Τυπικά, αυτό που έγινε στην Ουκρανία ορίζεται γύρω από τρεις αποφάσεις που πήρε η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.
Η σύνοδος αναιρεί τη Συνοδική Επιστολή του 1686 που έδινε το δικαίωμα στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονεί τον Μητροπολίτη Κιέβου, αποκαθιστά δύο ιεράρχες της Ουκρανίας που θεωρούνταν σχισματικοί – τον Φιλάρετο Ντενισένκο και τον Μακάριο Μαλέτιτς – και επανιδρύει το Πατριαρχικό Σταυροπήγιο Κιέβου.
Η ίδια απόφαση επαναλάμβανε την πρόθεση να αποδοθεί στο μέλλον στην Ορθόδοξη Ουκρανική Εκκλησία καθεστώς Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Είχε προηγηθεί η αποστολή ως Εξάρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου δύο κληρικών του, τον Αρχιεπίσκοπο Παμφίλου Δανιήλ και τον Επίσκοπο Edmonton Καναδά Ιλαρίωνα, που διακονούσαν σε ΗΠΑ και Καναδά τους υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο Ορθοδόξους Χριστιανούς ουκρανικής καταγωγής.
Αυτά σημαίνουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αναγνωρίζει ακόμη αυτοκέφαλη Εκκλησία στην Ουκρανία, αλλά παίρνει τον έλεγχό της από το Πατριαρχείο Μόσχας και αναλαμβάνει ουσιαστικά, δια μέσω της Εξαρχίας, την ανασυγκρότησή της.
Το ιστορικό βάθος του «ουκρανικού ζητήματος»
Η ιστορία της Ορθοδοξίας στην Ουκρανία είναι κομμάτι της συνολική της ιστορίας. Η υπαγωγή της Εκκλησίας της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο της Μόσχας, έλαβε χώρα ακριβώς στην περίοδο που η Ρωσική Αυτοκρατορία ανακτούσε περιοχές από άλλες δυνάμεις, εν προκειμένω από την Πολωνία, και ήταν τμήμα ακριβώς της προσπάθειας για την εμπέδωση ενός ρωσικού χαρακτήρα στην περιοχή. Ας μην ξεχνάμε και τη διαρκή πάλη και ενάντια στην επίδραση της Ουνίας στην περιοχή.
Όσο, η Ουκρανία αντιμετωπιζόταν ως τμήμα του ευρύτερου ρωσικού χώρου, ο διακανονισμός του 1686 δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Διατηρήθηκε δε και όταν ανασυγκροτήθηκε, επί Στάλιν, το Πατριαρχείο Μόσχας και άρχισε να στελεχώνεται ξανά, με ιεράρχες, ορισμένοι εκ των οποίων πλάι στην ιδιότητα του κληρικού είχαν και αυτή του στελέχους των σοβιετικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Ωστόσο, η επανεμφάνιση του ουκρανικού εθνικισμού, μετά το 1990, επανέφερε και το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας το 1991 ακολούθησε και η απόφαση της Συνόδου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που διεκδικούσε το αυτοκέφαλο, για να ακολουθήσει η αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας (που το 1990 είχε παραχωρήσει μια περιορισμένη αυτονομία στην ουκρανική Εκκλησία) και η ρήξη με τον Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο, που θα ηγηθεί τελικά αντίπαλης εκκλησίας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Πατριαρχείο Κιέβου.
Αντίστοιχα, τόσο για Πατριαρχείο Μόσχας όσο και για το Κρεμλίνο, το ζήτημα της διατήρησης ενός ορισμένου πρωτείου του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανική Ορθοδοξία έγινε κομβική πλευρά όχι απλώς της διαμόρφωσης ενός ευρύτερου χώρου ρωσικής ταυτότητας στο μετασοβιετικό τοπίο.
Το Πατριαρχείο Μόσχας, κατά παράξενο τρόπο ένας από τους τελευταίους «σοβιετικούς» θεσμούς εν ισχύ έγινε έτσι ένα βασικό εργαλείο για τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης ρωσικής πολιτισμικής επιρροής.
Με αυτή την έννοια η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Ουκρανία αποτύπωνε στην πραγματικότητα την ίδια την εσωτερική ταλάντευση της Ουκρανίας και ως προς την εθνική ταυτότητα και ως προς το διεθνή προσανατολισμό.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι η αντιπαράθεση οξύνθηκε τα τελευταία χρόνια. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο, μετά τα γεγονότα του 2014 αλλά και την επιστροφή της Κριμαίας στη Ρωσία, οξύνθηκε ιδίως από τη στιγμή που η Ουκρανία έγινε βασικό πεδίο όπου ξεδιπλώνεται ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος». Αυτό με τη σειρά του έδινε και γεωπολιτική διάσταση στα ζητήματα που αφορούσαν την Ορθοδοξία στην Ουκρανία. Η ρήξη με τη Μόσχα έπρεπε να περάσει και στο εκκλησιαστικό επίπεδο.
Δεν είναι τυχαία η περίπου ρητή υποστήριξη της αμερικανικής πλευράς στη βήματα αποδέσμευσης της ουκρανικής Ορθοδοξίας από τη Μόσχα.
Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Ουκρανίας, το αυτοκέφαλο έχει γίνει σημαία ενός ιδιαίτερα έντονου εθνικισμού που κλιμακώνεται, ενόψει και των εκλογών του 2019. Εάν σκεφτούμε ότι η χώρα βρίσκεται, ούτως ή άλλως, σε ένα ιδιότυπο καθεστώς, με ένα τμήμα της πρακτικά να είναι σε διαδικασία απόσχισης, μπορούμε να αντιληφθούμε την ιδιαίτερη φόρτιση που έχει το ζήτημα και τον τρόπο που εντάσσεται σε μια ιδιαίτερα έντονη πολιτική σύγκρουση, που σε ορισμένες στιγμές πήρε και βίαιη μορφή.
Το ενδεχόμενο και η τρέχουσα αντιπαράθεση να πάρει και βίαιες μορφές αποτυπώνει και η έκκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου «πρός πάσας τάς ἐμπλεκομένας πλευράς νά ἀποφεύγουν καταλήψεις Ναῶν, Μονῶν καί ἄλλων περιουσιακῶν στοιχείων, ὡς καί πᾶσαν πρᾶξιν βίας καί ἐκδικητικότητος»
Η αντιπαράθεση για την προοπτική της παγκόσμιας Ορθοδοξίας
Την ίδια στιγμή, όλα αυτά λάμβαναν χώρα σε ένα ευρύτερο φόντο που αφορά την ίδια την προοπτική της Ορθοδοξίας. Ας μην ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία όπου η θέση του Βατικανού και του Πάπα της Ρώμης είναι κανονικά κατοχυρωμένη, στην Ορθοδοξία τα πράγματα είναι πιο ρευστά, έστω και εάν γενικά αναγνωρίζεται το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες καθορίστηκαν και από ευρύτερους γεωπολιτικούς παράγοντες. Από την ειδική συσχέτιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έως το πρόβλημα που δημιουργούσε η ένταξη του Πατριαρχείου Μόσχας στο σοβιετικό πλαίσιο, τα παραδείγματα είναι πολλά. Η ιστορία των εθνικών κρατών είναι ιστορία ανακήρυξης αυτοκέφαλων κρατών.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις οι συγκρούσεις δεν περιορίζονταν μόνο στις χώρες αναφοράς, αλλά μετατρέπονταν και σε αντιπαραθέσεις εντός της διασποράς κάθε χώρας.
Ας μη ξεχνάμε ότι οι ορθόδοξες εκκλησίες, όπως και συνολικά οι οργανωμένες θρησκείες, δεν είναι απλώς «πνευματικά ιδρύματα». Εκπροσωπούν εθνικές ταυτότητες, έχουν οικονομική βάση και πολιτική επιρροή, παρεμβαίνουν εντός και εκτός των συνόρων του κάθε εθνικού κέντρου και αυτό τις κάνει, ούτως ή άλλως, σημαντικούς παράγοντες στην παγκόσμια σκακιέρα.
Το Πατριαρχείο Μόσχας, που εκπροσωπεί συγκριτικά μεγαλύτερο αριθμό πιστών, ολοένα και περισσότερο διεκδικούσε έναν αναβαθμισμένο ρόλο εντός της συνολικής ορθοδοξίας. Η διάθεση να αποτελέσει το σημείο αναφοράς ολόκληρης της Ορθοδοξίας αποτελεί μια πάγια θέση του εδώ και καιρό.
Αυτό διαμόρφωνε και μια συνθήκη ενός ιδιότυπου ανταγωνισμού με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως προς το πραγματικό πρωτείο εντός της Ορθοδοξίας, με το τελευταίο να διεκδικεί αναβαθμισμένο πνευματικό ρόλο αλλά και να προσπαθεί ταυτόχρονα να κατοχυρώσει το ρόλο του σε κρίσιμες περιοχές. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ουκρανίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακτά και τον καθοριστικό ρόλο σε μια κρίσιμη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Συνέπεια αυτής της αντιπαράθεσης και η απουσία του Πατριαρχείου Μόσχας, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, της Εκκλησίας της Βουλγαρίας και της Εκκλησίας της Γεωργίας από την Πανορθόδοξη Σύνοδο στο Κολυμβάρι των Χανίων τον Ιούνιο του 2016, που ήταν η μεγαλύτερη πρωτοβουλία που πήρε το Οικουμενικό Πατριαρχείο τις τελευταίες δεκαετίες. Βασική πλευρά της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Μόσχας και το ουκρανικό ζήτημα.
Παρότι οι αμιγώς θεολογικές συζητήσεις είναι αρκετά σύνθετες, χωρίς ταυτίζονται με τις άμεσες «πρακτικές» επιλογές, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ιδίως μετά την εκλογή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, έτεινε περισσότερο προς μια εκδοχή «οικουμενισμού», μια μεγαλύτερη έμφαση στο διάλογο με άλλα δόγματα, όπως και ένα άνοιγμα στα θέματα ευρύτερου προβληματισμού, σε αντιδιαστολή με το Πατριαρχείο Μόσχας που κυρίως διεκδίκησε την εκπροσώπηση μιας πιο συντηρητικής πνευματικότητας με όρους «καθαρότητας» δόγματος.
Ωστόσο, αυτές οι συγκρούσεις ανάμεσα σε πιο συντηρητικές και πιο εκσυγχρονιστικές απόψεις, ανάμεσα στην επιστροφή σε μια μεγαλύτερη δογματική σαφήνεια ή τη στροφή σε μεγαλύτερη ευελιξία, είναι αντιπαραθέσεις που αναπαράγονται και στο εσωτερικό των περισσότερων Ορθοδόξων Εκκλησιών και αυτό εξηγεί και τον τεθλασμένο χαρακτήρα με τον οποίο αντανακλάται η συνολική αντιπαράθεση.
Η εξέλιξη της σύγκρουσης
Από τη στιγμή που το Φανάρι επέλεξε να κάνει πράξη αυτό που διαφαινόταν από καιρό να είναι η επιλογή του, η αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας ήταν αναμενόμενη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και βέβαιο ότι θα έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Καταρχάς μια πρώτη δοκιμασία της επιλογής, θα είναι το τι θα γίνει στην ίδια την Ουκρανία και πώς θα κινηθούν οι ιεράρχες και κληρικοί που τυπικά αναφέρονται στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Ενδεικτική για παράδειγμα η δήλωση του Μητροπολίτη Αλεξάντρ Ντραμπίνκο, που ανακοίνωσε πως θεωρεί πλέον εαυτόν κληρικό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Είναι σαφές ότι κάποιες ορθόδοξες εκκλησίες, που ούτως ή άλλως είχαν συνταχθεί με τη Μόσχα θα πάρουν και αυτή τη φορά τη μεριά της. Όμως, τώρα το επίδικο δεν είναι εάν απλώς θα δείξουν μια συμπάθεια προς τις θέσεις της Μόσχας, αλλά εάν θα φτάσουν μέχρι του σημείου να την ακολουθήσουν στη διακοπή των σχέσεων με το Φανάρι. Κάποιες εκκλησίες θα συνταχθούν, όπως για παράδειγμα το Πατριαρχείο της Αντιόχειας, λόγω και των στενών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και τη Συριακή κυβέρνηση. Ο Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος θεώρησε καταστροφική την επιλογή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αντίστοιχες, εκκλήσεις για να διατηρηθεί η ενότητα η Ορθοδοξίας και να αναθεωρήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη θέση του, είχαν υπάρξει και από άλλους ορθόδοξους ιεράρχες. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι θα ακολουθήσουν πλήρως το δρόμο της Μόσχας.
Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος η ακοινωνησία αντί για μια κίνηση που θα απομόνωνε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και θα διαμόρφωνε ένα νέο ηγετικό ρόλο του Πατριαρχείου Μόσχας, να οδηγήσει τελικά σε μια απομόνωση της Μόσχας σε ένα στενό κύκλο παραδοσιακών συνεργασιών, την ώρα που το Φανάρι θα ανασυγκροτεί τη δική του εμβέλεια.
Αυτό εξηγεί και τις πληροφορίες για δυσαρέσκεια του Κρεμλίνου ως προς του χειρισμούς του Πατριαρχείου Μόσχας.
Ο αντίκτυπος στην Ελλάδα
Για την Ελλάδα ο αντίκτυπος της αντιπαράθεσης αυτής είναι σημαντικός. Ας μην ξεχνάμε ότι παρότι αισθανόμαστε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «δικό μας», εντούτοις η Εκκλησία της Ελλάδας πάντοτε υπερασπίστηκε τις ουσιώδεις πλευρές του αυτοκέφαλού της ως προς τα ζητήματα διοίκησης.
Την ίδια στιγμή, μια ματιά στη «δημόσια σφαίρα» της ελλαδικής Ορθοδοξίας θα διαπιστώσει αντιφατικές στάσεις.
Ένα μέρος όσων έβλεπαν πάντοτε καχύποπτα τον τρόπο που όριζε τον οικουμενισμό το Φανάρι, δείχνει πιο έτοιμο να στηρίξει τις θέσεις της Μόσχας, αποφεύγοντας όμως και την πλήρη ταύτιση.
Άλλοι, μπορεί να προβληματίζονται αλλά θεωρούν ότι δεν μπορεί να διαρραγεί ο δεσμός με το Φανάρι. Όλα αυτά διαπλέκονται και με συνολικότερα ερωτήματα για το ίδιο το μέλλον και τη φυσιογνωμία της Ορθοδοξίας.
Ωστόσο, σε ένα μέρος του ελλαδικού χώρου η ακοινωνησία ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Μόσχας θα έχει πιθανώς και ορισμένες πιο πρακτικές συνέπειες, ιδίως εάν η απόφαση της συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας ακολουθηθεί κατά γράμμα. Η Εκκλησία της Κρήτης και οι Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων όπως και η Πατριαρχική Εξαρχία της Πάτμου υπάγονται στο Πατριαρχείο. Πνευματικά (αλλά όχι διοικητικά) υπάγονται και οι μητροπόλεις των «Νέων Χωρών». Πνευματικά υπάγεται στο Φανάρι και το Άγιο Όρος.
Υπάρχει έτσι μια ανησυχία για τον θρησκευτικό τουρισμό στη χώρα μας, εάν σκεφτούμε τον αριθμό των Ρώσων πιστών που επισκέπτονται τη χώρα μας.
Η ανησυχία είναι μήπως το Πατριαρχείο Μόσχας «αποθαρρύνει» τους ρώσους πιστούς από εκδρομές θρησκευτικού και προσκυνηματικού χαρακτήρα (που καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο μερίδιο των ταξιδιών των Ρώσων στο εξωτερικό) σε περιοχές οι εκκλησίες των οποίων αναφέρονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.