Δικαστήριο ΕΕ: Η δραστηριότητά τους δεν ρυθμίζεται από την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των εργαζομένων
Με τη δημοσιευθείσα στις 20-11-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι δεν προστατεύεται με βάση το δίκαιο της ΕΕ για την προστασία των εργαζομένων και ειδικότερα την οδηγία 2003/88/ΕΚ (σχετικά µε ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας), η δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα η οποία συνίσταται, στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας με δημόσια αρχή, στην υποδοχή και ένταξη ανηλίκου στην οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα και στην αδιάλειπτη φροντίδα για την αρμονική ανάπτυξη και ανατροφή του ανηλίκου αυτού.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι οι εγγενείς ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει μία τέτοια δραστηριότητα, και ιδίως η διαφύλαξη της προστασίας του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού κατά το άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την καθιστούν ως εξαίρεση στην έννοια του εργαζομένου του δημοσίου τομέα στα πλαίσια της ως άνω οδηγίας, σε συνδυασμό με την οδηγία 89/391/ΕΟΚ (σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία).
Σημειωτέον ότι το ΔΕΕ, συντάσσεται σε γενικές γραμμές με τις από 28-06-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις του γεν. εισαγγελέα Nils Wah, ο οποίος είχε επίσης προτείνει ότι δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως εργαζόμενοι κατά την έννοια της οδηγίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας οι εν λόγω επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να θεωρούνται ως εργαζόμενοι στα πλαίσια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, όταν δηλαδή ασκούν την ελευθερία μετακίνησής τους στην ΕΕ.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από το Sindicatul Familia Constanţa (συνδικάτο «Οικογένεια» Κωνστάντζας), απασχολούνται από την Direcţia Generală de Asistenţă Socială şi Protecţia Copilului Constanţa (γενική διεύθυνση κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της παιδικής ηλικίας της Κωστάντζας, Ρουμανία) ως ανάδοχοι γονείς. Παρέχουν φροντίδα σε ανηλίκους που βρίσκονται σε καθεστώς αναδοχής στις οικίες τους επί εικοσιτετραώρου βάσεως, χωρίς να αναγνωρίζονται σε αυτούς ειδικές περίοδοι εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή διακοπών.
Οι ανάδοχοι γονείς οφείλουν να επιτηρούν και να φροντίζουν συνεχώς τους ανηλίκους η ευθύνη για τους οποίους τους έχει ανατεθεί, με εξαίρεση τις ώρες που οι ανήλικοι βρίσκονται στο σχολείο. Συγκεκριμένα, οι ανάδοχοι γονείς οφείλουν να εξασφαλίζουν τη συνεχή φροντίδα των ανηλίκων, ακόμη και κατά τη νόμιμη ετήσια άδειά τους, εκτός αν ο αποχωρισμός από τον ανήλικο κατά την εν λόγω περίοδο έχει επιτραπεί από την αρμόδια αρχή.
Οι ανάδοχοι γονείς ζητούν, αφενός, να τους καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή που αντιστοιχεί σε κατά 100 % αύξηση του βασικού μισθού, λόγω της εργασίας που παρείχαν σε ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, επισήμων αργιών και άλλες ημέρες που δεν θεωρούνται εργάσιμες βάσει της οικείας εθνικής νομοθεσίας. Αφετέρου, ζητούν χρηματική αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας. Κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας των ανάδοχων γονέων, οι ανήλικοι παρέμεναν επίσης υπό τη φροντίδα τους, επειδή ο χωρισμός από τους ανηλίκους είναι δυνατός, όπως αναφέρουν, μόνο κατόπιν σχετικής άδειας της αρμόδιας αρχής.
Στον πρώτο βαθμό, το Tribunalul Constanţa (πρωτοδικείο Κωστάντζας, Ρουμανία) απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη.
Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με έφεση ενώπιον του Curtea de Apel Constanţa (εφετείο Κωστάντζας, Ρουμανία). Το εν λόγω δικαστήριο, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να ρωτήσει, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο εάν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88/ΕΚ η εν λόγω δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της παραπέμποντας ρητώς στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ και ότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις της δεύτερης οδηγίας, αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αποκλείουν κατ’ ανάγκην οι εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, παραδείγματος χάριν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας, διευκρινίζοντας εντούτοις ότι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να διαφυλάσσεται, όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας. Πρόσθετα, η ως άνω εξαίρεση θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να την περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστά δυνατή για τα κράτη μέλη.
Το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η οδηγία 89/391/ΕΟΚ δεν περιλαμβάνει κανέναν ορισμό της έννοιας του «δημόσιου τομέα» ούτε παραπέμπει στα εθνικά δίκαια για την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στον όρο αυτό, με βάση τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, συνάγει ότι πρέπει αυτή να ερμηνευθεί αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως.
Το Δικαστήριο αναφέρει ότι το κριτήριο που χρησιμοποιείται στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ για τον αποκλεισμό ορισμένων δραστηριοτήτων από το πεδίο εφαρμογής της και, εμμέσως, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2033/88/ΕΚ δεν βασίζεται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε έναν από τους κλάδους του δημόσιου τομέα τους οποίους αφορά η διάταξη αυτή, θεωρουμένους γενικώς, αλλά αποκλειστικώς στην ιδιαίτερη φύση ορισμένων συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκούν οι εργαζόμενοι εντός των κλάδων που αφορά η διάταξη αυτή, η οποία φύση δικαιολογεί εξαίρεση από τους κανόνες σχετικά με την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, λόγω της αδήριτης ανάγκης να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του κοινωνικού συνόλου.
Επομένως, από τη λειτουργική φύση του ως άνω κριτηρίου προκύπτει ότι ο όρος «δημόσιος τομέας» κατά την έννοια της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ αφορά όχι μόνο τους κλάδους στο πλαίσιο των οποίων οι εργαζόμενοι υπάγονται οργανικά στο κράτος ή σε άλλη δημόσια αρχή, αλλά επίσης τους κλάδους στο πλαίσιο των οποίων οι εργαζόμενοι ασκούν τη δραστηριότητά τους για λογαριασμό ιδιώτη, ο οποίος αναλαμβάνει, υπό τον έλεγχο των δημοσίων αρχών, αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η λειτουργική αυτή ερμηνεία της έννοιας του «δημόσιου τομέα» δικαιολογείται από την αναγκαιότητα να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ στα εν λόγω κράτη μέλη.
Συνεπώς, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εξαίρεση που προβλέπεται στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ έχει εφαρμογή κατά τον ίδιο τρόπο στους εργαζομένους που ασκούν πανομοιότυπες συγκεκριμένες δραστηριότητες προς εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου είτε ο εργοδότης τους είναι δημόσια αρχή είτε είναι ιδιώτης στον οποίο έχει ανατεθεί αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες τους κράτους.
Επιπλέον, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ενώπιόν του δικογραφία, συνάγει ότι, η δραστηριότητά των επαγγελματιών αναδόχων στη Ρουμανία συμβάλλει στην προστασία της παιδικής ηλικίας η οποία αποτελεί αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες τους κράτους.
Το Δικαστήριο τονίζει ότι η ιδιαιτερότητα της δραστηριότητας αυτής σε σχέση με άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με την προστασία της παιδικής ηλικίας προκύπτει από το γεγονός ότι σκοπός της είναι η διαρκής και μακροπρόθεσμη ένταξη του ανηλίκου του οποίου η φροντίδα ανατίθεται στον επαγγελματία ανάδοχο γονέα στην εστία και στην οικογένεια του αναδόχου αυτού.
Έτσι, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η δραστηριότητα των επαγγελματιών αναδόχων στη Ρουμανία εμπίπτει στις συγκεκριμένες δραστηριότητες τις οποίες αφορά η προαναφερθείσα εξαίρεση της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του κατά την οποία μεταξύ των εγγενών ιδιαιτεροτήτων αυτών των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που δικαιολογούν εξαίρεση από τους κανόνες σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων περιλαμβάνεται το γεγονός ότι οι εν λόγω δραστηριότητες δεν προσφέρονται, ως εκ της φύσεώς τους, για προγραμματισμό του χρόνου εργασίας, προκειμένου έτσι να διαφυλάσσεται η αποτελεσματικότητα ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα των οποίων η αδιάλειπτη άσκηση είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική εκπλήρωση των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους. Η δε απαίτηση αυτή αδιάλειπτης ασκήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης φύσεως της εξεταζόμενης δραστηριότητας.
Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένες ιδιαίτερες δραστηριότητες του δημόσιου τομέα να εμφανίζουν, ακόμη και όταν ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, τόσο ειδικά χαρακτηριστικά ώστε η ίδια η φύση τους να αποκλείει κατ’ ανάγκην τον προγραμματισμό του χρόνου εργασίας ο οποίος να πληροί τις απαιτήσεις που επιβάλλει η οδηγία 2003/88/ΕΚ.
Το Δικαστήριο, λοιπόν, εξετάζοντας τις εγγενείς ιδιαιτερότητες που εμφανίζει η δραστηριότητα του επαγγελματία αναδόχου γονέα στην υπόθεση εν προκειμένω, καταλήγει ότι αυτές αποκλείουν κατ’ ανάγκην την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88 στους εν λόγω επαγγελματίες αναδόχους γονείς.
Ειδικότερα, με βάση την εκτίμηση του Δικαστηρίου, η διαρκής και μακροπρόθεσμη ένταξη, στην εστία και την οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα, ανηλίκων οι οποίοι, λόγω της δύσκολης οικογενειακής καταστάσεώς τους, είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαφύλαξη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόσθετα, το Δικαστήριο κρίνει ότι μια ουσιώδη πτυχή του συστήματος αναδοχής που έχουν θεσπίσει οι ρουμανικές αρχές είναι η διαρκής και μακροπρόθεσμη διατήρηση μιας προνομιακής σχέσεως μεταξύ του επαγγελματία αναδόχου γονέα και του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν, η οποία χαρακτηρίζεται από την ένταξη του ανηλίκου στην εστία και την οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα.
Το Δικαστήριο συμπεραίνει επίσης ότι οι ρουμανικές αρχές μερίμνησαν, σύμφωνα με το γράμμα της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ώστε, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας των επαγγελματιών αναδόχων γονέων, να διαφυλαχθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία τους.
Κατά συνέπεια, κατά το Δικαστήριο, οι νόμιμοι περιορισμοί που επέρχονται στο δικαίωμα των επαγγελματιών αναδόχων γονέων σε ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση καθώς και σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται υπέρ κάθε εργαζομένου στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θίγουν το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού. Εξάλλου, είναι αναγκαίοι για την επίτευξη του αναγνωριζόμενου από την Ένωση σκοπού γενικού συμφέροντος ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτός εξειδικεύεται από τη ρουμανική κανονιστική ρύθμιση, και στον οποίο ανταποκρίνεται η υποχρέωση του επαγγελματία αναδόχου να εξασφαλίζει τη διαρκή ένταξη του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν στην εστία και την οικογένειά του και να μεριμνά για την αρμονική ανάπτυξη και τη φροντίδα του ανηλίκου αυτού. Άρα, οι περιορισμοί αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ, σε συνδυασμό την οδηγία 89/391/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88/ΕΚ η δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα η οποία συνίσταται, στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας με δημόσια αρχή, στην υποδοχή και ένταξη ανηλίκου στην οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα και στην αδιάλειπτη φροντίδα για την αρμονική ανάπτυξη και ανατροφή του ανηλίκου αυτού.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA