Στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του Xi Jinping, η Κίνα έγινε όλο και περισσότερο διεκδικητική. Προκάλεσε γείτονες και καταπάτησε διεθνείς κανόνες, ενώ έδωσε άλλοθι στη συμπεριφορά της ως μια ήπια απάντηση στην κακομεταχείριση από τα άλλα κράτη. Το Πεκίνο εξαπέλυσε επίθεση έναντι σε αυτό που χαρακτηρίζει ως “μιλιταρισμό” της Ιαπωνίας, εναντίον της “παράνομης” ανάπτυξης του συστήματος άμυνας Terminal High Altitude Area στη Νότια Κορέα, εναντίον της “άδικης” διεθνούς διαιτησίας αναφορικά με τις εδαφικές διεκδικήσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, εναντίον της “προστατευτικής” άποψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά το καθεστώς οικονομίας της αγοράς της Κίνας, εναντίον των ινδικών “προκλήσεων” στα κινεζικά σύνορα, και ασφαλώς, εναντίον της “απειλητικής” παρουσίας των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία. Στην πραγματικότητα, η Κίνα επέμεινε οι δυνάμεις του status quo να αποδεχθούν κάποιες πολιτικές με τους δικούς της όρους, ενώ έγινε ακόμη πιο απρόβλεπτη στη συναναστροφή της με αυτές. Η Ευρώπη το έμαθε αυτό για τα καλά -μέσω κάποιων συνόδων κορυφής, κάποιων διαλόγων που είτε καθυστέρησαν είτε διεκόπησαν, μέσω των συνεχών προσπαθειών της Κίνας να διχάσει την ΕΕ και μέσω της σαφούς περιφρόνησης από την πλευρά του Πεκίνου να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα σε κοινή ατζέντα και να ανταποκριθεί στις καταγγελίες της ΕΕ.
Στη συνέχεια εμφανίστηκε και ο Donald Truump. Εάν υπάρχει μία προεκλογική υπόσχεση που έχει εκπληρώσει ο Αμερικανός πρόεδρος, αυτή είναι να προκαλέσει αναστάτωση στην Κίνα, με τρόπους που ο προκάτοχός του δεν θα ανεχόταν ποτέ. Ο Trump αρχικά ήθελε να συνδέσει τα εμπορικά θέματα, με την βοήθεια της Κίνας στο ζήτημα των πυρηνικών της Βόρειας Κορέας, προτού χαράξει το δικό του δρόμο προς την Πιονγιανγκ και να ξεκινήσει να καταστρέφει το Πεκίνο στο εμπόριο. Ως υπέρμαχος του απομονωτισμού, ο Trump φέρεται να ήταν αδιάφορος για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας -περίπου όπως ο προκάτοχός του, ο οποίος άφησε ανοιχτή την πόρτα στην Κίνα να καταλάβει και να ενισχύσει σχεδόν κάθε τι μερικώς βυθισμένο στην περιοχή. Ωστόσο η Αμερική του Trump τώρα στέλνει βομβαρδιστικά πάνω από τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ενώ τα ιαπωνικά πλοία διεξάγουν ναυτικές επιχειρήσεις εκεί.
Η αντιπαράθεση αυτή είχε επιδράσεις που αντίστοιχες δεν είχαν καταγραφεί από την ασιατική οικονομική κρίση του 1997-1998. Το Πεκίνο γνωρίζει πολύ καλά τα της Ουάσιγκτον: τα συμφέροντα στο εμπόριο με την Κίνα, τα think-tanks και τη συναίνεσή τους για την παγκοσμιοποίηση, τις συμμαχίες στο Κογκρέσο, και τον Τύπο που διατηρεί ένα ενοχλητικό αλλά προβλέψιμο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως εκ τούτου, η κινεζική κυβέρνηση έχει εδώ και καιρό κερδίσει τη σιωπηρή υποστήριξη Αμερικανών ακαδημαϊκών και άλλων ειδικών.
Αλλά το Πεκίνο δεν γνώριζε τον Trump. Για τους επικριτές του Αμερικανού προέδρου, τα στοιχεία οδηγούν σε ένα δυσάρεστο συμπέρασμα: η Κίνα έχει αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό τις προτροπές της Δύσης -βλέποντάς το ως απόδειξη της αδυναμίας και παρακμής της Δύσης- αλλά έχει υποχρεωθεί να αλλάξει τακτική κάτω από την έντονη πίεση από την κυβέρνηση Trump. Οι κομπασμοί της Κίνας για την ανωτερότητα του οικονομικού της μοντέλου έχουν δώσει τη θέση τους στην αναζήτηση για ομοϊδεάτες εταίρους.
Η Κίνα έχει επίσης αρχίσει να συμπεριφέρεται πιο φιλικά στην Ιαπωνία. Σταμάτησε τις προσπάθειες να εντοπίσει τις αδυναμίες των γειτόνων της στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Και άκουσε ευγενικά τον Μαλαισιανό πρωθυπουργό Mahathir Bin Mohamad να αποκηρύσσει τη “νέα εκδοχή αποικιοκρατίας” του Πεκίνου. Η Κίνα έχει ανακαλύψει εκ νέου τα πλεονεκτήματα του να υπογράφει κοινές δηλώσεις συνόδων κορυφής με την ΕΕ, και τελικά απελευθέρωσε τον ακτιβιστή Liu Xia, όπως επιμόνως ζητούσε η Γερμανία. Το Πεκίνο κάνει λόγο για την “πολυμέρεια” στα διεθνή φόρουμ και έχει εξετάσει ακόμη και να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή και στη Λιβύη. Κάποιος θα το χαρακτήριζε αυτό ως η “ανταμοιβή του Trump”.
Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε μία μελέτη για τις δυσάρεστες συνέπειες ενός σεναρίου με βάση το οποίο οι ΗΠΑ θα επέβαλαν δασμούς 10% σε όλες τις εισαγωγές, οι Κινέζοι αρθρογράφοι έσπευσαν να το εκλάβουν ως μια διαβεβαίωση ότι ο υπόλοιπος κόσμος συμπορεύεται με την Κίνα. Επίσης πήραν θάρρος από την ιδέα ότι η ΕΕ και η Ιαπωνία δεν θα συνεργαζόταν με τις ΗΠΑ για τον έλεγχο στις επενδύσεις ή στη μετάδοση της τεχνολογίας διότι δεν συμφωνούν με τον προστατευτισμό του Trump.
Ωστόσο, ενώ η ΕΕ ίσως να μην συμπορεύεται με τον Trump δεν θα συμπορευτεί και με την Κίνα. Σε ζητήματα όπως οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας, οι κλαδικές επιδοτήσεις και η κλοπή τεχνολογίας, η Κομισιόν είναι σχεδόν σε πλήρη συμφωνία με τον Trump -όπως δήλωσε ο πρόεδρος Jean-Claude Juncker στην επίσκεψη του Κινέζου πρωθυπουργού τον περασμένο Απρίλιο. Το δικτατορικό πολιτικό σύστημα της Κίνας και ο έλεγχος της οικονομίας δεν έχουν καμία ομοιότητα με τις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως των σημερινών ανόητων συμπεριφορών των Αμερικανών ηγετών. Και δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αυτό θα αλλάξει. Αν και κάποιοι παρατηρητές της Κίνας έχουν ερμηνεύσει την ελαφρά αναζωπύρωση του κινεζικού δημοσίου διαλόγου για τη φιλελεύθερη οικονομία ως μια ένδειξη ανοιχτής αντίδρασης στον Xi, είναι πολύ πιο πιθανό να πρόκειται για μια διπλωματία, σχεδιασμένη να μετριάσει την πίεση από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας. Στην πραγματικότητα, ο Xi προσφάτως διαβεβαίωσε τους Κινέζους πολίτες ότι οι κρατικές επιχειρήσεις παραμένουν πρωταρχικές στα σχέδιά του.
Παρόλα αυτά, η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Η κυβέρνηση Trump συνδυάζει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την αμφισβήτηση του μοναδικού οικονομικού μοντέλου της Κίνας, με επιθέσεις σε πλήθος άλλων εμπορικών εταίρων. Ο Καναδάς, η Βραζιλία, η Νότια Κορέα, η ΕΕ και η Ιαπωνία, έχουν όλοι αισθανθεί τις επιπτώσεις αυτών των επιθέσεων -καμία εκ των οποίων δεν συμβαδίζει με τους διεθνείς κανόνες. Για παράδειγμα, η αμερικανική κυβέρνηση έχει επεκτείνει την ερμηνεία του Άρθρου 232 του νόμου περί επέκτασης του εμπορίου για να ισχυριστεί ότι ο χάλυβας, τα αυτοκίνητα και άλλα προϊόντα είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας -κάτι που πολλοί θεωρούν ως παραβίαση του πνεύματος, αν όχι των κανόνων, της συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ακόμη χειρότερα, οι ΗΠΑ υπονομεύουν τον σημαντικότερο θεσμό του ΠΟΕ, τον Οργανισμό Επίλυσης Διαφωνιών. Μέσα σε ένα χρόνο, οι προσφυγές στη διαιτησία του ΠΟΕ μπορεί να σταματήσουν εντελώς. Η Ευρώπη έχει απαντήσει με μια επανεξέταση των ελλείψεων του ΠΟΕ, στο πλαίσιο μιας αντισταθμιστικής στρατηγικής που στόχο έχει να διατηρήσει την αμερικανική δέσμευση στον οργανισμό.
Η Κίνα έχει συμφωνήσει να προσεγγίσει το ζήτημα της μεταρρύθμισης του ΠΟΕ με την ΕΕ. Αυτό είναι πιθανό να αποδειχθεί ψευδαίσθηση. Η Κίνα έχει ιστορικό συμμετοχής σε εξαιρετικά μακρές και περίπλοκες διαδικασίες διαπραγμάτευσης που τελειώνουν χωρίς αξιόπιστες συμφωνίες. Οι νομικά ασαφείς δεσμεύσεις της Κίνας στο πρωτόκολλο ένταξής της στον ΠΟΕ το 2001, αποδεικνύουν ότι δεν δεσμεύει εύκολα κανείς τη χώρα σε συμφωνίες. Το Πεκίνο διατηρεί τη λενινιστική προσέγγιση: η διαπραγμάτευση -ακόμη και στο εμπόριο- είναι μόνο το άλλο πρόσωπο του πολέμου. Επιπλέον, οι συζητήσεις μεταξύ αυτών μόνο των συμμετεχόντων, θα παραμελούσαν πολλά άλλα σημαντικά μέλη του ΠΟΕ, κυρίως την Ινδία, τη Βραζιλία, και τη Νότια Αφρική. Η Κίνα με επιτυχία εμπόδισε τις πιο πρόσφατες προσπάθειες του ΠΟΕ στις διαπραγματεύσεις της Ντόχα, συμμαχώντας με διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, η Δύση απέτυχε να διασπάσει τις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) στον ΠΟΕ πριν από μια δεκαετία. Δεν θα πρέπει να επαναλάβει το λάθος (Αν μη τι άλλο, οι ανησυχίες για την αυξανόμενη εμπορική δύναμη της Κίνας θα πρέπει να κάνουν το έργο πιο εύκολο).
Παρόλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ θα είναι κεντρικό στοιχείο της ευρωπαϊκής στρατηγικής μόνο εάν η κυβέρνηση Trump αποφασίσει να μην θεσπίσει προστατευτικά μέτρα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για οποιαδήποτε στρατηγική είναι το ότι είναι απρόβλεπτος ο ίδιος ο Trump. Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ ήταν εξαιρετικά ανθεκτικές σε οικονομικές κρίσεις από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, εξαιτίας του ισχυρού momentum της οικονομίας της. Το Πεκίνο αναγνωρίζει ότι οι αποφάσεις του Trump είναι κρίσιμες για το μέλλον του εμπορικού συστήματος, όπως φαίνεται στην αξιοσημείωτη απροθυμία του να κλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο -ένα από τα πολύ λίγα πρόσφατα παραδείγματα της απάντησης της Κίνας σε μια εξωτερική πρόκληση, με έναν τρόπο ήπιο παρά με τις επιθετικές πολιτικές της. Αυτή η διαφωνία φαίνεται να ταρακουνά τον Xi και τους υφισταμένους του.
Επί του παρόντος, οι δασμοί της αμερικανικής κυβέρνησης εξαιρούν προϊόντα όπως εξαρτήματα του iPhone, ενώ το Πεκίνο αποφεύγει μέτρα που θα έπλητταν την Apple και άλλες αμερικανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις. Σε αυτό οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν ότι έχουν επωφεληθεί πολύ από την παγκόσμια συνδεσιμότητα. Περαιτέρω δασμοί θα ήταν πολύ πιο επιζήμιοι. Για παράδειγμα, μια προσαύξηση από την πλευρά της Κίνας σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές, θα λειτουργούσε ως ένας συνοριακός φόρος. Αυτό θα έπληττε τους περισσότερους Αμερικανούς καταναλωτές και θα μείωνε τη ζήτηση. Η Κίνα θα δεχόταν πλήγμα επίσης, καθώς πολλά από τα εργοστάσιά της βρίσκονται σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο. Ωστόσο, είναι επίσης πιθανό ο Trump να αποφεύγει μια περαιτέρω κλιμάκωση με την Κίνα, στοχεύοντας αντί αυτού σε ανταγωνιστές στην Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα θα μπορούσε να φύγει από το υπό αμερικανική ηγεσία εμπορικό σύστημα. Η χώρα έχει μια τεράστια εγχώρια αγορά, ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα για την προώθηση της εγχώριας καινοτομίας και βιομηχανίας, και καθιερωμένες πρακτικές στο εμπόριο και στη νομισματική πολιτική. Εάν μειώσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ, η Κίνα δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα μετατόπιζε μεγάλο μέρος του μεταποιητικού της πλεονάσματος στην Ευρώπη, η οποία είναι ήδη κορεσμένη με κινεζικά αγαθά και είναι σε επαγρύπνηση για τις εμπορικές πρακτικές της χώρας. Σε αυτό το σενάριο, το Πεκίνο δεν θα χορηγούσε στην ΕΕ τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που της αρνείται εδώ και καιρό ο ΠΟΕ. Οι Κινέζοι ηγέτες μάλλον θα προτιμήσουν να αγνοήσουν τους κανόνες και να προτείνουν στους Ευρωπαίους και σε άλλους -εκείνους τους οποίους η Κίνα συνηθίζει να αναφέρεται ως “δεύτερος κόσμος”- να συγκρουστούν με τις ΗΠΑ, έχοντας καταλήξει ότι η παγκόσμια τάξη δεν είναι πλέον βιώσιμη.
Ως εκ τούτου, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά σε ποιον θα στραφούν για βοήθεια, προτού εξαπολύσουν επίθεση εναντίον του Trump για την προστατευτική ρητορική του και τη στάση απέναντι στη διεθνή τάση. Η Κίνα δεν περιμένει μια ευκαιρία να τους αγκαλιάσει.