ΣτΕ Β΄ Τμ. 2220/2018 επταμ.
Δικαίωμα περιουσίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) – Αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης – Φορολογία – Ασύμβατη προς το ενωσιακό δίκαιο κρατική ενίσχυση, χορηγηθείσα υπό τη μορφή απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος – Υποχρέωση ανάκτησης της παράνομης ενίσχυσης – Τοκοφορία
(1) Κατά το ενωσιακό δίκαιο (άρ. 87 και 88 ΣυνθΕΚ, ήδη άρ. 107 και 108 ΣΛΕΕ, και Κανονισμός 659/1999), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι ορισμένες χορηγηθείσες κρατικές ενισχύσεις είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, έχει εξουσία να υποχρεώσει το κράτος μέλος να αναζητήσει τις ενισχύσεις αυτές από τους εξ αυτών ωφεληθέντες, ώστε να επαναφερθούν τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση, σκοπός που επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις (αυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας) επιστραφούν από τις επιχειρήσεις που τις έλαβαν (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 29.4.2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 73-75). Η αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν η επιστροφή της ενίσχυσης συνδυάζεται με την καταβολή τόκων από την ημέρα καταβολής της ενίσχυσης και αν τα εφαρμοστέα επιτόκια είναι αντιπροσωπευτικά των ισχυόντων στην αγορά επιτοκίων, άλλως ο λαβών την ενίσχυση θα διατηρούσε τουλάχιστον πλεονέκτημα αντιστοιχούν σε άνευ ανταλλάγματος προκαταβολή ή σε επιδοτούμενο δάνειο (βλ. ΔΕΚ 24.9.2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 159). Ειδικότερα, όσον αφορά παράνομη ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής εισοδημάτων, η ανάκτηση της ενίσχυσης συνεπάγεται την υπαγωγή (εντόκως) της οικείων εισοδημάτων στη φορολογική μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν ελλείψει της παράνομης ενίσχυσης.
Η ανάκτηση ποσού ίσου προς τη διαφορά μεταξύ του φόρου που οφειλόταν ελλείψει της κρατικής ενίσχυσης και του μικρότερου ποσού που καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογή αυτού του μέτρου δεν συνιστά νέο, αναδρομικώς επιβαλλόμενο φόρο (βλ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 114 και ΔΕΚ 10.6.1993, C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 17), αλλά πρόκειται για καταλογισμό του τμήματος του αρχικού (οφειλόμενου, εάν δεν είχε θεσπιστεί το μέτρο ενίσχυσης) φόρου το οποίο δεν καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της παράνομης απαλλαγής (βλ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 114). Γι’ αυτό και δεν ανακύπτει ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος (που συνιστά έκφραση της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας δικαίου) διατάξεων νόμου με τις οποίες προβλέπεται η αναζήτηση του ποσού της ενίσχυσης, μέσω της επιβολής στις ωφεληθείσες επιχειρήσεις του φόρου (προσαυξημένου με τους σχετικούς τόκους υπερημερίας) από τον οποίο αυτές απαλλάχθηκαν, δυνάμει του παράνομου μέτρου ενίσχυσης (βλ. ΣτΕ 3157/2007, 1861/2004, 1333-1335/2002 επταμ.).
Δεδομένου ότι η κατάργηση τέτοιων ενισχύσεων, μέσω της ανάκτησής τους, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της, το παραπάνω μέτρο δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της ΣυνθΕΚ ή της ΣΛΕΕ που διέπουν τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 116, ΔΕΚ 21.3.1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 66). Τούτο ισχύει και όσον αφορά την επιβολή υποχρέωσης πληρωμής τόκων για το διάστημα από την ημερομηνία καταβολής των παράνομων ενισχύσεων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής τους (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 14.1.1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 47).
Η τοιαύτη υποχρέωση δεν αντιβαίνει επίσης στις θεμελιώδεις αρχές (του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου) περί ασφάλειας δικαίου και προστατευόμενης εμπιστοσύνης (πρβλ. a fortiori ΔΕΕ 3.9.2015, C-89/14, A2A SpA, σκέψεις 42-43, σχετικά με ανατοκισμό).
Συναφώς, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να γίνει από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας κρατικής ενίσχυσης, παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή τους χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας του άρθρου 88 ΣυνθΕΚ και ήδη του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 13.6.2013, 630/11 Ρ έως 633/11 Ρ, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 134). Δεδομένου ότι οι επιμελείς επιχειρηματίες είναι κανονικά σε θέση να βεβαιωθούν ότι τηρήθηκε η εν λόγω διαδικασία (βλ. ΔΕΚ 20.9.1990, C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 14 και 17), εφόσον η Επιτροπή δεν έχει λάβει εγκριτική απόφαση και, περαιτέρω, εφόσον η προθεσμία προσφυγής κατά της απόφασης αυτής δεν έχει εκπνεύσει, αυτοί δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ως προς τη νομιμότητα της (σχεδιαζομένης) ενίσχυσης, μοναδικό γεγονός που μπορεί να τους δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. ΔΕΚ 29.4.2004, C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 66). Πράγματι, ελλείψει κοινοποίησης της ενίσχυσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και απόφασης της τελευταίας επί της συμβατότητας του μέτρου προς το ενωσιακό δίκαιο, το γεγονός και μόνον ότι οι εθνικές αρχές εξέδωσαν νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπιση ενός καθεστώτος ενισχύσεων δεν είναι ικανό να δημιουργήσει στους δυνητικώς υπαγόμενους στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι μπορούν να λάβουν νομίμως τις ενισχύσεις που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις (βλ. Γενικό Δικαστήριο ΕΕ 20.9.2011, T-394/08, T-408/08, T-453/08 και T-454/08, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 232).
Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες δεν μπορούν να στηριχθούν λυσιτελώς στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ή της χρηστής διοίκησης) σε περίπτωση, όπως η παρούσα, που το μέτρο ενίσχυσης δεν κοινοποιήθηκε από το κράτος μέλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 88 ΣυνθΕΚ (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 14.1.1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 51-52). Πέραν τούτου, εφόσον η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης, έχει ρητώς απορρίψει αμυντικό ισχυρισμό περί (ανάγκης προστασίας της) δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ωφεληθέντων από το μέτρο επιχειρηματιών και η απόφαση αυτή δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή ακύρωσης (ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ήδη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με συνέπεια να οριστικοποιηθεί, όπως στην παρούσα υπόθεση, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες δεν μπορούν παραδεκτώς να προβάλουν λόγο περί παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους, στο πλαίσιο της ένδικης προσβολής, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, των σε βάρος τους εθνικών μέτρων ανάκτησης της ενίσχυσης που έλαβαν παρανόμως. Εξάλλου, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης απόφασης της Επιτροπής η οποία (έχει καταστεί απρόσβλητη και) το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεις οφείλει, κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 249 ΣυνθΕΚ), να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψη 23 και ΔΕΚ 12.12.2002, C-209/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 31).
Ο υποχρεωτικός αυτός χαρακτήρας ισχύει έναντι όλων των οργάνων του κράτους αποδέκτη, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών οργάνων του, τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψεις 23 και 29). Ελλείψει σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτές δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την αναζήτηση που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης και δεν προσβάλλουν την αρχή της ισοδυναμίας σε σχέση με τις διαδικασίες που σκοπούν στην επίλυση αμιγώς εσωτερικών διαφορών του ίδιου είδους (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 13.6.2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 90). Οι ένδικες διαφορές που αφορούν την ανάκτηση αυτή εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψη 34). Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν προσδιόρισε, με την απόφασή της, τους κατ’ ιδίαν λήπτες της επίμαχης ενίσχυσης ούτε το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, αν επιληφθεί της υπόθεσης, να αποφανθεί επί των σχετικών ζητημάτων, έχοντας, πάντως, τη δυνατότητα, σε περίπτωση δυσχερειών, να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου αυτή να του παράσχει τη συνδρομή της (με διατύπωση γνωμοδότησης), σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ και την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ C 85/9.4.2009, σελ. 1, σημεία 89-96) (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψεις 30 και 35).
(Β) Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου και αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρεία εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους είσπραξής τους, κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να συνιστά έκφραση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Πάντως, η επιβολή φόρων συνιστά, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένη επέμβαση επί της περιουσίας των προσώπων, σύμφωνα με τη σχετική ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1222/2017 και ΕΔΔΑ 15.1.2015, Arnaud and others v. France, 36918/11 κ.λπ., σκέψη 23). Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η επιβολή φόρου στο πλαίσιο κατάργησης και ανάκτησης ασύμβατης προς το ενωσιακό δίκαιο κρατικής ενίσχυσης, η οποία χορηγήθηκε μέσω φοροαπαλλαγής χωρίς να έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 88 ΣυνθΕΚ (και ήδη άρθρου 108 ΣΛΕΕ), δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη προς τους σκοπούς των άρθρων 87 και 88 ΣυνθΕΚ (και, ήδη, των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ) και δεν παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των λαβόντων την ενίσχυση, τέτοια επέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας των βαρυνόμενων επιχειρήσεων, που υποχρεώνονται σε (έντοκη) επιστροφή της παρανόμως ληφθείσας κρατικής ενίσχυσης, συνάδει προς το άρθρο 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.