Οι ιταλικές τράπεζες και η Deutsche Bank αναμένεται να βρεθούν, το απόγευμα της Παρασκευής, στο επίκεντρο της προσοχής επενδυτών και αναλυτών όταν θα δημοσιευθούν τα αποτελέσματα των νέων stress tests από την ευρωπαϊκή τραπεζική αρχή (ΕΒΑ).
Στόχος της άσκησης που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια είναι να διαπιστωθεί κατά πόσον έχουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες τα κεφάλαια που απαιτούνται ώστε να αντεπεξέλθουν σε θεωρητικά οικονομικά σοκ χωρίς να απαιτηθεί εκ νέου διάσωσή τους με χρήματα των φορολογουμένων.
Οι νέες τραπεζικές δοκιμασίες αντοχής αναμένεται πως θα είναι οι σκληρότερες από το 2009 οπότε είχε ξεκινήσει η διαδικασία και θα περιλαμβάνουν 48 μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι ελληνικές και πορτογαλικές τράπεζες που είχαν συμμετάσχει στις δοκιμασίες αντοχής του 2016 δεν περιλαμβάνονται αυτή τη φορά (οι ελληνικές τράπεζες είχαν ελεγχθεί ειδικά από την ΕΚΤ στην αρχή του έτους και είχαν περάσει όλες τις δοκιμασίες). Οι νέες δοκιμασίες περιλαμβάνουν δύο υποθετικά σενάρια με δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις. Εφέτος, η ΕΒΑ θα προσομοιώσει πώς θα ανταποκριθούν οι 48 τράπεζες στην περίπτωση που βρεθούν αντιμέτωπες με πολλαπλά οικονομικά σοκ, ταυτόχρονα.
Τα σενάρια
Τα υποθετικά σενάρια περιλαμβάνουν: έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς την υπογραφή συμφωνίας για τη μελλοντική εταιρική σχέση των δύο πλευρών. Συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας κατά περισσότερο από 8% αθροιστικά μέχρι το 2020. Απότομη αλλαγή διάθεσης για ανάληψη επενδυτικού ρίσκου και παράλληλο μαζικό ξεπούλημα περιουσιακών στοιχείων όπως κρατικά ομόλογα, με ανάλογη πτώση της τιμής και άνοδο της απόδοσής τους και ακίνητα.
Ταυτόχρονη υποχώρηση της οικονομικής ανάπτυξης και της τραπεζικής κερδοφορίας. Ανησυχία για τη βιωσιμότητα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους σε συνδυασμό με κλιμάκωση της πολιτικής αβεβαιότητας. Ενα νέο στοιχείο στις φετινές τραπεζικές δοκιμασίες αντοχής είναι η περίληψη του νέου λογιστικού προτύπου γνωστού ως IFRS 9, σύμφωνα με το οποίο οι τράπεζες είναι αναγκασμένες να λάβουν πολύ νωρίτερα προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια απ’ ό,τι στο παρελθόν. Από τις 48 ευρωπαϊκές τράπεζες που θα ελεγχθούν, οι 33 βρίσκονται στην Ευρωζώνη και εποπτεύονται απευθείας από την ΕΚΤ.
Τα κεφάλαια
Οι εποπτικές αρχές θα χρησιμοποιήσουν τα αποτελέσματα ώστε να καθορίσουν πόσα κεφάλαια θα πρέπει να διαθέτουν οι τράπεζες ή ποια περιουσιακά τους στοιχεία που ενέχουν σοβαρό ρίσκο θα αναγκαστούν να πουλήσουν ώστε να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Αν και δεν θα υπάρξει επίσημο κριτήριο με βάση το οποίο θα μπορούσε να αποτύχουν ορισμένες τράπεζες, οι επενδυτές θα εξετάσουν προσεκτικά το ύψος των βασικών ιδίων κεφαλαίων που θα καταφέρουν να διατηρήσουν οι τράπεζες υπό το θεωρητικό δυσμενές σενάριο. Καμία τράπεζα δεν προβλέπεται να πέσει κάτω από το όριο του 5,5% των σταθμισμένων έναντι κινδύνου βασικών ιδίων κεφαλαίων. Ωστόσο, όσες το πλησιάσουν αρκετά αναμένεται να δεχθούν πίεση από τις αγορές. «Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών αντοχής ενδέχεται να οδηγήσουν τράπεζες να εκδώσουν περισσότερες μετοχές», ανέφερε την Τετάρτη ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS.
Η Ιταλία
Οι ιταλικές τράπεζες και η Deutsche Bank ενδέχεται να βρεθούν στο στόχαστρο των επενδυτών τις επόμενες ημέρες. Η άνοδος της απόδοσης των ιταλικών κρατικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες (και η συνακόλουθη υποχώρηση της τιμής τους) εξαιτίας της αντιπαράθεσης Ρώμης και Βρυξελλών για την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που θέλει να ακολουθήσει η Ιταλία έχει πλήξει τις ιταλικές τράπεζες, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησής τους και περιορίζοντας την αξία των κρατικών ομολόγων που διακρατούν.
Παράλληλα, αναλυτές αναφέρουν πως η άνοδος της απόδοσης των κρατικών ομολόγων στο δυσμενές σενάριο είναι σχετικά περιορισμένη σε σύγκριση με την άνοδο της απόδοσης των ιταλικών κρατικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες. Η απόδοση της Deutsche Bank θα ελεγχθεί επίσης εξονυχιστικά μετά τρία χρόνια ζημιών για τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας. Ατυχώς, το πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν είναι τόσο η κεφαλαιακή τους επάρκεια όσο οι χειρότερες επιδόσεις που έχουν σε σύγκριση με τις αμερικανικές όσον αφορά την κερδοφορία, την ποιότητα των δανείων που έχουν χορηγήσει και την αδυναμία τους να μειώσουν τις δαπάνες τους.