Η συμπλήρωση εκατό χρόνων από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του πρώτου μεγάλου και βιομηχανοποιημένου πολέμου του 20ού αιώνα, αποτελεί ευκαιρία προβληματισμού και αναστοχασμού για τις συνέπειες και την κληρονομιά του στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, αλλά εν μέρει και στην Ευρώπη του σήμερα.
Εκτός από τις τραγικές επιπτώσεις ενός τόσο καταστροφικού πολέμου για όλες τις εμπόλεμες χώρες (εκατομμύρια νεκρών και τραυματιών, προπάντων στρατιωτών, υλικές καταστροφές κ.λπ.), η επίδραση του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918) υπήρξε καταλυτική πρωτίστως για τη ριζική γεωπολιτική, πολιτική και πολιτειακή αναδιαμόρφωση της περιοχής της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία εισήλθε στο πόλεμο ως μια ζώνη τριών μεγάλων αυτοκρατοριών, της Ρωσικής, της Γερμανικής και της Αυστροουγγρικής, και εξήλθε από αυτόν με εννέα νεοσύστατα κράτη: την Aυστρία, την Tσεχοσλοβακία, την Oυγγαρία, την Πολωνία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Φινλανδία, την Eσθονία, τη Λιθουανία και τη Λετονία.
Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε, σε μεγάλο βαθμό, η δημιουργία της Eυρώπης των εθνικών κρατών, παρόλο που κράτη όπως η Τσεχοσλοβακία και η Γιουγκοσλαβία δεν αποτέλεσαν εθνικά ομοιογενείς οντότητες (διαλύθηκαν, εξάλλου, μετά το 1990), ενώ η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν έγινε σεβαστή για εκατομμύρια Γερμανών, Oύγγρων, Oυκρανών και άλλων που αποτέλεσαν εθνικές μειονότητες στο πλαίσιο των νέων κρατικών μορφωμάτων. Ταυτόχρονα, βέβαια, διαλύθηκε και μία ακόμη αυτοκρατορία, η Οθωμανική, στον χώρο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, ύστερα από μακραίωνη παρουσία και επιρροή στα ευρωπαϊκά πράγματα. Το άρθρο αυτό θα επικεντρωθεί στις αλλαγές που σημειώθηκαν στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.
Η κατάργηση τριών δυναστειών
Οι πολιτειακές μεταβολές είναι μεταβολές-ορόσημο που στην περίπτωση της Ρωσίας και της Αψβουργικής Μοναρχίας (Αυστροουγγαρίας από το 1867) ανέτρεψαν μακραίωνες δυναστικές και κρατικές δομές. Για τους περισσότερους Κεντροευρωπαίους, ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων και εθνικών ταυτίσεων, ήταν ακόμη και μέχρι το 1914 πολύ δύσκολο να φανταστούν το μέλλον τους χωρίς τους Αψβούργους, τη μακροβιότερη (1273-1918) ευρωπαϊκή δυναστεία. Ομως ο πόλεμος οδήγησε τη σχετικά ευνομούμενη και αναγνωρισμένη ως απαραίτητο τμήμα του διεθνούς συστήματος αυτοκρατορία τους στις συνθήκες έσχατης αποσύνθεσης και απαξίωσής της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό το φθινόπωρο του 1918. Η διάλυση των αυτοκρατοριών δεν ήταν όμως μόνο ζήτημα επαναχάραξης συνόρων και δημιουργίας νέων κρατών. Ηταν και διακύβευμα κατ’ εξοχήν πολιτικό-πολιτειακό καθώς επέφερε την κατάργηση της μοναρχίας των Χοεντσόλερν στη Γερμανία, των Αψβούργων στην Αυστροουγγαρία και των Ρομανόφ στη Ρωσία οδηγώντας συγχρόνως στην εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας, χωρίς αυλές, τίτλους ευγένειας και προνόμια για τις παραδοσιακές ελίτ, αλλά με δημοκρατικά συντάγματα και χορήγηση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, όπως στις νεοσύστατες Δημοκρατίες της Βαϊμάρης, της Τσεχοσλοβακίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση
Το σαρωτικό και κατά πολλούς ιστορικούς επαναστατικό κύμα εκδημοκρατισμού, ίδρυσης ή επανίδρυσης κρατών στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη ακολούθησε και επηρεάστηκε καθοριστικά από την κοσμοϊστορικής σημασίας Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η οποία, εμφορούμενη από την επαναστατική ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού οδήγησε στην εγκαθίδρυση του πρώτου στον κόσμο σοσιαλιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο για ένα μονοκομματικό, ελεγχόμενο από το νεοσύστατο κομμουνιστικό κόμμα πολιτικό σύστημα, που στόχευε στην οικοδόμηση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, αντιθετικού προς το κεφαλαιοκρατικό σύστημα και τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, προξενώντας τη μεγαλύτερη ιδεολογικοπολιτική διαμάχη και διαίρεση του 20ού αιώνα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Λόγω μάλιστα της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνδέθηκε όσο κανένας άλλος πόλεμος με την επανάσταση ως καταλύτης της και όχι ως παρεπόμενό της, όπως στην περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεοντείων Πολέμων.
Είναι αμφίβολο αν θα εκδηλωνόταν επανάσταση ή αν θα είχαν επικρατήσει οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία χωρίς τη μεσολάβηση του πολέμου, ο οποίος εξαθλίωσε τόσο τον στρατό όσο και τον άμαχο πληθυσμό, πρωτίστως τα κατώτερα στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου, οξύνοντας σε υπέρτατο βαθμό χρόνια προβλήματα του τσαρικού καθεστώτος και της ρωσικής κοινωνίας. Η διάχυτη και διογκούμενη δυσαρέσκεια για τη σιτοδεία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μετόπισθεν και στο μέτωπο, τα εκατομμύρια των νεκρών στρατιωτών, αλλά και η διαφαινόμενη ήττα στον πόλεμο, εκφράστηκε με αθρόες λιποταξίες από τον στρατό, μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις στα αστικά κέντρα, αναβρασμό και καταλήψεις κτημάτων στην ύπαιθρο.
Η έκρηξη της λαϊκής οργής κορυφώθηκε στην Αγία Πετρούπολη κατά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, η οποία με μαζικότερη συμμετοχή και περισσότερα θύματα από την Οκτωβριανή λειτούργησε ως προπομπός της οδηγώντας στην παραίτηση του τσάρου, στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας, καθώς και στη συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης, που όμως επρόκειτο τους επόμενους μήνες να συγκυβερνά με τις επιτροπές εργατών και στρατιωτών, τα σοβιέτ. Σε αυτά τα κύτταρα εξουσίας της μετέπειτα κομμουνιστικής Ρωσίας και από το 1922 Σοβιετικής Ενωσης, οι μπολσεβίκοι, η επαναστατική δηλαδή πτέρυγα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, αποτελούσαν ακόμη μειοψηφία.
Ωστόσο η συνέχιση της συμμετοχής της Ρωσίας στον πόλεμο και στα δεινά του αύξησε κατακόρυφα τη δυναμική και την επιρροή τους, καθώς το σύνθημα του Λένιν για άμεση και άνευ όρων ειρήνη αποτέλεσε μεταξύ άλλων ισχυρότατο επιχείρημα στην προπαγάνδα και στην πορεία των μπολσεβίκων προς την κατάληψη της εξουσίας τον Oκτώβριο του 1917. Η συντριπτική δε ήττα των Ρώσων στο Ανατολικό Μέτωπο από τους Γερμανούς που ήδη από το καλοκαίρι προήλαυναν σε ρωσικά εδάφη, σε συνδυασμό με τη φιλειρηνική πολιτική των μπολσεβίκων και την αγωνία τους για εδραίωση της επανάστασης, οδήγησε τον Μάρτιο του 1918 στη βαριά και με απώλειες για τη Ρωσία συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης επανάστασης και πολέμου δεν περιορίστηκε όμως στη συρρικνωμένη πλέον ρωσική επικράτεια που τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα μαστιζόταν από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Επαναστατική αναταραχή στη μεταπολεμική Ευρώπη
Η επαναστατική ιδεολογία και οι πρακτικές των Ρώσων κομμουνιστών εξαπλώθηκαν γρήγορα στις συνορεύουσες με τη Ρωσία Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία και Αυστροουγγαρία), ριζοσπαστικοποιώντας σημαντικά τμήματα του πληθυσμού τους από τα τέλη του 1917. Σε αυτό συνέβαλαν τα δεινά και οι απώλειες του πολέμου, η δραματική επιδείνωση των επισιτιστικών συνθηκών, η ισχυρή μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία ως ιδεολογική και οργανωτική μήτρα των κομμουνιστικών κομμάτων που άρχισαν να ιδρύονται από τα τέλη του 1918 στην Κεντρική Ευρώπη και στη Γερμανία και κυρίως οι εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, πρώην αιχμάλωτοι των Ρώσων, που απελευθερώθηκαν μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ και μετέφεραν βιωματικά, αλλά και προπαγανδιστικά τα ελκυστικά για πολλούς τότε συνθήματα της ειρήνης, της συναδέλφωσης των λαών και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Οι επιδράσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Κεντρική Ευρώπη δεν αφορούν μόνον το μεγάλο κύμα λιποταξιών, στάσεων και ανταρσιών στις ένοπλες δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ή τις απόπειρες εγκαθίδρυσης σοβιετικού τύπου επαναστατικών καθεστώτων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το βραχύβιο πείραμα Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία (Μάρτιος-Ιούλιος 1919), και τις ανεπιτυχείς εξεγέρσεις των Σπαρτακιστών στη Γερμανία. Αφορούσαν και τη λειτουργία της επανάστασης ως καταλύτη για τον ταχύτατο εκδημοκρατισμό και τη λήψη φιλεργατικών μέτρων υπό τον φόβο μιας μπολσεβικικού χαρακτήρα σοσιαλιστικής επανάστασης και επιβολής της δικτατορίας του προλεταριάτου που κατέλαβε Φιλελευθέρους, Συντηρητικούς, Χριστιανοκοινωνιστές αλλά και μεταρρυθμιστές Σοσιαλδημοκράτες. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσει η επίσπευση της συνθηκολόγησης του Βερολίνου και της Βιέννης για να προληφθούν τα χειρότερα στο εσωτερικό μέτωπο, καθώς και η εμμονή των νικητριών χωρών του πολέμου και ηγέτιδων δυνάμεων του φιλελεύθερου κόσμου, Γαλλίας, Βρετανίας και ΗΠΑ, για τη δημιουργία νέων και βιώσιμων φιλελεύθερων-δημοκρατικών κρατών στην περιοχή που θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα στην κομμουνιστική επέκταση, αλλά και σε ενδεχόμενο αναθεωρητισμό της Γερμανίας στο μέλλον.
Σε αντιδιαστολή, εντούτοις, προς τη Δυτική Ευρώπη, όπου ο κοινοβουλευτισμός, η δημοκρατία και τα εθνικά κράτη είχαν μακρύτερη και ισχυρότερη παράδοση, η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη έγιναν θέατρο σφοδρής και χωρίς συμβιβασμούς αντιπαράθεσης μεταξύ των υποστηρικτών και των πολέμιων της κοινωνικής επανάστασης, ειρηνικής και μη, με αποτέλεσμα να καταστεί πιο ευάλωτη στα κελεύσματα του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Επιπροσθέτως, η αποδυνάμωση των Γερμανών και δευτερευόντως των Μαγυάρων στον ευρύτερο κεντροευρωπαϊκό χώρο ευνόησε τον αναθεωρητισμό και την επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της, με κατάληξη την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τη λήξη του, τα δεδομένα που δημιούργησε η νικηφόρα προέλαση του Κόκκινου Στρατού οδήγησαν τελικά στην εγκαθίδρυση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και στο μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής.
Η διατήρηση έως τις μέρες μας των περισσοτέρων κρατών που δημιουργήθηκαν το 1918 και το αποτύπωμα του σοσιαλισμού για περίπου 70 χρόνια στην περιοχή δείχνουν το εύρος και το χρονικό βάθος της κληρονομιάς και των μεγάλων αλλαγών του πολέμου της περιόδου 1914-1918 στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.
* Ο κ. Κώστας Ράπτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου