Τα τελευταία είκοσι χρόνια μελετώ ως ανθρωπολόγος τις συνήθειες, τα πιστεύω και τη συμπεριφορά των διοικητών των κεντρικών τραπεζών σε όλον τον κόσμο. Θεωρούν τον εαυτό τους ικανό να επιλύσει όλα τα περίπλοκα προβλήματα και να διαχειριστεί κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προτού προκαλέσουν καταστροφικές βλάβες στους ανυποψίαστους πολίτες. Είναι εξίσου έξυπνοι με τους διευθύνοντες συμβούλους και με τα στελέχη των τραπεζών που έχουν υπό την εποπτεία τους, αλλά διαπνέονται από υψηλότερα ιδανικά. Αρκετοί από αυτούς είναι λάτρεις του Σέρλοκ Χολμς. Οπότε, αυτό φαίνεται να έχει κάποια λογική, ίσως γιατί ο απόμακρος και δικαίως αλαζόνας Σέρλοκ Χολμς αντιπροσωπεύει ένα ιδανικό ανδρικής ευφυΐας, ορθού λόγου και αυτοκυριαρχίας (οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες είναι άνδρες). Ακριβώς όπως και ο λογοτεχνικός ήρωας, οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών θεωρούν ότι η αποστασιοποίησή τους είναι προσόν.
Ωστόσο, στον πραγματικό κόσμο το ότι οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών είναι εξαιρετικά εγκεφαλικοί έχει ένα τίμημα. Στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) «δεν κάνει αυτό που είναι καλό για τη χώρα». Επίσης, στις αρχές της εβδομάδας δήλωσε στον τηλεοπτικό σταθμό Fox Business ότι η Fed «συνιστά για κείνον τη μεγαλύτερη απειλή». Και προσέθεσε: «Αυξάνει πολύ γρήγορα τα επιτόκια και είναι πολύ ανεξάρτητη». Μέχρι στιγμής ο πρόεδρος της Fed παραμένει αμέτοχος σε πολιτικές διενέξεις. Πιθανώς, όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ να πείσει αρκετούς Αμερικανούς ότι οι αποφάσεις της τράπεζας για αυξήσεις στα επιτόκια, που θα κάνουν ακριβότερη την αποπληρωμή πιστωτικών καρτών και δανείων, ευθύνονται για τα οικονομικά τους προβλήματα. Τότε το να παραμένει σιωπηλή η διοίκηση της τράπεζας δεν θα αρκεί.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες γαλουχούνται από νωρίς. Οι περισσότεροι σπουδάζουν σε κορυφαία πανεπιστήμια της πατρίδας τους, όπως στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, στο Χάρβαρντ, το Γέιλ, στην Οξφόρδη και στο Κέμπριτζ, και μετά μελετούν το σύστημα της κεντρικής τράπεζας μιας άλλης χώρας. Είτε βρεθούν στο Τόκιο είτε στη Φρανκφούρτη, δρουν πάντοτε εντός των ορίων ενός περίκλειστου κόσμου.
Κι αυτός ο κόσμος, ειδικά μετά την κρίση, μοιάζει αναχρονιστικός. Οταν οι αγορές δεν κατορθώνουν να ανταποκριθούν στη νομισματική πολιτική, όπως θα όφειλαν να κάνουν βάσει των οικονομικών εγχειριδίων, τότε οι άνθρωποι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους ειδήμονες. Επιπλέον, ίσως να μην μπορούν πλέον οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν την παράδοσή τους σε έναν κόσμο που απαιτεί περισσότερη διαφάνεια και θέλει από αυτές να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους. Απαντώντας στις επικρίσεις, πολλές τράπεζες προσπαθούν να είναι πιο ανοικτές σχετικά με τις διαβουλεύσεις τους. Αλλά τα όποια βήματα γίνονται σε αυτή την κατεύθυνση είναι πολύ άτολμα. Τα ιδρύματα αυτά πρέπει να αποφασίσουν με θάρρος να δεχθούν στους κόλπους τους όχι μόνον πιο πολλές γυναίκες και άτομα διαφορετικής εθνικής προέλευσης, αλλά και να κάνουν συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν εμπειρία από την πραγματική οικονομία και τις επιχειρήσεις. Μέχρι σήμερα οι συζητήσεις τους γίνονται με ακαδημαϊκούς και τραπεζίτες.
Επιπλέον, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών θα πρέπει να ασχοληθούν και με την αλαζονεία που ενίοτε επιδεικνύουν και απέναντι στους ομοίους τους. Μια τέτοια στάση, έναντι της κοινωνίας συνολικά και των ομολόγων τους ειδικά, κλονίζει την αποτελεσματικότητά τους. Ενας από τους στόχους της νομισματικής πολιτικής είναι να διαμορφώσει τη συμπεριφορά των πολιτών. Οταν μια κεντρική τράπεζα πει πως διαβλέπει άνοδο τιμών, περιμένει να εισακουστεί από τους καταναλωτές. Εάν αυτό συμβεί όντως, και οι άνθρωποι ψωνίσουν προϊόντα πριν από την άνοδο των τιμών, τότε πιθανώς και η αναμενόμενη αύξηση τιμών να μην είναι τόσο μεγάλη. Αυτός ο σταθεροποιητικός μηχανισμός για να δουλέψει, όμως, προϋποθέτει πως οι κεντρικές τράπεζες είναι αξιόπιστες.