Στο σχέδιο νόμου «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, «σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών-μελών με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης».
Α’ Γενικά
Στις 30.04.2014 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Οδηγία 2014/50/ΕΕ με στόχο την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών μέσω της βελτίωσης της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης. Στο άρθρο 8 της Οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν τα αναγκαία εθνικά μέτρα για τη συμμόρφωσή τους προς την Οδηγία έως τις 21.05.2018.
Το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αφορά στα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία και προσφέρουν συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές για τους εργαζομένους, όπως οι ομαδικές ασφαλιστικές συμβάσεις ή τα συστήματα που λειτουργούν σε διανεμητική βάση και έχουν συμφωνηθεί με έναν ή περισσότερους κλάδους ή τομείς, τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ή οι υποσχέσεις συνταξιοδότησης που υποστηρίζονται από λογιστικά αποθέματα ή οποιεσδήποτε συλλογικές ή άλλες συγκρίσιμες συμφωνίες.
Β. Κατ’ άρθρον
Με το άρθρο 1, καθορίζεται ο σκοπός των προτεινόμενων διατάξεων, ήτοι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, «σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών-μελών με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης».
Με το άρθρο 2, προσδιορίζεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων στα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης τα οποία παρέχουν συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές που συνδέονται με σχέση εργασίας, και στους εργαζόμενους-μέλη των συστημάτων οι οποίοι, λόγω λήξης της σχέσης εργασίας μετακινούνται σε άλλα κράτη μέλη καθώς και στους εργαζόμενους-μέλη που αλλάζουν απασχόληση εντός της ελληνικής επικράτειας και οι οποίες προβλέπονται ενδεικτικά:
α) σε ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή άλλες παρόμοιες συμφωνίες,
β) σε εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων
γ) σε καταστατικά Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης. Επίσης, ορίζεται ότι από τις προτεινόμενες διατάξεις εξαιρούνται:
α) τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτονται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004,
β) τα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης τα οποία έχουν παύσει να δέχονται νέα ενεργά μέλη κατά την 20η Μαΐου 2014,
γ) τα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης τα οποία υπόκεινται σε μέτρα που συνεπάγονται την παρέμβαση αρμόδιων κατά περίπτωση εποπτικών ή δικαστικών αρχών και τα οποία στόχο έχουν να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική τους κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών εκκαθάρισης,
δ) τα συστήματα εγγυήσεων σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας, όπως ενδεικτικά το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ζωής του ν. 3867/2010 (Α, 128),
ε) η κατ’ αποκοπή πληρωμή του εργοδότη προς τον εργαζόμενο η οποία πραγματοποιείται κατά το πέρας της εργασιακής σχέσης του και δεν θεωρείται συμπληρωματική σύνταξη, όπως ενδεικτικά του ν. 2112/20 (Α, 67).
Επιπλέον, ορίζεται ότι οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις παροχές αναπηρίας και/ή επιζώντων που συνδέονται με τα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, εξαιρουμένων των διατάξεων των άρθρων 5 και,6 που αφορούν τις παροχές επιζώντων.
Επίσης τίθεται ως χρονικό όριο, έπειτα από το οποίο θα εφαρμοστούν οι διατάξεις η 21η Μαΐου 2018. Στο άρθρο 3, παρατίθενται οι ορισμοί των εννοιών που αναφέρονται στις θεσπιζόμενες διατάξεις.
Με το άρθρο 4, προσδιορίζονται οι όροι απόκτησης δικαιώματος σε παροχή.
Συγκεκριμένα, θεσπίζεται ελάχιστο χρονικό όριο για την απόκτηση δικαιώματος σε παροχή από ένα σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης. Στο ίδιο ελάχιστο χρονικό όριο συνυπολογίζεται συνδυαστικά και τυχόν περίοδος αναμονής του κάθε εργαζόμενου, προκειμένου να υπαχθεί στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ενός συστήματος.
Επιπλέον, τίθεται ελάχιστο όριο ηλικίας για την απόκτηση δικαιωμάτων.
Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, προβλέπεται, σε περίπτωση που τον επενδυτικό κίνδυνο φέρει το σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης ή ο εργοδότης, η επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν από τον αποχωρούντα εργαζόμενο ή για λογαριασμό του, ενώ σε περίπτωση που ο αποχωρών εργαζόμενος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο, η επιστροφή είτε των εισφορών που καταβλήθηκαν, είτε η σωρευμένη αξία των επενδύσεων που προέκυψε από αυτές τις εισφορές.
Με το άρθρο 5, θεσπίζεται η δυνατότητα των εργαζόμενων να διατηρούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τους στο σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης στο οποίο αυτά αποκτήθηκαν. Καθορίζεται ο υπολογισμός αλλά και η μεταχείριση της αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων με τη διασφάλιση ότι αυτή θα είναι σύμφωνη είτε με την αξία των δικαιωμάτων των ενεργών ασφαλισμένων είτε με την εξέλιξη των καταβαλλόμενων συνταξιοδοτικών παροχών ή με άλλα μέσα που θεωρούνται δίκαια, τα οποία απαριθμούνται λεπτομερώς.
Επιπλέον, θεσπίζεται και η δυνατότητα των εργαζόμενων να μην διατηρούν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα στο σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, αλλά να τους καταβάλλεται, με την λήξη της εργασιακής τους σχέσης, εφάπαξ ποσό που ισούται με την αξία των αποκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, στο βαθμό που η αξία αυτή δεν ξεπερνά το οριζόμενο από τη διάταξη ποσό, το οποίο αναπροσαρμόζεται ετησίως με το μέσο ετήσιο γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, αρχής γενομένης το 2020.
Με το άρθρο 6, καθορίζονται οι λεπτομέρειες του δικαιώματος προς ενημέρωση τόσο των ενεργών μελών ενός συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδότησης όσο και των εν αναμονή δικαιούχων, δηλαδή των πρώην ενεργών μελών, που έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αλλά δεν τους έχει καταβληθεί ακόμα συνταξιοδοτική παροχή. Τα ίδια δικαιώματα προς ενημέρωση με τους εν αναμονή δικαιούχους έχουν και οι επιζώντες αυτών, σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου.
Επιπλέον, για τα συστήματα που δίνουν τη δυνατότητα στον αποχωρούντα εργαζόμενο της καταβολής εφάπαξ ποσού ισοδύναμου με την αξία των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, στις παρεχόμενες πληροφορίες περιλαμβάνεται και γραπτή δήλωση ότι το μέλος θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα να λάβει συμβουλές για να επενδύσει το εφάπαξ ποσό για συνταξιοδοτικές παροχές. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου ισχύουν με την επιφύλαξη και επιπροσθέτως των υποχρεώσεων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, που απορρέουν από τις διατάξεις που ισχύουν για την επαγγελματική ασφάλιση.
Με το άρθρο 7 προβλέπεται ότι ειδικά, στην περίπτωση αλλαγής επαγγελματικής δραστηριότητας εργαζόμενου/ασφαλισμένου και μεταφοράς των δικαιωμάτων του σε άλλο ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης που λειτουργεί στο χώρο της απασχόλησής του και συγκεκριμένα περιπτώσεις διαδοχικής χρονικά επαγγελματικής ασφάλισης σε περισσότερα Ταμεία στην ημεδαπή ή στην ημεδαπή και σε άλλα κράτη-μέλη, η εφαρμογή των οριζόμενων στις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει την επαγγελματική ασφάλιση, την με αριθ. Φ.Επαγγ. Ασφ./43/13-11-2003 (Β’ 1703) Υπουργική Απόφαση και στις καταστατικές διατάξεις του κάθε Ταμείου Επαγγελματικής ασφάλισης, όπως εκάστοτε ισχύουν. Εφόσον ο ασφαλισμένος δεν ζητήσει την μεταφορά των δικαιωμάτων του σε άλλο ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης τα αδρανοποιημένα δικαιώματά του διατηρούνται στο Ταμείο στο οποίο αυτά αποκτήθηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως και για ενεργούς ασφαλισμένους, προκειμένου να λάβει την παροχή του, όταν θα συμπληρωθούν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
του Υπουργείου Εργασίας., Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τη προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών-μελών με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης» (L128/1 της 30.04.2014).
Άρθρο 1 Σκοπός
Σκοπός των διατάξεων του παρόντος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2014/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, «σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών-μελών με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης».
Άρθρο 2 Πεδίο Εφαρμογής
(Άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται στα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης που συνδέονται με σχέση εργασίας, τα οποία παρέχουν συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές για τους εργαζόμενους, και στους εργαζόμενους-μέλη συστημάτων οι οποίοι, λόγω λήξης της σχέσης εργασίας μετακινούνται σε άλλα κράτη μέλη καθώς και στους εργαζόμενους-μέλη που αλλάζουν απασχόληση εντός της ελληνικής επικράτειας.
2. Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται στα ακόλουθα συστήματα:
α) συστήματα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004,
β) συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης τα οποία έχουν παύσει να δέχονται νέα ενεργά μέλη κατά την 20η Μαίου 2014 και τα οποία παραμένουν κλειστά σε νέα μέλη,
ε) σε κατ’ αποκοπή πληρωμή του εργοδότη προς τον εργαζόμενο κατά το πέρας της εργασιακής σχέσης του, η οποία είναι άσχετη προς τη σύνταξη.
3. Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις παροχές αναπηρίας και/ή επιζώντων που συνδέονται με τα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, εξαιρουμένων των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 που αφορούν τις παροχές επιζώντων.
4. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται για τις περιόδους απασχόλησης των εργαζομένων που πραγματοποιούνται μετά την 21η Μαΐου 2018.
Άρθρο 3 Ορισμοί
α) «συμπληρωματική σύνταξη»: η συμπληρωματική συνταξιοδοτική παροχή λόγω αποχώρησης που προβλέπεται από τους κανόνες που διέπουν τα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, τα οποία έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και πρακτική.
Άρθρο 4
Όροι απόκτησης δικαιωμάτων σε συνταξιοδοτική παροχή
(Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ)
1. Όταν ορίζεται περίοδος θεμελίωσης για την απόκτηση δικαιώματος ή περίοδος αναμονής ή και τα δύο, η συνδυασμένη συνολική περίοδος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 3 έτη για τους αποχωρούντες εργαζομένους.
2. Όταν απαιτείται ελάχιστο όριο ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το εν λόγω όριο δεν υπερβαίνει το 21° έτος για τους αποχωρούντες εργαζομένους.
3. Όταν ο αποχωρών εργαζόμενος δεν έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά τη λήξη της εργασιακής σχέσης:
Άρθρο 5
Διατήρηση των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων
(Άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ)
1. Οι αποχωρούντες εργαζόμενοι διατηρούν τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους στο σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης στο οποίο αποκτήθηκαν, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4. Η αξία αυτών των δικαιωμάτων υπολογίζεται στο χρονικό σημείο λήξης της σχέσης εργασίας στην οποία αφορούν, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και τα προβλεπόμενα από το σύστημα, και ορίζεται ως αρχική αξία.
γ) με την προσαρμογή της αξίας των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εφαρμόζοντας ποσοστό του πληθωρισμού ή μεταβολή του επιπέδου των μισθών ή άλλο δείκτη, όταν η αξία των εν γένει σωρευμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων συνδέεται με παρόμοιους δείκτες. Στην περίπτωση αυτή για την αναπροσαρμογή δύνανται να προβλέπονται αναλογικοί περιορισμοί.
3. Ο τρόπος μεταχείρισης των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των αποχωρούντων εργαζομένων και των επιζώντων δικαιούχων τους, καθώς και της αξίας αυτών των δικαιωμάτων περιγράφεται με σαφήνεια στους κανόνες που διέπουν το σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης.
4. Το σύστημα δύναται, με τη συγκατάθεση του εργαζόμενου και κατόπιν ενημέρωσής του, μεταξύ άλλων και για οφειλόμενες επιβαρύνσεις, να καταβάλλει στον αποχωρούντα εργαζόμενο εφάπαξ ποσό ισοδύναμο με την αξία των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, στο βαθμό που η αξία των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν υπερβαίνει σε ύφος ένα συγκεκριμένο ποσό. Το ύφος του ποσού αυτού ορίζεται σε 2.000 ευρώ, το οποίο και αναπροσαρμόζεται ετησίως με το μέσο ετήσιο γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, αρχής γενομένης το 2020. Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από τους κατ’ έτος προαναφερόμενους δείκτες δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα (1).
Άρθρο 6
Ενημέρωση ενεργών μελών και εν αναμονή δικαιούχων
(Άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ)
1. Τα συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης ενημερώνουν τα ενεργά μέλη, μετά από αίτησή τους, για τις συνέπειες που επιφέρει στα δικαιώματα τους η ενδεχόμενη λήξη της απασχόλησής τους.
Ειδικότερα, ενημερώνουν για:
α) τους όρους απόκτησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδοτικής παροχής στο σύστημα και τις συνέπειες της εφαρμογής τους,
β) την αξία των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους ή εκτίμηση των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχει διενεργηθεί το ανώτερο 12 μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης, και
γ) τους όρους της μελλοντικής μεταχείρισης των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
Αν το σύστημα παρέχει στον αποχωρούντα εργαζόμενο τη δυνατότητα καταβολής εφάπαξ ποσού ισοδύναμου με την αξία των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, στις ανωτέρω πληροφορίες περιλαμβάνεται και γραπτή δήλωση ότι το μέλος θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα να λάβει συμβουλές για να επενδύσει το εφάπαξ ποσό για συνταξιοδοτικές παροχές.
2. Το σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης ενημερώνει τους εν αναμονή δικαιούχους και τους επιζώντες δικαιούχους τους, μετά από αίτησή τους, για τα εξής:
α) την αξία των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους ή εκτίμηση των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους που έχει διενεργηθεί κατ’ ανώτατο όριο 12 μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης, και
β) τους όρους που διέπουν τη μεταχείριση των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
3. Η ενημέρωση παρέχεται γραπτά, με σαφή τρόπο, κατά μέγιστο μία φορά το χρόνο και εντός εύλογης χρονικής περιόδου από την υποβολή της αίτησης.
4. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 ισχύουν με την επιφύλαξη και επιπροσθέτως των υποχρεώσεων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, που απορρέουν από τις διατάξεις που ισχύουν για την επαγγελματική ασφάλιση.
Άρθρο 7
Αν ο εργαζόμενος – ασφαλισμένος αλλάξει επαγγελματική δραστηριότητα και μεταφέρει τα δικαιώματά του σε άλλο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, που λειτουργεί στο χώρο της νέας απασχόλησής του, εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει την επαγγελματική ασφάλιση, η με αριθ. Φ.Επαγγ.Ασφ./43/13-11-2003 (Β’ 1703) Υπουργική Απόφαση και οι καταστατικές διατάξεις του κάθε Ταμείου Επαγγελματικής ασφάλισης, όπως εκάστοτε ισχύουν. Αν ο ασφαλισμένος δεν ζητήσει τη μεταφορά των δικαιωμάτων του σε άλλο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 5.
Άρθρο 8
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
Άρθρο 9 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από την 21η Μαΐου 2018.