Τον τελευταίο καιρό η δανική τράπεζα Danske Bansk στην Εσθονία έχει γίνει συνώνυμη με το ξέπλυμα χρήματος, σύμφωνα με το Bloomberg. Ωστόσο καθίσταται σαφές ότι είναι απλώς ένα μόνο κομμάτι στο πολύ μεγάλο παζλ της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με αυτό το θέμα. Την περίοδο 2008-2015, στην Εσθονία οι διακρατικές συναλλαγές ξένων, μέσω των εγχώριων τραπεζών, είχαν ανέλθει στα 900 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 200 δισ. ευρώ διοχετεύθηκαν στον τελικό προορισμό τους μέσω της Danske. Το νούμερο για την Danske είναι τεράστιο, διότι αντιστοιχεί με το 25% όλων των συναλλαγών των αλλοδαπών της Εσθονίας εκείνη την εποχή. Αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Εσθονίας.
Το ίδιο διάστημα διακινήθηκαν κεφάλαια 3,4 τρισ. από την Κύπρο και 2,8 τρισ. από τη Λετονία, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg. Βέβαια, παραμένει άγνωστο πόσα από αυτά τα χρήματα αποτελούν προϊόν ξεπλύματος. Ούτως ή άλλως αυτό δεν μειώνει την ενοχή της Danske Bank. «Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, και άλλες τράπεζες λειτουργούσαν όπως και η Danske δεν την καθιστά λιγότερο ένοχη», παρατηρεί ο Μαρκ Γκαλεότι, ειδικός σε θέματα οικονομικού εγκλήματος και υψηλόβαθμος ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Πράγας. H όλη κατάσταση, σύμφωνα με τον Σβεν Στουμπάουερ, γενικό διευθυντή της εταιρείας εταιρικών συμβούλων AlixPartners, αποκαλύπτει έναν συστημικό κίνδυνο για τις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες ήθελαν να γίνουν το κέντρο της ιδιωτικής τραπεζικής στην Ανατολική Ευρώπη. «Αντί, λοιπόν, να εκτελεί εργασίες κλασικής ιδιωτικής τραπεζικής, η Εσθονία προτίμησε να κάνει τραπεζικές συναλλαγές, και τα κεφάλαια να εισέρχονται και να εξέρχονται σχεδόν ακαριαία». Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι οι εσθονικές τράπεζες το διάστημα 2008-2015 διακίνησαν 900 δισ. δολάρια, ενώ το ΑΕΠ της χώρας φθάνει μόλις τα 23 δισ. δολάρια (με τα στοιχεία του 2017), τότε το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο και τα ερωτήματα πάρα πολλά. Ενα από αυτά αφορά τον ρόλο της Εσθονίας στην υπόθεση φυγής κεφαλαίων από τη Ρωσία.
Μάλτα
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δέχθηκε δριμεία κριτική για τη μη αποτελεσματική πάταξη του ξεπλύματος, με αφορμή το σκάνδαλο στην Danske και στην ολλανδική ING, ετοιμάζει προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις της. Σχεδιάζει να ζητήσει συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος. Το αίτημα της Κομισιόν θα υποβληθεί στη Μάλτα και έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Οι αρμόδιες αρχές της χώρας θα πρέπει να ασκήσουν αυστηρότερη εποπτεία στον τραπεζικό τομέα, ώστε να αποτραπούν οι περιπτώσεις ξεπλύματος. Είχε προηγηθεί η κινητοποίηση της αρμόδιας Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, η οποία τον Ιούλιο είχε ζητήσει από τη Μάλτα να λάβει μέτρα για πάταξης του ξεπλύματος, αλλά δεν εισακούστηκε.
Παράλληλα, η Κομισιόν θέλει να αυξήσει το προσωπικό στην Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή που θα ασχολείται με την παρακολούθηση περιπτώσεων ξεπλύματος στις τράπεζες, όπως αναφέρουν οι Financial Times. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τάσσεται υπέρ της εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος και των ρυθμίσεων για την πανευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών. Η Γερμανία, παρότι δεν φάνηκε αρνητική, δήλωσε πως η εναρμόνιση των νομοθεσιών και η καταπολέμηση του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος είναι δύσκολη και μακρόχρονη διαδικασία. Χώρες που θεωρούνται φορολογικοί παράδεισοι εντός Ευρώπης, όπως το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, αλλά και η Σουηδία, η Νορβηγία και η Φινλανδία, δεν συμφωνούν με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Oπως είχε δηλώσει ο Μπενουά Κερέ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, «είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα πανευρωπαϊκό όργανο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος».