Τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο θα μπορεί να δανείζει όχι μόνο χώρες σε σοβαρή κρίση και υπό τον όρο των αυστηρών μεταρρυθμίσεων, αλλά – υπό προϋποθέσεις – και χώρες με μόνο περιστασιακή αδυναμία χρηματοδότησης, θέτει στο επίκεντρό της η απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης στις προτάσεις του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν για την ενίσχυση της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο εργασίας του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών το οποίο επικαλείται η εφημερίδα Die Zeit, το μελλοντικό ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο θα μπορεί να δανείζει οικονομικά υγιείς χώρες, χωρίς την απαίτηση εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Το σκεπτικό, πίσω από αυτή την πρόβλεψη είναι ότι σε άλλες περιοχές του πλανήτη μια τέτοια χώρα θα στηριζόταν από την κεντρική της τράπεζα, δυνατότητα η οποία δεν υπάρχει στην Ευρωζώνη και θα την αναλάβει, σύμφωνα με το έγγραφο, το νέο ταμείο.
Αυτή η δυνατότητα, αναφέρει η εφημερίδα, έχει ήδη συζητηθεί στις Βρυξέλλες, ειδικά σε ό,τι αφορά την προστασία των άλλων χωρών σε περίπτωση που η διαμάχη με την Ιταλία κλιμακωθεί και προκαλέσει ταραχές στις αγορές. Οι προϋποθέσεις ωστόσο θα είναι σε κάθε περίπτωση αυστηρές: οι ενδιαφερόμενες χώρες θα πρέπει να βρίσκονται αντιμέτωπες με “ασύμμετρο οικονομικό σοκ πέρα από τον πολιτικό τους έλεγχο”, ενώ θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και να διατηρούν έλλειμμα μικρότερο από το 3% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60%. Σε περίπτωση υπέρβασης, η χώρα θα πρέπει να αποδείξει ότι το μείωσε τουλάχιστον κατά μισή μονάδα κάθε χρόνο τα τελευταία τρία χρόνια πριν από την αίτηση για δανεισμό. Υπό αυτούς τους όρους βεβαίως η Ιταλία δεν θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να δανειστεί από το εν λόγω ταμείο.
Για υπερχρεωμένα κράτη, προβλέπεται ένα είδος διαδικασίας εκκαθάρισης, αλλά δεν προβλέπεται αυτές οι χώρες να μπαίνουν “αυτόματα” σε εκκαθάριση όταν ζητούν δάνειο, διότι με αυτόν τον τρόπο θα επιδεινωνόταν η κρίση.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η εφημερίδα, η γερμανική πρόταση ακολουθεί το πνεύμα που διατρέχει όλα τα ανάλογα κείμενα: “εκεί όπου ο Μακρόν βασίζεται σε πολιτικά οράματα, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς βασίζεται σε τεχνικές λεπτομέρειες. Και εκεί όπου ο Μακρόν επιταχύνει, ο Σολτς πατάει το φρένο”. Το ίδιο είναι εμφανές και στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, για τον οποίο οι Γάλλοι ζητούσαν πολλές εκατοντάδες δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις και να στηριχθούν χώρες οι οποίες βρίσκονται σε οικονομική ανάγκη. Ο κ. Σολτς από την πλευρά του επιμένει ότι αυτός ο προϋπολογισμός πρέπει να αποτελεί μέρος του γενικού κοινοτικού προϋπολογισμού, από εισφορές των κρατών-μελών το ύψος των οποίων παραμένει αυτή τη στιγμή αδιευκρίνιστο, άρα είναι ασαφές εάν θα υπάρξει επιπλέον χρήμα για αυτόν.
Σε άλλα σημεία του κειμένου, το Βερολίνο δέχεται την επιβολή του ευρωπαϊκού ψηφιακού φόρου που έχει προτείνει το Παρίσι, αλλά μόνο εάν προηγουμένως δεν έχει εξευρεθεί άλλη λύση στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και άλλες τρίτες χώρες. Μέχρι τώρα οι εταιρίες φορολογούνται εκεί όπου διατηρούν εμπορική έδρα, ενώ, εφόσον εισαχθεί ο ψηφιακός φόρος, θα πρέπει να πληρώνουν φόρους και στις χώρες όπου διατίθενται τα προϊόντα τους, δηλαδή για παράδειγμα εκεί όπου χρησιμοποιείται μια μηχανή αναζήτησης όπως το Google. Ο κ. Σολτς φοβάται ότι οι εταιρίες με αυτό το καθεστώς θα φορολογούνται γενικά περισσότερο στις χώρες πωλήσεων των προϊόντων τους παρά στις χώρες παραγωγής τους, κάτι που θα έφερνε σημαντικό περιορισμό φορολογικών εσόδων για μια χώρα παραγωγής, όπως η Γερμανία. Για αυτό η πλευρά του Βερολίνου προτείνει έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ψηφιακές εταιρίες θα πληρώνουν έστω κάπου φόρους. Εδώ, επισημαίνει η Zeit, η Γερμανία έχει σύμμαχο τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εισήγαγε πρόσφατα κάτι παρόμοιο.
Σύμφωνα ακόμη με τις γερμανικές προτάσεις, ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο για την αγορά μετοχών και όχι σε κάθε χρηματιστηριακή συναλλαγή, όπως προέβλεπε η αρχική ιδέα. Αυτό σημαίνει λιγότερα φορολογικά έσοδα και, επιπλέον, τα κράτη-μέλη θα πρέπει μεν να μεταφέρουν μέρος των εσόδων τους στις Βρυξέλλες, μειώνοντας ωστόσο την συνεισφορά τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών εμφανίζεται μεταξύ άλλων διατεθειμένος να δεχτεί την δημιουργία ενός ταμείου για την χρηματοδότηση εκκαθάρισης τραπεζών υπό κατάρρευση.
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, η γερμανική απάντηση είναι τόσο συγκρατημένη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την οικονομική συνεισφορά, διότι και η πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι περίπλοκη. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) αναζητά πάντως μια δυνατότητα να εμφανιστεί ως έντονα φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Αυτό άλλωστε ήταν και το σκεπτικό πίσω από την τελική απόφασή του για συμμετοχή στον συνασπισμό με την Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και την απαίτηση ανάληψης του υπουργείου Οικονομικών. Από την άλλη πλευρά, στην Καγκελαρία υπάρχουν έντονες επιφυλάξεις για οποιαδήποτε πολιτική απαιτεί περισσότερο γερμανικό χρήμα. Επιπλέον, για μεταρρυθμίσεις οι οποίες προϋποθέτουν αλλαγές διεθνών συνθηκών, χρειάζεται και η σύμφωνη γνώμη της Bundestag, στοιχείο που καθιστά πιο περίπλοκη την όλη προσπάθεια. Την ίδια ώρα, διευκρινίζει η εφημερίδα, μπορεί να γίνει ό,τι συμβαίνει πάντα στην Ευρώπη, να δημιουργηθούν οι νέοι θεσμοί και να διευρυνθούν και ενισχυθούν σε βάθος χρόνου, καθώς οι πολιτικές συνθήκες σήμερα δεν επιτρέπουν κάτι περισσότερο.