Νόμιμη η εξέταση πρώην συνηγόρου ως μάρτυρα κατηγορίας εναντίον πρώην εντολέα του
Με την υπ’ αρ. 991/2018 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ε Ποινικό) έκρινε ότι είναι νόμιμη η εξέταση πρώην συνηγόρου ως μάρτυρα κατηγορίας εναντίον πρώην εντολέα του.
Συγκεκριμένα, στην υπό εξέταση υπόθεση, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους ως κατηγορουμένων, η οποία προκλήθηκε από την εξέταση στο ακροατήριο ως μαρτύρων κατηγορίας των δικηγόρων υπεράσπισης ενός εξ αυτών στην υπόθεση που ήταν κατηγορούμενος για κακουργηματική έκρηξη κατά συρροή, συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για το βασικό έγκλημα της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε, (παθητική δωροδοκία δικαστού, ανακριτή).
Στο πλαίσιο αυτό οι δικηγόροι θα κατέθεταν όσα ο εντολέας τους του είχε εμπιστευθεί, κατά την εκτέλεση της εντολής για την υπεράσπισή του, κάτι το οποίο, όπως ισχυρίστηκαν, απαγορευόταν και προσέκρουε στα υπερασπιστικά τους δικαιώματα για δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Απόσπασμα της απόφασης
Η διάταξη του άρθρου 212 παρ. 1 περ. β’ του Κ Ποιν Δ ορίζει, για το επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων, πλην άλλων, ότι η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξετασθούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία οι συνήγοροι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους, οι συνήγοροι δε κρίνουν, σύμφωνα με τη συνείδησή τους, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέσουν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματος τους. Περαιτέρω, οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 49 του ν.δ. 3026/1954 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όριζαν ότι “ο Δικηγόρος υποχρεούται να τηρεί απαραβίαστον την απαιτουμένην υπέρ τους εντολέως αυτού εχεμύθειαν περί όσων ούτος ενεπιστεύθη αυτώ. Περί όσων άλλων περιέχονται εις γνώσιν του εξ αφορμής της ασκήσεως του Δικηγορικού λειτουργήματος, αφίεται εις αυτόν να κρίνη εν συνειδήσει, αν και εν τίνι μέτρω πρέπει καλούμενος να καταθέσει ως μάρτυς. Εις πάσαν περίπτωσιν δεν δύναται να εξετάζεται ως μάρτυς επί υποθέσεως εις ην ανεμίχθη ως δικηγόρος άνευ προηγουμένης αδείας του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου εις ον ανήκει, ή εν κατεπειγούση περιπτώσει του Προέδρου αυτού”.
Το απόρρητο αυτό και την εχεμύθεια που οφείλουν να τηρούν οι δικηγόροι, επαναλαμβάνουν και τα άρθρα 5 και 8 του ν. 4194/2013, που τροποποίησε τον ως άνω κώδικα δικηγόρων. Από τις διατάξεις αυτές που τέθηκαν προς προστασία των διαδίκων και ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει, μεταξύ αυτών και των δικηγόρων, προκύπτει ότι ακυρότητα δημιουργεί η κατάθεση από δικηγόρο γεγονότων που εμπιστεύθηκε σε αυτόν ο πελάτης του, αφήνεται δε στο δικηγόρο να κρίνει, κατά συνείδηση, αν πρέπει να καταθέσει για γεγονότα που έμαθε με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματος του. Περαιτέρω, η έλλειψη αδείας του δικηγορικού συλλόγου ή του προέδρου του, δεν δημιουργεί ακυρότητα της καταθέσεώς του, αλλά συνεπάγεται μόνο πειθαρχικές κυρώσεις, κατά του παραβάτη δικηγόρου.
Τέλος για γεγονότα που αφορούν τρίτους, μη πελάτες του δικηγόρου αυτός όπως όλα τα άλλα πρόσωπα έχει τη γενική υποχρέωση προς μαρτυρία κατά τη διάταξη του άρθρου 209 του ΚΠΔ. Εξ’ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 371 παρ. 4 ΚΠΔ, “για την παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, ορίζεται ότι: “η πράξη δεν είναι άδικη και μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντος του ή στη διαφύλαξη εννόμου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος, δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά “Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 19 παρ.3 του Συντάγματος, (κατά την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί – από δημόσιες αρχές ή ιδιώτες-κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ.), είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα ανεξάρτητα από την έκδοση ή όχι σχετικού νόμου και ισχύει σε όλες τις δικαστικές και διοικητικές αρχές.
Η εν λόγω απαγόρευση, αυτονοήτως, δεν αφορά αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν υπό τους όρους του άρθρου 19 παρ.1β’ του Συντάγματος, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, με σύννομη άρση του απορρήτου κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 2225/1994. Με τη διάταξη αυτή (19 παρ.3 Σ.), εισάγεται περιορισμός στο δικαίωμα απόδειξης ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, που κατοχυρώνεται (με επιφύλαξη νόμου) στο άρθρο 20 παρ.1 του Σ., και συγχρόνως εισάγεται περιορισμός σε δικαιώματα των οποίων επιδιώκεται εκάστοτε δικαστική προστασία, που ενδέχεται να έχουν απόλυτη συνταγματική κατοχύρωση, όπως η ζωή, η τιμή, η ελευθερία (με στενή έννοια) κλπ..
Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η κάμψη του κανόνα της μη χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., εφόσον η μη χρήση αυτών αποκλείει την απόδειξη γεγονότων και οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων. Η δικαστική αξιολόγηση και στάθμιση για τη συνδρομή ή μη στη συγκεκριμένη περίπτωση δικονομικής κατάστασης ανάγκης, που δικαιολογεί, κατ’ εξαίρεση, τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα, λόγω προσβολής της ανθρώπινης αξίας σε περίπτωση μη χρησιμοποίησης τους, πρέπει να γίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καθιερώνεται ρητά με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, και την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων είτε προβλέπεται απευθείας από το Σύνταγμα, είτε προβλέπεται από νόμο, υπέρ του οποίου υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη.
Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου-περιορισμό που ενέχει και η διάταξη του άρθρου 212ΚΠΔ– και του σκοπού που προορίζεται να εξυπηρετεί ο περιορισμός, επιβάλλει στον νομοθέτη : α) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό που ορίζει ρητά η ειδική νομοθετική επιφύλαξη ή τον σκοπό που εμπίπτει στο νόημα της γενικής νομοθετικής επιφύλαξης, (προστασία του κοινωνικού συνόλου ή δικαιωμάτων τρίτων), β) το προβλεπόμενο μέσο ή ο τρόπος του περιορισμού να είναι θεμιτός, γ) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο εισάγεται και δ) η συγκριτική στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών, δηλαδή του αγαθού στο οποίο αποβλέπει ο περιορισμός και του αγαθού που προστατεύει το δικαίωμα, πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) να αποβαίνει υπέρ του πρώτου αφού αξιολογηθούν και σταθμιστούν η βαρύτητα του δικαζόμενου εγκλήματος με την αποδεικτική αναγκαιότητα και προσφορότητα του παράνομου αποδεικτικού μέσου, για τη διελεύκανση του εγκλήματος και θα παραβλέψει τα επιβαρυντικά στοιχεία του για τον κατηγορούμενο που αντέλεξε στην χρήση του παράνομου αποδεικτικού μέσου, για τη διαφύλαξη υπέρτερων εννόμων αγαθών. Πάντως, η κρίση του δικαστή της ουσίας για in concreto στάθμιση των συγκρουόμενων εννόμων αγαθών, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ1569/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Ι. Μ. με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσής του, και ο αναιρεσείων Π. Μ. με τον πρώτο λόγο της επίσης κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσής του, πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση: α) για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους ως κατηγορουμένων, που προκλήθηκε από την εξέταση στο ακροατήριο ως μαρτύρων κατηγορίας των δικηγόρων Γ. και Σ. Α., οι οποίοι ήταν δικηγόροι υπερασπίσεως του πρώτου (Σ. Μ.), στην υπόθεση που ήταν κατηγορούμενος για κακουργηματική έκρηξη κατά συρροή, συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για το βασικό έγκλημα της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε, (παθητική δωροδοκία δικαστού, ανακριτή Ε. Κ.), και θα κατέθεταν όσα ο εντολέας τους (Σ. Μ.) τους είχε εμπιστευθεί, κατά την εκτέλεση της εντολής για την υπεράσπισή του. Ότι από το νόμο, άρθρο 212ΚΠΔ, απαγορευόταν η εξέτασή τους ως μαρτύρων και προσέκρουε στα υπερασπιστικά τους δικαιώματα για δίκαιη δίκη, λόγο για τον οποίο εναντιώθηκε ο αναιρεσείων Σ. Μ. ως κατηγορούμενος στην εξέτασή τους.
Ο δεύτερος αναιρεσείων (Π. Μ. ), πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση επί πλέον ,και για έλλειψη ακρόασης, διότι όταν ο ανωτέρω συγκατηγορούμενος του πρόβαλλε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου την ένσταση εξαιρέσεως των ως άνω συνηγόρων ως μαρτύρων κατηγορίας, ο Εισαγγελέας της έδρας ενώ έδωσε τον λόγο στους συγκατηγορουμένους του, (Ε. Κ. και I. Μ.), παρέλειψε να δώσει τον λόγο σ’ αυτόν. Από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, της έφεσης του I. Μ. κατ’ αυτής, αλλά και των πρακτικών συνεδριάσεως της αναιρεσειβαλλόμενης, που δεν προσβλήθηκαν για πλαστότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, ούτε ζητήθηκε η διόρθωσή τους, επομένως αποδεικνύουν όλα όσα έλαβαν χώρα στο ακροατήριο, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος Ι. Μ. πρόβαλε πριν την όρκιση των ως άνω πρώην συνηγόρων υπερασπίσεως του, την από το άρθρο 212 ΚΠΔ ένσταση εξαιρέσεως τους από την εξέταση τους ως μαρτύρων, την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Ακολούθως με το εφετήριο του, την ακυρότητα αυτήν πρόβαλλε με ειδικό λόγο εφέσεως, και την επανέφερε ως ένσταση επίσης πριν την όρκισή τους, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.
Το τελευταίο κατά πλειοψηφία (4-1) , απέρριψε αυτήν με την αιτιολογία,- κατά τα ενδιαφέροντα σημεία της,- ότι “Κατ’ ακολουθία και όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη , εφ’ όσον το παράνομο της χρήσης του εν λόγω απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, κάμπτεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι πρόκειται για δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον , το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά.
Καθορίζεται δε τούτο προς διακρίβωση των σοβαρών εγκλημάτων της κατάχρησης εξουσίας από δικαστικό λειτουργό (ανακριτή) και στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή στην περίπτωση, η οποία σταθμιζόμενη από το δικαστήριο , υπάγεται σαφώς στη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. β’ του Συντάγματος, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα άλλο εξ ίσου ισοδύναμο κανόνα συνταγματικά αναγνωρισμένο , που δικαιολογεί την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 371 παρ.4 Π Κ.
Περαιτέρω , τα κατατιθέμενα από τον εν λόγω μάρτυρα, είναι σαφές ότι θα συνεκτιμηθούν και από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία , κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης , χωρίς να προκύπτει ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ, αλλ’ ούτε και παράβαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν καταλύεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην αυτοπροστασία του κατηγορουμένου , κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, ούτε τίθεται ζήτημα απαγορευμένης αυτοενοχοποίησής του, αφού προέχει το δημόσιο συμφέρον………
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη, ορθά και αιτιολογημένα το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τη προβληθείσα ενώπιον του ένσταση του κατηγορουμένου, και εξέτασε νομίμως τους δικηγόρους Γ. και Σ. Α., ως μάρτυρες κατηγορίας στην συγκεκριμένη δίκη και ουδεμία ακυρότητα εντεύθεν επήλθε, ούτε συνέτρεξε περίπτωση παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου Σ. Μ. .
Ως εκ τούτου, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , και Δ’ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 περ. δ’ ιδίου κώδικα και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος Σ. Μ. , με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και αναιτιολόγητη απόρριψη της από το άρθρο 212εδ.β’ ΚΠΔ ενστάσεώς του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Αναφορικά με τους συναφείς λόγους, πρώτο λόγο αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Π. Μ., ως προαναφέρθηκαν λεκτέα τα εξής: α) η ακυρότητα από το άρθρο 212 παρ. 1 εδ.β’ ΚΠΔ, είναι σχετική και μπορεί να προταθεί μόνο από τον κατηγορούμενο, του οποίου συνήγορος , είχε ορισθεί ο μάρτυρας που πρόκειται να εξετασθεί και να καταθέσει για θέματα που του είχε εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του, μπορεί δε να προταθεί μόνον από τον εντολέα του και όχι από συγκατηγορούμενο του, μέχρι την σε τελευταίο βαθμό απόφαση για την κατηγορία καθ’ όσον μόνο αυτός έχει έννομο συμφέρον. (ΑΠ2433/2003 ). Για γεγονότα που αφορούν τρίτους, μη πελάτες- εντολείς του δικηγόρου, ο τελευταίος, όπως και όλα τα άλλα πρόσωπα έχει την γενική υποχρέωση για μαρτυρία κατά τη διάταξη του άρθρου 209 ΚΠΔ.
Συνεπώς, οι ανωτέρω δικηγόροι νομίμως εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και για γεγονότα που αφορούσαν τον αναιρεσείοντα Π. Μ. , ο οποίος σημειωτέον, ως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών δεν πρόβαλλε την ένσταση αυτή, ο πρόεδρος δε του δικαστηρίου, δεν είχε υποχρέωση να δώσει τον λόγο στον αναιρεσείοντα αυτόν, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας: α) για απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης που υπέβαλλε ο συγκατηγορούμενός του Ε. Κ., β)της ενστάσεως από το άρθρο 212 παρ. 1 εδ β’ ΚΠΔ, για τη μη εξέταση τους ως μαρτύρων των δικηγόρων Γ. και Σ. Α. που υποβλήθηκε μόνο από τον συγκατηγορούμενο του I. Μ. και όχι από τον ίδιο.
Επομένως οι προβαλλόμενοι με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Π. Μ. από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α!,Β! ,171 παρ.1 περ. δ! ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, από την εξέταση των ανωτέρω μαρτύρων, παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων για δίκαιη δίκη, και έλλειψη ακρόασης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr