Την τεράστια σημασία του συστηματικού ελέγχου των γεγονότων και των ειδήσεων πριν από τη δημοσίευσή τους είχε αντιληφθεί ο Ρούντολφ Αουγκσταϊν, ιδρυτής του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel εν τη γενέσει του το 1947, χαρακτηρίζοντας μάλιστα σοφή τη σύσταση μιας μικρής ομάδας έρευνας και υποστήριξης των συντακτών του. Σχεδόν προφητικά η μικρή αυτή ομάδα εξελίχθηκε την επόμενη δεκαετία στο πρώτο αυτόνομο ευρωπαϊκό τμήμα ελέγχου ειδήσεων (fact-checking). Το τμήμα απασχολεί, σήμερα, 80 άτομα, υπεύθυνους για την τεχνική υποστήριξη και διαχείριση του τμήματος δεδομένων από το 1994, ενώ ακόμη 50 fact-checkers, ειδικοί σε θέματα από τη σύγχρονη ιστορία και τις ισλαμικές σπουδές μέχρι την ιατρική και τη βιολογία, δρουν υποστηρικτικά στην ομάδα ελέγχου, όπως τονίζει στην «Κ» η επικεφαλής του τμήματος Fact-Checking του γερμανικού περιοδικού Κορντέλια Φράιβαλντ.
Παρά τη μακρά παράδοση του μέσου στον έλεγχο πληροφοριών με στόχο την ποιοτική ενημέρωση, η κ. Φράιβαλντ διαπιστώνει ότι «σε μια ανοιχτή κοινωνία χρειάζεται χρόνος για να ελεγχθούν τα γεγονότα, να ταξινομηθούν και να τοποθετηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Πρόκειται για μια αδυναμία που εκμεταλλεύονται όσοι θέλουν να επιτεθούν στη δημοκρατία μέσω της παραπληροφόρησης και των ψεύτικων ειδήσεων». Τρόπους αντιμετώπισης αυτών των ψηφιακών προκλήσεων παραπληροφόρησης και διάδοσης ψευδών ειδήσεων διερεύνησε η Ε.Ε. πριν από λίγες ημέρες στο πλαίσιο του συνεδρίου «Fact-Checking in EU». Με το βλέμμα στις ευρωεκλογές του Μαΐου, απώτερος σκοπός της συνάντησης των 60 και πλέον κορυφαίων ερευνητών, ειδικών στη διασταύρωση ειδήσεων και διάψευση ψευδών δημοσιευμάτων, ήταν ο συντονισμός και συνεργασία ομάδων και οργανισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Προσδοκίες και ανησυχία
«Είμαστε εδώ για να θέσουμε τα θεμέλια της συνεργασίας των Ευρωπαίων Fact-Checkers», διεμήνυσε ο Πάολο Τσεζαρίνι, επικεφαλής ψηφιακής τεχνολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με οδηγό προηγούμενες επιτυχημένες συνεργασίες αλλά και τεχνολογικά εργαλεία που υπόσχονται τη θεραπεία του προβλήματος, συμφωνήθηκε η ίδρυση ενός ευρωπαϊκού δικτύου «κυνηγών» των ψευδών ειδήσεων. Ανάμεσα στις προαναγγελίες δράσεων της Ε.Ε. με στόχο τον εντοπισμό και την καταστολή «όπλων προπαγάνδας» που αποκρύπτουν ορθές πληροφορίες, ο Αλέξιος Μαντζαρλής, επικεφαλής του International Fact-Checking Network (IFCN) του αμερικανικού ινστιτούτου Poynter, διατύπωσε την ανησυχία περί επαναλαμβανόμενης παρερμηνείας του τι ακριβώς σημαίνει fact-checking. Παρότι καλωσόρισε τη δέσμευση ομάδας διαπιστευμένων fact-checkers από το IFCN –το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής δίκτυο σε αυτόν τον τομέα– για τη δημιουργία του συνασπισμού για ένα υγιές ψηφιακό οικοσύστημα με ορίζοντα τις ευρωεκλογές, τόνισε ότι «η ενδεχόμενη απεικόνιση της διασταύρωσης των ειδήσεων ως μέσου κατά των εχθρών της Ευρώπης» κινδυνεύει να λειτουργήσει πολωτικά στο εσωτερικό της Ενωσης, όπως συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ. Την ανησυχία του πυροδότησε, μεταξύ άλλων, η τοποθέτηση του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι περί «μιας Ευρώπης που βρίσκεται υπό επίθεση». Ο επικεφαλής του IFCN επιθυμώντας να τονίσει ότι η ευθύνη μιας ενοποιημένης κοινότητας πολέμιων των fake news δεν είναι η προάσπιση της Ευρώπης, επανέλαβε το μότο της βραχύβιας πλατφόρμας FactCheckEU: «Μπορεί να αγαπάς την Ευρώπη, μπορεί και να τη μισείς, αλλά σε κάθε περίπτωση μάθε την αλήθεια».
Η Κορντέλια Φράιβαλντ, επικεφαλής του συγκεκριμένου τμήματος του γερμανικού περιοδικού.
«Από μόνος του ο έλεγχος ειδήσεων δεν πρόκειται να αποτρέψει την ενδυνάμωση ακροδεξιών λαϊκιστικών κινημάτων ή την επιρροή της κοινής γνώμης», σχολιάζει στην «Κ» η επικεφαλής του τμήματος Fact-checking στο «Spiegel». «Ο ρόλος μας, ως μέσα ενημέρωσης, στη λύση του προβλήματος και στην υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι περιορισμένος», προσέθεσε πετώντας το μπαλάκι στους πολιτικούς.
Το παιχνίδι των ευθυνών αποκτά διαφορετική ερμηνεία υπό το πρίσμα της άκρως διαφωτιστικής εισήγησης της Τάλι Σάροτ, καθηγήτριας Γνωστικής Νευροεπιστήμης και Ψυχολογίας στο University College London. Σύμφωνα με την κ. Σάροτ, ανεξάρτητα από το πόσο μορφωμένος είναι ο δέκτης της πληροφορίας, είναι πολύ πιθανό να πιστέψει κάτι ως αληθές, αν εκ προοιμίου θέλει να το πιστέψει. Διατρέχοντας σειρά πειραματικών ερευνών του εργαστηρίου της, η κ. Σάροτ παρατήρησε ότι οι ιδέες συχνά παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αξιολόγηση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Ο δέκτης τής εκάστοτε πληροφορίας δεν χρησιμοποιεί τις αναλυτικές του ικανότητες για να εντοπίσει το αληθές, ενώ όσο πιο ανεπτυγμένες είναι οι αναλυτικές του ικανότητες, τόσο πιο πιθανό να διαστρεβλώσει την αλήθεια με βάση τα πιστεύω του. Με αυτό το επιχείρημα, η κ. Σάροτ αντέκρουσε την πεποίθηση αρκετών ομιλητών ότι μία εκ των λύσεων για τον τερματισμό της παραπληροφόρησης είναι η εκπαίδευση των καταναλωτών της πληροφορίας στα εργαλεία ελέγχου της. Αντί αυτού προτείνει το «φιλτράρισμα» των fake news πριν φτάσουν στο κοινό.
Η ελληνική παρουσία
Αξιοσημείωτη ήταν η ελληνική παρουσία στο ευρωπαϊκό συνέδριο, με ενδεικτική την παρέμβαση του Athens Technology Center (ATC) που έχει επιλεγεί να συντονίσει την πλατφόρμα που θα συλλειτουργήσουν οι «ελληνικοί παίκτες». Σημαντικές ήταν οι παρατηρήσεις της «Ελληνικά Hoaxes», αλλά και του Εργαστηρίου TOPOS, μιας συνεργασίας της FightHoax και του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Επικοινωνίας (ECI). Οπως ανέφερε στην «Κ», ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Μάριος Νόττας, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που στοχεύουν στη θεραπεία της διάδοσης των fake news, «το TOPOS πρότεινε τη δημιουργία μιας εφαρμογής για φορητές συσκευές που θα δίνει στους χρήστες επιλογή παρόχου τεχνολογίας (πλατφόρμας Fake News) κατηγοριοποιώντας την αξιοπιστία κάθε προβαλλόμενης είδησης»