Ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με το θέμα της αιτιώδους συνάφειας στο ποινικό δίκαιο εξέδωσε στις 11.10.2018 το Εφετείο δικάζοντας την Ποινική Έφεση αρ. 78/2016. Η υπόθεση αφορούσε τροχαίο ατύχημα, στο οποίο συνέβη όταν ο κατηγορούμενος –εφεσείων, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, ζαλίστηκε στιγμιαία, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του και εκείνο προσέκρουσε σε χαντάκι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του συνεπιβάτη του που έπασχε από προβλήματα καρδιάς.
Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για προληπτικούς λόγους, όμως η κατάσταση του παρουσίασε επιδείνωση και μεταφέρθηκε στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης όπου και παρέμεινε κλινήρης μέχρι που κατέληξε το Νοέμβριο του 2011. Αιτία θανάτου διαπιστώθηκε «διατατική μυοκαρδιοπάθεια», στη δε έκθεση της ιατροδικαστού που διενήργησε τη μεταθανάτια εξέταση, κατεγράφη ως αιτία θανάτου «διατατική μυοκαρδιοπάθεια, παλαιό τροχαίο δυστύχημα».
Στο πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων αντιμετώπισε τις κατηγορίες πρόκλησης θανάτου, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, άρθρο 210 του ΚΕΦ. 154 (1η κατηγορία) και οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρεια κόπωσης, κατά τρόπο που η ικανότητα του για ασφαλή οδήγηση ήταν ελαττωμένη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 10 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 και 166/87, όπως τροποποιήθηκε (2η κατηγορία).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής: «Με την πρόκληση του δυστυχήματος από τον κατηγορούμενο και όταν αυτός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, η κατάσταση της υγείας του αμέσως επιδεινώθηκε και λόγω ακριβώς αυτής της επιδείνωσης της κατάστασης του σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν ακίνητος για πολλές μέρες στο κρεβάτι αυτός απεβίωσε στις 27.11.2011.
Αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος αποτέλεσε η απώλεια του ελέγχου του οχήματος του κατηγορούμενου, λόγω ακριβώς της κούρασης την οποία ο ίδιος υπέστη και κατ΄ επέκταση και της απώλειας του ελέγχου του οχήματος του λόγω ζάλης. Η πράξη του κατηγορούμενου να οδηγήσει παρά την κούραση του το όχημα του, χωρίς να μεριμνήσει για την ασφάλεια του συνεπιβάτη του, εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια του, τους οποίους ο οδηγός, δηλαδή ο κατηγορούμενος, αγνόησε ή παραγνώρισε ή απερίσκεπτα αψήφησε. Η χρήση του οχήματος από τον ίδιο εγκυμονούσε κινδύνους θέτοντας την ασφάλεια του ιδίου αλλά και του συνεπιβάτη του σε προβλεπτό κίνδυνο, η εκδήλωση του οποίου είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου και την πρόκληση του δυστυχήματος.
Λαμβανομένων όλων των πιο πάνω υπόψη μου και της ανάλυσης, στην οποία έχω προβεί ανωτέρω, κρίνω ότι από μόνα τους τα προβλήματα υγείας του θύματος δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον θάνατο, αν το θύμα βρισκόταν στο σπίτι του αλλά ούτε ακόμα και αν πήγαινε στο Τρόοδος για να μαζέψει μανιτάρια. Θεωρώ λοιπόν ότι έχει αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ επικίνδυνης πράξης και ή συμπεριφοράς του κατηγορούμενου με την πρόκληση του δυστυχήματος με το θάνατο του ….(συνεπιβάτη).
Κρίνω επίσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και τη 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος αλλά και την αιτία η οποία προκάλεσε τη ζαλάδα και η οποία τον οδήγησε εν τέλει στην απώλεια ελέγχου του οχήματος του, που δεν ήταν άλλη από την κόπωση.»
Με βάση αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο στην 1η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 18 μηνών, η οποία στη συνέχεια ανεστάλη για περίοδο τριών ετών, ενώ δεν επεβλήθη ουδεμία ποινή στην 2η κατηγορία.
Οι λόγοι της έφεσης, όπως αναφέρει η απόφαση του Εφετείου, εστιάζουν όλως ιδιαιτέρως, στο τελικό εύρημα του Δικαστηρίου περί αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης πράξης και/ή συμπεριφοράς του κατηγορουμένου με τον επελθόντα θάνατο.
Επιδίωξη της υπεράσπισης ηταν να αποδομήσει τη στοιχειοθέτηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξης και αποτελέσματος: της παραβατικής οδικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου και των τραυμάτων που προκλήθηκαν εξαιτίας της, με τον επελθόντα θάνατο (άρθρο 210 ΠΚ), όπως αναφέρει η εφετειακή απόφαση.
Ακολουθεί αυτούσιο το σκεπτικό και διατακτικό της απόφασης:
«Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Το Δικαστήριο ενεργεί στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας και απαγορεύεται να υποδυθεί το ρόλο του εμπειρογνώμονα (Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 193, 196). Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Οποιαδήποτε κενά, αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν την παράνομη πράξη, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.
Προκύπτει από τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 210 και 211 ότι εκείνο που προστατεύεται είναι το έννομο αγαθό της ζωής και τιμωρείται η θανατηφόρα σωματική βλάβη η οποία κατηγοριοποιείται ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος.
To άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα έχει κωδικοποιήσει τις αρχές του κοινού δικαίου σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παράβασης και θανάτου. Για να στοιχειοθετηθεί αιτιώδης συνάφεια η πράξη του κατηγορούμενου δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί την άμεση ή τη μόνη αιτία η οποία επέφερε το θάνατο:
«211. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι επέφερε θάνατο άλλου, άν και η πράξη του δεν είναι η άμεση ή η μόνη αιτία από την οποία προήλθε ο θάνατος σε οποιοδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) αν προξενήσει σε άλλον σωματική βλάβη η οποία προκαλεί χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία που επιφέρει θάνατο. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιάφορο κατά πόσο η θεραπεία ήταν η κατάλληλη ή εσφαλμένη, αν αυτή εφαρμόστηκε καλή τη πίστει και με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση και δεξιότητα όχι λιγότερο όμως εκείνος που προξένησε τη σωματική βλάβη δεν θεωρείται ότι επέφερε το θάνατο, αν η θεραπεία, η οποία ήταν η άμεση αιτία του θανάτου, δεν εφαρμόστηκε καλή τη πίστει ή εφαρμόστηκε μεν καλή τη πίστει χωρίς όμως με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση ή δεξιότητα
(β) αν προξενήσει σε άλλο σωματική βλάβη, η οποία δεν θα επέφερε το θάνατο αν το πρόσωπο που έχει βλαφτεί υπέβαλλε τον εαυτό του στην κατάλληλη χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία ή αν ελάμβανε τις κατάλληλες προφυλάξεις ως προς τον τρόπο διαβίωσης του
(γ) αν με την άσκηση ή με την απειλή βίας αναγκάσει άλλο στη διενέργεια πράξης η οποία επιφέρει το δικό του θάνατο, εφόσον η πράξη ήταν τρόπος ο οποίος, κάτω από τις περιστάσεις, ηδύνατο να θεωρηθεί από τον παρόντα ως φυσικός, για την αποφυγή τέτοιας βίας ή απειλών
(δ) αν με πράξη ή παράλειψη επιτάχυνε το θάνατο προσώπου που πάσχει από ασθένεια ή βλάβη η οποία ανεξάρτητα από τέτοια πράξη ή παράλειψη θα επέφερε θάνατο
(ε) αν η τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν θα επέφερε το θάνατο, εκτός αν συνακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη αυτού που φονεύτηκε ή άλλων προσώπων.»
Στην υπόθεση Κannas ν. The Police (1968) 2 C.L.R. 29, όπου ηγέρθη από τον κατηγορούμενο ζήτημα ευθύνης του ίδιου του θύματος, το Δικαστήριο εξετάζοντας την ποινική ευθύνη του εφεσείοντος κατηγορουμένου, δυνάμει του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, σε συνάρτηση με το ερώτημα αν η παράνομη πράξη του επέφερε το θάνατο, «”causing” death within section 210 of the Criminal Code», επικύρωσε την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση ορίζοντας το ζήτημα ως εξής:
«(3) But even if the driver of the motor-car were to be blamed to a certain extent for the collision, the appellant was still properly convicted for causing the death of such driver and his passenger. What amounts to “causing” death within section 210 of the Criminal Code is laid down in the following section 211, which provides that a person is deemed to have caused the death of another person, although his act is not the immediate or the sole cause of death, and even if his act or omission would not have caused the death unless it had been accompanied by an act or omission of the person killed or of other persons; and on the basis of the facts in this case it cannot be seriously argued that the death of the two occupants of the motor-car in question were not “caused”, in the sense of section 211, through the careless driving of the appellant.
(4) The trial Judge in his judgment referred, in this respect, to the test laid down in R. v. Gould [1964] 1 W.L.R. 145 to the effect that the driving of the accused should be the ” substantial” cause of the death of the deceased but need not be the sole cause of such death. Even if we were to apply such a test in the case before us we would unhesitatingly say that the careless driving of the appellant was a substantial cause of the fatal accident in question.»
Στη δε Rossides v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 391, που ακολούθησε μετά από αρκετά χρόνια, υιοθετήθηκε απόσπασμα από το Halsbury’s Laws of England, 4th ed., Vol. 11, para1156, p.615-616, την οποία υιοθετεί η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κυριάκου Αντωνίου, Ποιν. Έφ. Αρ. 241/12, 14.12.2014, και στην οποία στηρίχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρονται και τα ακόλουθα:
«1156. Causation. For the purposes of offences of homicide, a person causes the death of another where by any act or omission he accelerates the death of that other. Te act or omission need not be the sole or the substantial cause but it must be one of the causes, and one that is more than minimal. It is therefore possible to have two or more independent operative causes of death, and any person whose conduct constitutes a cause may be convicted of an offence in respect of the death.
It is not necessary that the death should have been caused in the way intended or foreseen by the defendant. It is enough that the death was a foreseeable or natural consequence of the defendant΄s conduct, so if the defendant threatened the victim who accidentally killed himself in trying to make his escape, the defendant is liable for murder or manslaughter according to his men rea.
If a wound is inflicted and death results, the person who inflicted the wound will be held to have caused the death although the victim may have neglected to use proper remedies, or have refused to undergo a necessary operation. Similarly, where a wound or hurt has necessitated medical treatment and such treatment is improper or negligent so that death ensues, the wound will be regarded as causing the death if it continues to be an operative cause at the time of death, but if the original wound is merely the setting in which another cause operates, or has become merely part of the history of the case, an ensuing death cannot be said to result from the wound and the person who inflicted it cannot be said to have caused the death.»
Από τη νομολογία σαφώς προκύπτει, ως αναγκαίος όρος για τη διάγνωση ενοχής, η διασύνδεση της παράνομης πράξης ή παράλειψης του κατηγορούμενου με το επιζήμιο γεγονός. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κοινής λογικής, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Ιδιαίτερο πρόβλημα ανακύπτει σε περίπτωση, όπως στην υπό κρίση, όπου υπεισέρχεται πέραν της μιας αιτίας και σε ποια από αυτές θα πρέπει να αποδοθεί ο θάνατος.
Σε πρώτο στάδιο θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί ότι αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ο θάνατος δεν θα επερχόταν («but for test»): η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια conditio sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (R. v. White(1910) 2 Q.B. 124).
Θα πρέπει όμως στη συνέχεια να εξεταστεί αν η πράξη του κατηγορούμενου αποτελεί ενεργό και ουσιαστική αιτία του θανάτου (operative and substantial cause of death) (R. v. Smith (1959) 2 Q.B. 35, Rossides (ανωτέρω)), χωρίς όμως να απαιτείται – η πράξη – να είναι η μόνη ή η κύρια αιτία (the sole or the main cause of death).
Στην R. v. Inner South London Coroner, ex parte Douglas-Williams (1998) 1 All E.R. 344, ο Woolf, L.J., εξετάζοντας το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου και του τι απαιτείται να αποδειχθεί, τοποθετήθηκε ως ακολούθως:
«.that negligence must have caused the death in the sense that it more than minimally, negligibly or trivially contributed to the death it is an essential ingredient that the unlawful or negligent act must have caused the death at least in the manner described. If there is a situation where, on examination of the evidence, it cannot be said that the death in question was caused by an act which was unlawful or negligent as I have described, then a critical link in the chain of causation is not established.»
Στην υπό εξέταση υπόθεση, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία της ΜΚ4, της οποίας το εύρημα ήταν ότι ο θάνατος προήλθε από διατατική μυοκαρδιοπάθεια. Η δεύτερη, όπως επεξήγησε η ΜΚ4, αιτία θανάτου «τροχαίο δυστύχημα», ορίστηκε όταν πληροφορήθηκε από την Αστυνομία ότι ο αποβιώσας είχε τραυματιστεί σε τροχαίο δυστύχημα.
Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά σε «τροχαίο δυστύχημα» δεν μπορεί να ορίζει και την αιτία θανάτου. Τούτο θα πρέπει να αποτελέσει εύρημα του Δικαστηρίου, ερειδόμενο επί της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας επί του προκειμένου ειδικού, της ιατροδικαστού. Η ΜΚ4, όπως μας παρέπεμψε ο συνήγορος του κατηγορουμένου και όπως εντοπίσαμε από τα πρακτικά, στις απαντήσεις της και διευκρινίσεις που έδωσε τόσο κατά την κυρίως εξέταση, αλλά και αντεξέταση, όσον αφορά την συνταχθείσα έκθεση της, ήταν σαφής: ο αποβιώσας έφερε από το τροχαίο «κατάγματα δεξιών πλευρών στη βάση της επούλωσης. Πρόκειται για κατάγματα που έγιναν από τροχαίο δυστύχημα στις 28/11/2011» τα οποία, κατά τη ΜΚ4, «από μόνα τους τα κατάγματα δεν προκαλούν οποιοδήποτε πρόβλημα στην καρδία και εξήγησα επίσης προηγουμένως τις ζημιές που έγιναν μετά τα κατάγματα επί των πνευμόνων και ανέφερα συγκεκριμένα ότι οι πνεύμονες έφεραν συμφύσεις με τον υπεζωκότα όμως δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν θα μπορούσε να έγινε κλινήρης λόγω αυτών, εγώ δεν γνωρίζω τους λόγους που έμεινε κλινήρης με τα κατάγματα των πλευρών επανέρχομαι πίσω ότι δεν γνωρίζω την κλινική κατάσταση δηλαδή γιατί παρέμεινε εν ζωή ο άνθρωπος ένα μήνα κλινήρης όμως από την πείρα μας και πάλι της γενικής ιατρικής η πείρα ενός ανθρώπου που μένει κλινήρης πάντα δυσχεραίνει τα παθολογικά του αίτια, μπορεί να καταλήξει σε θάνατο αναλόγως με το μέγεθος του νοσήματος του βασικά επαναλαμβάνω ότι η καθήλωση στο στρώμα σε ένα άνθρωπο με βεβαρημένο ιστορικό μπορεί να επιφέρει και τον θάνατο. Δηλαδή η σχέση τροχαίου δυστυχήματος και θανάτου ήταν αποκλειστικά η καθήλωση που έκανε το τροχαίο όχι όμως τα τραύματα από το τροχαίο δυστύχημα.»
Είναι ορθό ότι η ΜΚ4 δεν ήταν σε θέση να εκφράσει μετά βεβαιότητας γιατί ο αποβιώσας παρέμεινε για ένα μήνα κλινήρης, ή γιατί οι θεράποντες ιατροί έθεσαν ένα άτομο με αυτά τα προβλήματα υγείας σε κατάκλιση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ακριβώς επειδή όπως κατ΄ επανάληψη διευκρίνισε άτομα με αυτού του είδους τα προβλήματα υγείας – διατατική μυοκαρδιοπάθεια – είναι δυνατόν ακριβώς λόγω της κατάκλισης να καταλήξουν. Δεν απέκλεισε όμως και το ενδεχόμενο «λόγω αυτών» των τραυμάτων να «έγινε κλινήρης». Τα τραύματα ήταν κατά τη ΜΚ4 μια πιθανή αιτία: «μπορεί να επιφέρει και το θάνατο», . «η λέξη μπορεί είναι αντίστοιχη λέξη του πιθανόν». Ό,τι ως ουσιώδες προκύπτει από τη μαρτυρία της ιατροδικαστού ως όρος ή σχέση μεταξύ της πράξης του κατηγορουμένου, τροχαίου δυστυχήματος, και του επελθόντος θανάτου ήταν: «αποκλειστικά η καθήλωση που έκανε το τροχαίο, όχι όμως τα τραύματα από το τροχαίο δυστύχημα».
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αρχή δικαίου ότι ο δράστης παίρνει το θύμα στην κατάσταση που βρίσκεται (Smith v. Leech Brain & Co Ltd (1962) 2 Q.B. 405, 414, Symeonidouv. Michaelides (1969) 1 C.L.R. 394, Ρολάνδος Κυριάκου ν. Σβανά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1810). Ο αποβιώσας έπασχε από σοβαρή ασθένεια, η οποία κατά την ιατροδικαστή, θα μπορούσε να επιφέρει το θάνατο. Τα τραύματα που υπέστη ο αποβιώσας αφ΄ εαυτών δεν ήσαν θανατηφόρα, είχαν δε επουλωθεί, ούτε ήσαν ικανά να προκαλέσουν προβλήματα στην καρδιά. Όμως προκάλεσαν βλάβη στους πνεύμονες, δημιούργησαν συμφύσεις στο δεξιό πνεύμονα, και όπως περαιτέρω επεξηγήθηκε από την ιατροδικαστή:
«Θα αναφερθώ στο αναπνευστικό σύστημα που λέω στην έκθεση μου ότι οι πνεύμονες ήταν οιδηματώδεις διαβάζω εκεί που λέει σελίδα 2 τεκμήριο 11. «Πνεύμονες οιδηματώδεις .» αυτό σημαίνει περίσσεια υγρών στο πνευμονικό παρέγχυμα εντός των πνευμόνων και η συμφόρηση είναι επακόλουθο του οιδήματος συνεχίζω και διαβάζω «Πνεύμονες οιδηματώδεις . ημιθωράκιο». Αυτό έγινε μετά από τα κατάγματα των δεξιών πλευρών και οι μεμβράνες των πνευμόνων είχαν κολλήσει στο ημιθωράκιο λόγω των μικροτραυματισμών που υπέστησαν οι πνεύμονες από τα κατάγματα. Συνεχίζω και διαβάζω κατά τόπους οι πνεύμονες είναι υπόσκληροι. Οι πνεύμονες έγιναν υπόσκληροι λόγω των μικροτραυμάτων, λόγω του οιδήματος και λόγω της καθήλωσης στο κρεβάτι. Κάποιο άνθρωπος με οιδηματώδεις πνεύμονες το οποίο οίδημα και συμφόρηση είναι απότοκο της καρδιακής ανεπάρκειας και οι πνεύμονες στα σημεία που έγιναν υπόσκληροι έγιναν λόγω του ότι αυτός ο άνθρωπος είχε πρόβλημα με τους πνεύμονες έμεινε πολύ καιρό ξαπλωμένος και άρχισαν να εμφανίζουν μεγαλύτερα προβλήματα.»
Από τη μαρτυρία θεωρούμε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 211(δ). Η μαρτυρία κατέδειξε ότι η παράνομη πράξη του εφεσείοντος επέφερε τον τραυματισμό του αποβιώσαντος ο οποίος όμως τραυματισμός αν και δεν ήταν η άμεση ή μόνη αιτία, πρόσφορη να επιφέρει το θάνατο στη συνήθη πορεία των πραγμάτων παρέμεινε ως μία ουσιαστική και ενεργός αιτία, επιταχύνοντας το θάνατο του Χ.Π., που έπασχε από διατατική μυοκαρδιοπάθεια η οποία θα επέφερε το θάνατο ανεξαρτήτως της πράξης του κατηγορουμένου (άρθρο 211(δ)).
Σε κάθε περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι το μεταγενέστερο γεγονός, όπως η κατάκλιση, δεν απετέλεσε την ουσιαστική αιτία θανάτου. Το βάρος της Κατηγορούσας Αρχής περιορίζεται στο να αποδείξει ότι η ενέργεια του κατηγορούμενου παραμένει ενεργός και ουσιαστική αιτία θανάτου. Εν πάση περιπτώσει, η
μαρτυρία δεν έχει καταδείξει ότι η κατάκλιση για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήταν ενδεδειγμένη θεραπεία ή ότι υπό τις περιστάσεις συνιστούσε βαρεία αμέλεια, ώστε να καταταγεί ως παράγοντας που διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια, ως novus actus intervenience, ή να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, υπό την έννοια ότι η πράξη του δεν αξιολογείται πλέον ως μία ενεργός και ουσιαστική αιτία του θανάτου (operative cause), Jordan (1956) 40 Cr.App.Rep. 152:
«Only if the second cause is so overwhelming as to make the original wound merely part of the history can it be said that the death does not flow from the wound.»
Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο και επ΄ αυτού ορθά παραπονείται ο συνήγορος αρκέστηκε στην αναφορά και παράθεση αποσπάσματος από την Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου Αντωνίου (ανωτέρω) για να καταλήξει ότι απεδείχθη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξης και αποτελέσματος χωρίς να ασχοληθεί περαιτέρω, ως απαιτούσε η περίπτωση, σε ποια από τις υποκατηγορίες του άρθρου 211 ενέπιπτε η παράνομη πράξη του κατηγορουμένου.
Το ζήτημα απαιτούσε, θεωρούμε, μια πλέον ενδελεχή εξέταση. Παρά ταύτα, έστω και δια της απλουστευτικής οδού, το Δικαστήριο εφαρμόζοντας την κοινή λογική και κοινή πείρα, κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα, Alphacell Ltd v. Woodward (1972) A.C. 824 (H.L.):
«What or who has caused a certain event to occur is essentially a practical question of fact which can best be answered by ordinary common sense rather than by abstract metaphysical theory.»
Τούτων δοθέντων οι λόγοι έφεσης 1-3 απορρίπτονται.
Εν όψει της ανωτέρω κατάληξης μας και της επικύρωσης της καταδίκης του εφεσείοντος στη σοβαρότερη των κατηγοριών, 1η κατηγορία, άρθρο 210 και επειδή δεν επεβλήθη ποινή στη 2η κατηγορία, παρέλκει η εξέταση του του 2ου λόγου έφεσης».