Η αστυνομία έκανε χρήση ηλεκτροσόκ, τους ανάγκασε να περπατήσουν στα γόνατα και να γυμνωθούν
Σε δεύτερη καταδίκη της χώρας μας για κακομεταχείριση κρατουμένων αλλά και – το χειρότερο- ελλιπή και μη αντικειμενική έρευνα από τις εισαγγελικές αρχές των καταγγελιών των κρατουμένων, προχώρησε σε διάστημα λίγων μηνών το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το δικαστήριο έκανε δεκτές τις προσφυγές 11 (εκ των 22 που προσέφυγαν) Αλβανών και Βούλγαρων κρατουμένων στις φυλακές Γρεβενών οι οποίοι κατήγγειλαν πως στις 13 Απριλίου 2013 σε αιφνιδιαστική έρευνα από αστυνομικούς της ΕΚΑΜ με παρουσία Εισαγγελέα υπέστησαν κακομεταχείριση, με χρήση όπλων ηλεκτροσόκ (Tasers) . Ο έλεγχος έγινε μετά από πληροφόρηση περί ανταρσίας και εξέγερσης των κρατουμένων.
Λίγες μέρες μετά κρατούμενοι υπέβαλαν καταγγελία στο γραφείο του Εισαγγελέα των Γρεβενών, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι αξιωματικοί του ΕΚΑΜ είχαν κάνει υπερβολική χρήση των Tasers (όπλο ηλεκτροσόκ) εναντίον 31 κρατουμένων, τους είχαν κτυπήσει και τους κακοποίησαν προφορικά και τους ανάγκασαν να περπατήσουν στα γόνατα μέχρι την αθλητική αίθουσα των φυλακών, να γυμνωθούν και σταθούν όρθιοι κοιτάζοντας τον τοίχο.
Διεξήχθη προκαταρκτική έρευνα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε πειθαρχικό αδίκημα. Τον Νοέμβριο του 2014 ο Εισαγγελέας του Πρωτοδικείου αποφάσισε ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να κινηθεί ποινική δίωξη. Τον επόμενο μήνα, ο Εισαγγελέας Εφετών συμφώνησε με τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Έφεραν μώλωπες και ίχνη
Οι κρατούμενοι διαπιστώθηκε ιατρικά ότι έφεραν μώλωπες και ίχνη δερματίτιδας. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ένδεκα εκ των κρατουμένων είχαν υποστεί κακομεταχείριση καθώς σημείωσε ότι η αστυνομική μονάδα του EΚΑΜ δεν κλήθηκε ξαφνικά να ασχοληθεί με οποιαδήποτε αυθόρμητη ανταρσία φυλακών , συνεπώς οι προσφεύγοντες δεν είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια τυχαίας ενέργειας που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει απροσδόκητες εξελίξεις οι οποίες θα πυροδοτούσαν αντιδράσεις από την αστυνομία αλλά αντιθέτως κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης η οποία είχε προγραμματιστεί και επαρκώς προετοιμαστεί όσον αφορά την αξιολόγηση των κινδύνων. Η κυβέρνηση προσπάθησε να δικαιολογήσει τη χρήση βίας με επιχειρήματα σχετικά με τη γενική ασφάλεια στη φυλακή.
Δεν διεξήχθη έρευνα
Το χειρότερο όμως είναι πως το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ευθέως ότι δεν διεξήχθη αποτελεσματική και ταχεία έρευνα από τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές. Το Στρασβούργο επισήμανε με έμφαση το γεγονός ότι επικεφαλής των ερευνών ήταν Εισαγγελέας του Πρωτοδικείου Γρεβενών όταν η Εισαγγελία Γρεβενών επέβλεπε τις φυλακές και επομένως δεν μπορούσε να ήταν αντικειμενικός.
Γι’ αυτό καταδίκασε τη χώρα για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ τόσο στο ουσιαστικό σκέλος του όσο και στο διαδικαστικό και επέβαλλε αποζημίωση σε κάθε έναν από τους έντεκα προσφεύγοντες, ποσού 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ, από κοινού, για δικαστικά έξοδα και λοιπές δαπάνες.
Βασίλης Χειρδάρης: «Να ευθυγραμμιστούμε με τα αυτονόητα»
Το γεγονός ότι είναι η δεύτερη καταδίκη της χώρας μας για το ίδιο ζήτημα επισημαίνει ο ποινικολόγος και ειδικός σε θέματα Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Βασίλης Χειρδάρης:
«Είναι η δεύτερη φορά φέτος που η χώρα μας καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά κρατουμένων για χρήση ηλεκτροσόκ από την αστυνομία.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για το οποίο επίσης καταδικάστηκε η Ελλάδα είναι η αναποτελεσματική έρευνα σε ότι αφορά τις ευθύνες της αστυνομίας για το τι συνέβη στις φυλακές Γρεβενών σε βάρος των κρατουμένων. Το ΕΔΔΑ επισημαίνει την έλλειψη αντικειμενικότητας της έρευνας από τις ελληνικές αρχές αφού αυτή διεξήχθη υπό την εποπτεία της ίδιας Εισαγγελίας που είχε και την ευθύνη της εποπτείας των φυλακών και που εκπρόσωπός της ήταν παρών και στην είσοδο της αστυνομίας στις φυλακές.
Το Στρασβούργο απαιτεί οι έρευνες να γίνονται από πρόσωπα εντελώς ανεξάρτητα που δεν συμμετείχαν με οιονδήποτε ρόλο στην επίδικη υπόθεση και να πραγματοποιούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στην υπόθεση αυτή υπήρξε κατά το ΕΔΔΑ αποδεδειγμένη σωματική κακοποίηση των κρατουμένων και οι ενέργειες των αρμοδίων αρχών στην έρευνα της υπόθεσης ήταν ελλιπείς και καθυστερημένες με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί οιαδήποτε ευθύνη και σε κανέναν (!) για την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε βάρος των κρατουμένων.
Μήπως είναι καιρός να αλλάξουν τα πράγματα και να ευθυγραμμιζόμαστε με τα αυτονόητα που πρέπει να ισχύουν σε ένα κράτος δικαίου;»