Το Ποινικό Τμήμα του ΑΠ έκρινε πως για λόγους δημοσίου συμφέροντος κάμπτεται το απόρρητο του δικηγόρου – εντολέα
Σε μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση προχώρησε το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου , κρίνοντας πως είναι νόμιμη η μετατροπή του συνηγόρου υπεράσπισης κατηγορουμένου σε μάρτυρα κατηγορίας εναντίον του, σε περίπτωση που υπάρχει δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον, το οποίο κάμπτει το παράνομο της χρήσης του εν λόγω απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου.
Ουσιαστικά δηλαδή ο Άρειος Πάγος επιτρέπει σε εξαιρετικές περιπτώσεις τη μετατροπή του συνηγόρου υπεράσπισης σε μάρτυρα κατηγορίας.
Συγκεκριμένα με την υπ’ αρ. 991/2018 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ε Ποινικό) έκρινε ότι είναι νόμιμη η εξέταση πρώην συνηγόρου ως μάρτυρα κατηγορίας εναντίον πρώην εντολέα του. Συγκεκριμένα, στην υπό εξέταση υπόθεση, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους ως κατηγορουμένων, η οποία προκλήθηκε από την εξέταση στο ακροατήριο ως μαρτύρων κατηγορίας των δικηγόρων υπεράσπισης ενός εξ αυτών στην υπόθεση που ήταν κατηγορούμενος για κακουργηματική έκρηξη κατά συρροή, συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για το βασικό έγκλημα της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε (παθητική δωροδοκία δικαστού, ανακριτή). Στο πλαίσιο αυτό οι δικηγόροι θα κατέθεταν όσα ο εντολέας τους του είχε εμπιστευθεί, κατά την εκτέλεση της εντολής για την υπεράσπισή του, κάτι το οποίο, όπως ισχυρίστηκαν, απαγορευόταν και προσέκρουε στα υπερασπιστικά τους δικαιώματα για δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η απόφαση
Η απόφαση (αποσπάσματα της οποίας παρουσιάζει το Lawspot κάνει εκτενή αναφορά στις διατάξεις περί απορρήτου και υπογραμμίζει πως από τις διατάξεις αυτές που τέθηκαν προς προστασία των διαδίκων και ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει, μεταξύ αυτών και των δικηγόρων, προκύπτει ότι ακυρότητα δημιουργεί η κατάθεση από δικηγόρο γεγονότων που εμπιστεύθηκε σε αυτόν ο πελάτης του, αφήνεται δε στο δικηγόρο να κρίνει, κατά συνείδηση, αν πρέπει να καταθέσει για γεγονότα που έμαθε με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματος του. Περαιτέρω, η έλλειψη αδείας του δικηγορικού συλλόγου ή του προέδρου του, δεν δημιουργεί ακυρότητα της καταθέσεώς του, αλλά συνεπάγεται μόνο πειθαρχικές κυρώσεις, κατά του παραβάτη δικηγόρου.
Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η κάμψη του κανόνα της μη χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., εφόσον η μη χρήση αυτών αποκλείει την απόδειξη γεγονότων και οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων».
Το Εφετείο
Ο Άρειος Πάγος επικαλείται την δευτεροβάθμια απόφαση και αναφέρει:
«Το τελευταίο κατά πλειοψηφία (4-1) , απέρριψε αυτήν με την αιτιολογία,- κατά τα ενδιαφέροντα σημεία της,- ότι: «κατ’ ακολουθία και όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη , εφ’ όσον το παράνομο της χρήσης του εν λόγω απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, κάμπτεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι πρόκειται για δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον , το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Καθορίζεται δε τούτο προς διακρίβωση των σοβαρών εγκλημάτων της κατάχρησης εξουσίας από δικαστικό λειτουργό (ανακριτή) και στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή στην περίπτωση, η οποία σταθμιζόμενη από το δικαστήριο , υπάγεται σαφώς στη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. β’ του Συντάγματος, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα άλλο εξ ίσου ισοδύναμο κανόνα συνταγματικά αναγνωρισμένο , που δικαιολογεί την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 371 παρ.4 ΠΚ.
Περαιτέρω , τα κατατιθέμενα από τον εν λόγω μάρτυρα, είναι σαφές ότι θα συνεκτιμηθούν και από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία , κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης , χωρίς να προκύπτει ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ, αλλά ούτε και παράβαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν καταλύεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην αυτοπροστασία του κατηγορουμένου , κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, ούτε τίθεται ζήτημα απαγορευμένης αυτοενοχοποίησής του, αφού προέχει το δημόσιο συμφέρον…
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη, ορθά και αιτιολογημένα το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την προβληθείσα ενώπιον του ένσταση του κατηγορουμένου, και εξέτασε νομίμως τους δικηγόρους , ως μάρτυρες κατηγορίας στην συγκεκριμένη δίκη και ουδεμία ακυρότητα εντεύθεν επήλθε, ούτε συνέτρεξε περίπτωση παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ως εκ τούτου, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , και Δ’ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 περ. δ’ ιδίου κώδικα και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος , με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και αναιτιολόγητη απόρριψη της από το άρθρο 212εδ.β’ ΚΠΔ ενστάσεώς του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι».