Το κράτος μέλος εκδόσεως υποχρεούται να μεταχειρίζεται ισότιμα τους ημεδαπούς και τους αλλοδαπούς μονίμους κατοίκους του – πολίτες της Ένωσης
Με τη δημοσιευθείσα στις 13-11-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ, ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας απαγορεύεται η έκδοση μόνο των υπηκόων του εκτός της Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα εκτίσεως στο έδαφός του αυτής της καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή ποινής, χωρίς να προβλέπεται παρόμοια δυνατότητα για υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι διαμένουν μόνιμα στο εν λόγω κράτος μέλος, έχοντας ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι τέτοιο εθνικό μέτρο υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της αποτροπής του κινδύνου της ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα.
Ιστορικό της υπόθεσης
Την 1η Φεβρουαρίου 2011 ο D. Raugevicius, υπήκοος Λιθουανίας και Ρωσίας, κρίθηκε ένοχος, από ρωσικό δικαστήριο, για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών λόγω της κατοχής, χωρίς πρόθεση πωλήσεως, μείγματος που περιείχε 3,040 γραμμάρια ηρωίνης, για την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή.
Στις 16 Νοεμβρίου 2011 δικαστήριο της περιφέρειας του Λένινγκραντ (Ρωσία) ήρε την αναστολή λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεων επιτηρήσεως και καταδίκασε τον D. Raugevicius σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών.
Στις 12 Ιουλίου 2016 εκδόθηκε κατά του D. Raugevicius διεθνές ένταλμα συλλήψεως.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2016 επιβλήθηκε στον D. Raugevicius από πρωτοβάθμιο δικαστήριο στη Φινλανδία απαγόρευση εξόδου από αυτό το κράτος μέλος.
Στις 27 Δεκεμβρίου 2016 η Ρωσική Ομοσπονδία απηύθυνε προς τις αρχές της Φινλανδίας αίτηση με την οποία ζητούσε τη σύλληψη και την έκδοση στη Ρωσία του D. Raugevicius με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Ο D. Raugevicius αντιτάχθηκε στην έκδοσή του επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ζούσε στη Φινλανδία ήδη από μακρού χρόνου και ότι ήταν πατέρας δύο τέκνων τα οποία κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος και είναι Φινλανδοί υπήκοοι.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2017 το Υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε από το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) γνωμοδότηση σχετικά με το αν υφίσταται νομικό κώλυμα για την έκδοση του D. Raugevicius στη Ρωσία.
Το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) εκτιμά ότι αποτελεί «δικαστήριο», κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ακόμη και όταν γνωμοδοτεί στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως. Εκθέτει ότι πληροί τα κριτήρια της εν λόγω εννοίας, τα οποία υπομνήσθηκαν από το Δικαστήριο, ιδίως στην απόφασή του Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (C-363/11, σκέψη 18), λαμβανομένων υπόψη της ιδρύσεώς του με νόμο, της μονιμότητάς του, του δεσμευτικού χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του, του κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της ενώπιόν του διαδικασίας, της εκ μέρους του εφαρμογής κανόνων δικαίου, καθώς και της ανεξαρτησίας του. Εξάλλου, έχει πράγματι επιληφθεί ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι ο D. Raugevicius αντιτάχθηκε στην έκδοσή του και δεδομένου ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έκρινε ότι έπρεπε να απορρίψει αμέσως την αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τέλος, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) προσθέτει ότι η γνωμοδότηση που υποχρεούται να εκδώσει είναι δεσμευτική, υπό την έννοια ότι η αίτηση εκδόσεως δεν δύναται να γίνει δεκτή αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει κώλυμα για την ζητούμενη έκδοση.
Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στην απόφαση Petruhhin (C-182/15), το Δικαστήριο έκρινε, στηριζόμενο στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ, ότι οι διατάξεις περί εκδόσεως είναι δυνατόν να περιορίζουν το δικαίωμα των υπηκόων άλλων κρατών μελών να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. Συνεπώς, φρονεί ότι πρέπει να τις εξετάσει και υπό το πρίσμα της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
Το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αναφέρει, εντούτοις, ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ της παρούσας υποθέσεως, η οποία αφορά αίτηση εκδόσεως με σκοπό την έκτιση ποινής, και της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση εκείνη, η οποία αφορούσε αίτηση εκδόσεως με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως.
Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ιδίως ότι, μολονότι υφίσταται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των υπηκόων του στην περίπτωση που δεν τους εκδώσει, εντούτοις δεν υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωσή του να τους αναγκάσει να εκτίσουν, στο έδαφός του, την ποινή στην οποία έχουν καταδικασθεί από τρίτη χώρα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ρωτήσει το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση υποβολής από τρίτη χώρα αιτήσεως εκδόσεως πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, με σκοπό όχι την άσκηση ποινικής διώξεως, αλλά την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, του οποίου η εθνική νομοθεσία απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του εκτός της Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα εκτίσεως στο έδαφός του αυτής της καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή ποινής, υποχρεούται να εξετάσει αν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο σε σχέση με την έκδοση το οποίο να θίγει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος αυτού της ελεύθερης κυκλοφορίας.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι πολίτης της Ένωσης, όπως ο D. Raugevicius, υπήκοος κράτους μέλους, εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, ο οποίος μετέβη σε άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, οπότε η κατάστασή του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι, εθνικός κανόνας ο οποίος απαγορεύει την έκδοση μόνον των Φινλανδών υπηκόων εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ αυτών και των υπηκόων των άλλων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, ο κανόνας αυτός δημιουργεί άνιση μεταχείριση η οποία ενδέχεται να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των τελευταίων αυτών προσώπων εντός της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, το γεγονός ότι υπήκοος άλλου κράτους μέλους πλην εκείνου προς το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση εκδόσεως, όπως ο D. Raugevicius, έχει επίσης την ιθαγένεια της τρίτης χώρας που υπέβαλε την αίτηση αυτή δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή και έτσι δεν δύναται να στερήσει από τον ενδιαφερόμενο τις ελευθερίες που αυτός αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης ως υπήκοος κράτους μέλους.
Εντούτοις, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τον θεμιτώς επιδιωκόμενο από το εθνικό δίκαιο σκοπό. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου της ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται θεμιτός και μπορεί να δικαιολογήσει ένα περιοριστικό μέτρο, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων τα οποία σκοπεί να διασφαλίσει και στον βαθμό που οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα.
Στο σημείο αυτό, ως προς την αίτηση εκδόσεως με σκοπό την εκτέλεση ποινής, το Δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι, μολονότι ενδέχεται να μην είναι δυνατή η άσκηση, από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, ποινικής διώξεως κατά των υπηκόων του, εντούτοις υπάρχουν μηχανισμοί μέσω των οποίων τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εκτίσουν τις ποινές τους στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους. Αφετέρου και αντιθέτως, η έκδοση καθιστά δυνατό να αποτραπεί η αποφυγή εκτίσεως ποινής εκ μέρους των πολιτών της Ένωσης οι οποίοι δεν έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους.
Όσον αφορά, λοιπόν, τον αναλογικό χαρακτήρα της επίμαχης εθνικής ρύθμισης η οποία επιτρέπει την έκδοση υπηκόων άλλων κρατών μελών πλην της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, και το κατά πόσον υπάρχουν εξίσου αποτελεσματικά μέτρα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αλλά λιγότερο περιοριστικά του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω υπηκόων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κατά πάγια νομολογία, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών και ότι, συνεπεία τούτου, κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να επικαλεσθεί την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας την οποία προβλέπει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνονται, η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, μολονότι, ελλείψει κανόνων του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι να διέπουν την έκδοση υπηκόων των κρατών μελών στη Ρωσία, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να θεσπίζουν τέτοιους κανόνες, εντούτοις τα κράτη μέλη αυτά οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως, την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ καθώς και την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι, τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας και για τους οποίους έχει υποβληθεί αίτηση εκδόσεως εκ μέρους τρίτης χώρας, με σκοπό την έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής, να καλύπτονται από τον κανόνα που απαγορεύει την έκδοση ο οποίος ισχύει για τους Φινλανδούς υπηκόους και να μπορούν, υπό τις ίδιες με αυτούς τους τελευταίους προϋποθέσεις, να εκτίουν την ποινή τους στη φινλανδική επικράτεια. Εναπόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν ο D. Raugevicius εμπίπτει στην κατηγορία αυτή των υπηκόων άλλων κρατών μελών.
Αντίθετα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αν ένας πολίτης όπως ο D. Raugevicius δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμος κάτοικος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, το ζήτημα της εκδόσεως ρυθμίζεται βάσει του εθνικού δικαίου ή του διεθνούς δικαίου που τυγχάνει εφαρμογής.
Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως προτίθεται να εκδώσει υπήκοο άλλου κράτους μέλους όπως ζητεί μια τρίτη χώρα, αυτό το πρώτο κράτος μέλος οφείλει να διακριβώσει ότι η έκδοση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο του 19.
Από τα ανωτέρω το Δικαστήριο συνάγει το συμπέρασμα ότι στην περίπτωση υποβολής από τρίτη χώρα αιτήσεως εκδόσεως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, με σκοπό όχι την άσκηση ποινικής διώξεως, αλλά την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, του οποίου η εθνική νομοθεσία απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του εκτός της Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα εκτίσεως στο έδαφός του αυτής της καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή ποινής, υποχρεούται να εξασφαλίζει στον εν λόγω πολίτη της Ένωσης, εφόσον είναι μόνιμος κάτοικός του, την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την έκδοση.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA