκδοσης και εκτέλεσης, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφοι 8 και 9. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν μία ή περισσότερες κεντρικές αρχές που θα είναι αρμόδιες για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή. Η Επιτροπή θα μεριμνά ώστε οι πληροφορίες αυτές να είναι διαθέσιμες σε όλα τα κράτη μέλη και το Συμβούλιο.
Άρθρο 28: Επικοινωνία
Το υπό εξέταση άρθρο αφορά την επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών καθ’ όλη τη διαδικασία της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εκτός από τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που καθορίζονται σε επιμέρους άρθρα της πρότασης, προβλέπεται η γενική υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να διαβουλεύονται μεταξύ τους, εφόσον απαιτείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης.
Άρθρο 29: Πολλαπλές αποφάσεις
Αν εκδοθούν δύο ή περισσότερες αποφάσεις σχετικά με ένα χρηματικό ποσό σε βάρος του ίδιου προσώπου και δεν υπάρχουν επαρκή μέσα για να εκτελεστούν όλες οι αποφάσεις ή εάν ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο καλύπτεται από πολλαπλές αποφάσεις, το κράτος εκτέλεσης πρέπει να αποφασίσει ποια/ποιες από τις αποφάσεις πρόκειται να εκτελεστεί/-ούν, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις περιστάσεις, όπως τα συμφέροντα των θυμάτων, την εμπλοκή δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, τις ημερομηνίες των αντίστοιχων αποφάσεων και τις ημερομηνίες διαβίβασής τους και, κατά περίπτωση, τη σχετική βαρύτητα και τον τόπο του αδικήματος.
Άρθρο 30: Διακοπή της εκτέλεσης
Η αρχή έκδοσης πρέπει να ενημερώνει αμέσως την αρχή εκτέλεσης για κάθε απόφαση ή μέτρο ως αποτέλεσμα των οποίων η απόφαση παύει να είναι εκτελεστή ή πρέπει να ανακληθεί από το κράτος εκτέλεσης για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Άρθρο 31: Διαχείριση και διάθεση των δεσμευμένων και δημευμένων περιουσιακών στοιχείων
Το κράτος εκτέλεσης διαχειρίζεται το δεσμευμένο ή δημευμένο περιουσιακό στοιχείο πριν από την οριστική μεταφορά του, με σκοπό να αποτρέψει την υποτίμηση της αξίας του.
Το παρόν άρθρο διευκρινίζει περαιτέρω τους κανόνες για τη διάθεση των δημευμένων περιουσιακών στοιχείων. Το δικαίωμα αποζημίωσης και αποκατάστασης του θύματος έχει ληφθεί δεόντως υπόψη στο εν λόγω άρθρο, καθώς διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα αποζημίωσης και αποκατάστασης του θύματος έχει προτεραιότητα έναντι των συμφερόντων των κρατών. Πρώτον, το άρθρο προβλέπει ότι το ποσό που αντιστοιχεί στην απόφαση παροχής αποζημίωσης ή αποκατάστασης θα περιέρχεται στο κράτος έκδοσης για σκοπούς αποζημίωσης ή αποκατάστασης του θύματος. Δεύτερον, εάν εκκρεμεί στο κράτος έκδοσης διαδικασία για την αποζημίωση ή αποκατάσταση του θύματος, το κράτος εκτέλεσης πρέπει να αρνηθεί τη διάθεση του δημευμένου περιουσιακού στοιχείου, έως ότου η απόφαση κοινοποιηθεί στην αρχή εκτέλεσης. Αυτό αποτελεί σημαντική καινοτομία στο νομικό πλαίσιο της ΕΕ, καθώς καμία από τις δύο αποφάσεις-πλαίσια δεν περιέχει διάταξη σχετικά με τα θύματα. Οι διατάξεις αυτές εξασφαλίζουν ότι τα θύματα δεν χάνουν τα δικαιώματά τους σε περιπτώσεις όπου τα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος· ταυτόχρονα, η διάταξη αυτή δεν εισάγει κάποιο νέο δικαίωμα για τα θύματα, εάν δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα βάσει του εθνικού δικαίου.
Εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης παροχής συνδρομής για την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων σύμφωνα με την οδηγία 2010/24/ΕΕ, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες, οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι από έναν κανόνα ισότητας μεταξύ των κρατών μελών, όπως ορίζεται στην απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου: Εάν το ποσό της απόφασης δήμευσης είναι μικρότερο από 10 000 EUR, το ποσό περιέρχεται στο κράτος εκτέλεσης. Πάνω από το ποσό αυτό, μεταφέρεται στο κράτος έκδοσης το 50 % του δημευμένου περιουσιακού στοιχείου σε μετρητά, ή ολόκληρο το περιουσιακό στοιχείο, εφόσον μεταφέρεται σε φυσική μορφή με τη συγκατάθεση του κράτους εκτέλεσης. Εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι κανόνες αυτοί, τα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται με άλλο τρόπο σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης.
Άρθρο 32: Δαπάνες
Οι δαπάνες πρέπει να βαρύνουν είτε το κράτος εκτέλεσης, όταν προκύπτουν στο έδαφος του εν λόγω κράτους, είτε το κράτος έκδοσης, σε κάθε άλλη περίπτωση. Όταν το κράτος εκτέλεσης έχει υποβληθεί σε υπερβολικά υψηλές ή έκτακτες δαπάνες, μπορεί να προτείνει στο κράτος έκδοσης τον καταμερισμό των δαπανών.
Άρθρο 33: Μέσα έννομης προστασίας στο κράτος εκτέλεσης κατά της αναγνώρισης και της εκτέλεσης
Το υπό εξέταση άρθρο προβλέπει την άσκηση μέσου έννομης προστασίας στο κράτος εκτέλεσης κατά της αναγνώρισης και εκτέλεσης μιας απόφασης δέσμευσης ή δήμευσης. Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, συμπεριλαμβανομένων καλόπιστων τρίτων, μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου στο κράτος εκτέλεσης για να διατηρήσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους. Η προσφυγή μπορεί να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα δυνάμει του δικαίου του κράτους εκτέλεσης. Ωστόσο, οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της απόφασης δήμευσης σε ποινικές υποθέσεις δεν μπορούν να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίου του κράτους εκτέλεσης.
Άρθρο 34: Επιστροφή χρηματικών ποσών
Το κράτος έκδοσης οφείλει να επιστρέψει τυχόν χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε ως αποζημίωση σε οποιοδήποτε μέρος μετά την εκτέλεση μιας απόφασης, εκτός εάν η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τη συμπεριφορά του κράτους εκτέλεσης.
Άρθρο 35: Στατιστικά στοιχεία
Το υπό εξέταση άρθρο αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να συλλέγουν τακτικά από τις αρμόδιες αρχές και να τηρούν πλήρη στατιστικά στοιχεία σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης. Τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται αποστέλλονται στην Επιτροπή ετησίως. Καθώς, επί του παρόντος, υπάρχει έλλειψη περιεκτικών στοιχείων σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης, η υποχρέωση αυτή φαίνεται να είναι αναγκαία για τη διενέργεια εμπεριστατωμένης αξιολόγησης της λειτουργίας του μηχανισμού που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό.
Κεφάλαιο V – Τελικές διατάξεις
Άρθρο 36: Τροποποιήσεις του πιστοποιητικού και του εντύπου
Το τυποποιημένο πιστοποιητικό και το έντυπο που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της παρούσας πρότασης θα πρέπει να αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για την απλούστευση και την επίσπευση στον μέγιστο δυνατό βαθμό της αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης. Για τον λόγο αυτόν, είναι απαραίτητο στο μέλλον να μπορούν να επιλύονται, το ταχύτερο δυνατόν, τα προβλήματα που έχουν εντοπιστεί σε σχέση με το περιεχόμενο του πιστοποιητικού και του εντύπου. Η τροποποίηση των δύο παραρτημάτων μέσω μιας πολύπλοκης και αμιγώς νομοθετικής διαδικασίας δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Ως εκ τούτου, στο άρθρο 37 προβλέπεται μια ταχύτερη και πιο ευέλικτη διαδικασία για τις τροποποιήσεις, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.
Άρθρο 37: Άσκηση της εξουσιοδότησης
Το υπό εξέταση άρθρο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θα καθιστούν εφικτές τις αναγκαίες τροποποιήσεις του πιστοποιητικού και του εντύπου που επισυνάπτονται στην πρόταση. Καθορίζει μια τυποποιημένη διαδικασία που θα ακολουθείται για την έκδοση των εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.
Άρθρο 38: Ρήτρα επανεξέτασης
Η Επιτροπή θα υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του.
Άρθρο 39: Αντικατάσταση
Ο παρών κανονισμός θα αντικαταστήσει τις αποφάσεις-πλαίσια 2003/577/ΔΕΥ και 2006/783/ΔΕΥ για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από αυτόν. Οι αποφάσεις-πλαίσια 2003/577/ΔΕΥ και 2006/783/ΔΕΥ θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται σε σχέση με τα κράτη μέλη εκείνα που δεν δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 40: Έναρξη ισχύος και εφαρμογή
Ο προτεινόμενος κανονισμός θα αρχίσει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα. Στη συνέχεια, ο κανονισμός θα εφαρμοστεί έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, με εξαίρεση το άρθρο 27, το οποίο θα εφαρμοστεί από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού.