Ένα “μαύρο έτος” για τις ευρωπαϊκές τράπεζες θα αποτελέσει, όπως όλα δείχνουν, το 2018. Οι τραπεζικές μετοχές έχουν χτυπηθεί από μία σειρά παραγόντων όπως η πολιτική κρίση στην Ιταλία και την Τουρκία, με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις τους να έχουν “γονατίσει”. Πλέον, ο δείκτης των ευρωπαϊκών τραπεζών Stoxx 600 βρίσκεται πλέον σε έδαφος bear market, έχοντας υποχωρήσει άνω του 22% από τις αρχές του έτους και διαπραγματεύεται στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Οκτώβριο του 2016.
Αναλυτής μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας, μιλώντας στο “Κ” για τους λόγους που έχουν “χτυπηθεί” οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών, εξηγεί πως “είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η όρεξη των επενδυτών για τα περιουσιακά στοιχεία της Ευρώπης είναι πλέον περιορισμένη, ειδικά για τις τράπεζες. Αυτό δεν βοηθά τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζικών μετοχών και εξηγεί, επίσης, την αδύναμη πορεία τους. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η μεγάλη μεταβλητότητα και τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπες οι αναδυόμενες αγορές. Υπάρχει εκροή κεφαλαίων από την περιοχή και η Ελλάδα για τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια αποτελεί αναδυόμενη αγορά”.
Αξίζει να αναφερθεί πως από τον ευρωπαϊκό δείκτη τραπεζών, μόνο δύο μετοχές διασώζονται σημειώνοντας κέρδη από τις αρχές του έτους, τη στιγμή που όλες οι υπόλοιπες μετοχές βρίσκονται στο “κόκκινο”. Η μετοχή της Danske Bank υποχωρεί άνω του 45% από τις αρχές του έτους, η Deutsche Bank έχει σημειώσει βουτιά της τάξης του 40%, η Banco BPM της Ιταλίας υποχωρεί άνω του 36% και ο άλλος γερμανικός κολοσσός της Commerzbank σημειώνει απώλειες άνω του 32%. Μάλιστα, η Deutsche Bank και η Barclays διαπραγματεύονται με μεγάλο discount έναντι της λογιστικής αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων.
Τα υψηλά έτους που σημειώθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου δεν προσεγγίστηκαν ποτέ ξανά, καθώς ακολούθησε το sell-off του Φεβρουαρίου, η ιταλική κρίση τον Μάιο –η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα–, η τουρκική κρίση, καθώς και οι τεράστιες εκροές από τις αναδυόμενες αγορές στις οποίες έχουν έκθεση πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα τρία βρετανικά funds, το Lansdowne Partners, το Marshall Wace και το Oceanwood Capital Management, που έχουν “εγκατασταθεί” στην ελληνική αγορά το τελευταίο διάστημα “σορτάροντας” τις ελληνικές τράπεζες, διατηρούν short θέσεις σε πολλές ιταλικές τράπεζες (Monte dei Pashi, Banco BPM, BPER Banca κ.ά.), σε πορτογαλικές (Banco Comercial Portugues), σε ισπανικές (Bankia, Banco Sabadell, Bankinter κ.ά.) και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης.
Οι “ηττημένες” της κρίσης
Το γεγονός είναι πως 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης με την κατάρρευση της Lehman Brothers, οι τράπεζες της Ευρώπης αποτελούν τις μεγάλες “ηττημένες”. Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, είναι λιγότερο κερδοφόρες και έχουν μικρότερη αξία από ό,τι το 2008. Έχουν χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές τους στη Wall Street, των οποίων οι τιμές των μετοχών έχουν ανακάμψει σημαντικά, με την κεφαλαιοποίηση του δείκτη Financial Sector της Standard & Poor’s να έχει “σκαρφαλώσει” στα 3,4 τρισ. δολάρια, με άνοδο άνω του 70% από το 2008.
Καθώς οι τράπεζες προετοιμάζονται να απομακρυνθούν από τα προγράμματα έκτακτης στήριξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το κόστος χρηματοδότησης θα αυξηθεί, γεγονός που μπορεί να μειώσει τα έσοδα για ορισμένες, σύμφωνα με τον Jonathan Tyce, τραπεζικό αναλυτή του Bloomberg Intelligence. “Μπορείτε να εγγυηθείτε ότι, αν υπάρξουν αναταραχές, οι τράπεζες της νότιας Ευρώπης θα υποφέρουν περισσότερο”. Οι αναλυτές επισημαίνουν πως οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης έχασαν την ευκαιρία να καθαρίσουν, να παγιώσουν και να αναδιοργανώσουν το κατακερματισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ οι επικεφαλής τραπεζών της περιοχής καθυστέρησαν να δράσουν, αντιστάθηκαν στις εκκλήσεις για περισσότερη ρύθμιση και δεν ενίσχυσαν αρκετά γρήγορα τους ισολογισμούς τους.
Αντίθετα, οι Αμερικανοί οργάνωσαν ένα σχέδιο διάσωσης ύψους 700 δισ. δολαρίων που ανακεφαλαιοποίησε τις μεγαλύτερες τράπεζες και τις άφησε να εκφορτώσουν τα χειρότερα δάνειά τους στο Πρόγραμμα Ανακούφισης Προβληματικών Περιουσιακών Στοιχείων (TARP). Δεν υπήρξε τέτοια πρωτοβουλία στην Ευρώπη και οι τράπεζες εκεί αποδείχθηκαν λιγότερο πρόθυμες από αυτές των ΗΠΑ να ξεφορτωθούν περιουσιακά στοιχεία με μεγάλη έκπτωση.Σύμφωνα με την Deutsche Bank, σήμερα τα έσοδα των 20 κορυφαίων τραπεζών της Ευρώπης είναι 23% χαμηλότερα σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, στα 231 δισ. ευρώ.
Το “αγκάθι” της Ιταλίας
Η ιταλική κρίση, που έχει ταρακουνήσει την Ευρώπη εδώ και έξι περίπου μήνες, αποτελεί μεγάλο “πονοκέφαλο” για ολόκληρο τον τραπεζικό κλάδο της περιοχής.
Όπως επισημάνει η ABN Amro, οι εξελίξεις στην Ιταλία αναμένεται να κυριαρχήσουν στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο για τα επόμενα τρία, πέντε χρόνια. Η ιταλική οικονομία είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην Ε.Ε. και ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε στην Κομισιόν είναι πολύ πιθανό να απορριφθεί, οδηγώντας σε ρήξη μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών, καθώς και σε υποβάθμιση της αξιολόγησης της Ιταλίας από τους οίκους, αυξάνοντας έτσι το κόστος δανεισμού για τη χώρα.
Μία τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει και τις γειτονικές χώρες, ενώ θα δημιουργήσει πρόβλημα και σε ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες με έκθεση στην Ιταλία. Πέραν, ωστόσο, του προϋπολογισμού, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα στις ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν οι ιταλικές τράπεζες, αλλά και το αβέβαιο πολιτικό σκηνικό.
Όπως σημειώνει η “Welt”, τα απερίσκεπτα σχέδια προϋπολογισμού της νέας κυβέρνησης έχουν προκαλέσει τη διολίσθηση των κρατικών ομολόγων της χώρας. Αυτό με τη σειρά του φέρνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε δύσκολη θέση, επειδή ανήκουν στους μεγαλύτερους αγοραστές αυτών των ομολόγων (έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους 375 δισ. ευρώ ιταλικών κρατικών ομολόγων) και οι απώλειες εξασθενίζουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Σε αντίθεση με τα “κόκκινα” δάνεια στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κάποια προφανής λύση για το πρόβλημα αυτό.
Ο ιταλικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται –μετά την αναταραχή του παρελθόντος– ακόμα στη φάση της ανάκαμψης. Εάν περιπέσει σε στασιμότητα και τα χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα περιορίσουν ξανά τον δανεισμό τους, τότε αυτό θα ήταν δηλητήριο για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Παράλληλα, αν η Ιταλία υποβαθμιζόταν κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τα ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως collateral για τη λήψη δανείων από την ΕΚΤ και θα στραφούν αναγκαστικά στον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA).
Οι “ταύροι”
Οι επενδυτές θα πρέπει να αγνοήσουν την αβεβαιότητα στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο και να “αρπάξουν” την ευκαιρία να αγοράσουν τις μετοχές του, σύμφωνα με τη Citigroup η οποία τηρεί bullish στάση από τις αρχές Σεπτεμβρίου, τονίζοντας πως οι πολύ χαμηλές τους αποτιμήσεις αποτελούν πλέον ένα ισχυρό buy σήμα. Στο βασικό σενάριο της Citigroup για υψηλότερα επιτόκια στην περιοχή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν σημαντικά περιθώρια ανόδου τους επόμενους έξι έως δώδεκα μήνες. Η Citigroup δεν είναι μόνη σε αυτήν τη θετική στάση. Η UBS και η Morgan Stanley το τελευταίο τρίμηνο έχουν υπογραμμίσει την ελκυστικότητα των τραπεζικών μετοχών στην Ευρώπη, αν και δεν έχουν ακόμη δώσει σύσταση buy.
H Goldman Sachs, από την πλευρά της, υπογραμμίζει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες έχουν σημαντική παρουσία στο investment banking, έχουν καταφέρει να κλείσουν το χάσμα των εσόδων με τις αμερικανικές τράπεζες. Η γαλλική χρηματιστηριακή Oddo αναβάθμισε τον κλάδο σε overweight και η Credit Suisse σημειώνει ότι τα υψηλά μερίσματα των ευρωπαϊκών τραπεζών σε σχέση με την ευρεία αγορά ενδέχεται να είναι ένα μήνυμα για μια ισχυρή υπεραπόδοση.
Ωστόσο, οι επενδυτές δεν φαίνεται ακόμη να έχουν πειστεί να ανέβουν στο “τρένο” των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Barclays, περίπου το ένα τρίτο των επενδυτών είναι “πολύ underweight” στις ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές, με το 37% να απαντά ότι θα υπο-αποδώσουν τους επόμενους 12 μήνες.
Η Deutsche Bank σημείωσε πριν από μερικές ημέρες πως, αν και είναι πολύ δελεαστικές οι αποτιμήσεις του κλάδου, θα υπάρξει αυξημένη μεταβλητότητα τους επόμενους μήνες, ενώ η Citigroup σημειώνει πως αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ενδείξεις πως οι επενδυτές έχουν μειώσει τις θέσεις τους στις ευρωπαϊκές τράπεζες και προειδοποιεί ότι οι επενδυτές δεν έχουν ακόμη αποτιμήσει τους κινδύνους του υψηλότερου πληθωρισμού ή των υψηλότερων επιτοκίων.